Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου 2012

«Όλοι έχουμε έναν μπάτσο μέσα μας»

Οι άλλοι πρωταγωνιστές «Όλοι έχουμε έναν μπάτσο μέσα μας»

Η οργή δεν φτάνει για να αλλάξει τον κόσμο

, ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: ΣΤΑΥΡΟΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ

ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ: Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2008
Τον συνάντησα κοντά στην παραλία. Εγώ είχα τα χέρια μου στις τσέπες του μπουφάν και αυτός φορούσε κοντομάνικο. «Πίσω» μας η Αθήνα έβραζε. Κάθε μέρα και πέντε συγκεντρώσεις. «Δεν πήγα ούτε σε μια». Μου το είπε όπως ένας αλκοολικός θα έλεγε «έχω δέκα μέρες να πιω». Κάποτε το όνομά του σήμαινε πολλά για την Πλατεία Εξαρχείων. Κάιν, ο αναρχικός με το βιβλικό παρατσούκλι. Ήταν τότε που στην πλατεία «πρωταγωνιστούσαν» ο Πισιμίσης, ο Φελέκης, ο Μαρίνος (στα πρώτα του βήματα), ο Γιαννόπουλος, οι μακαρίτες Κωνσταντινίδης και Διαλυνάς, ο Σκυφτούλης, ο Πρωτοψάλτης, ο Γαρμπής...
O Κάιν- απ΄ τους δυναμικότερουςκατασκεύαζε συνθήματα, υπέγραφε αφίσες και πότε πότε την έπεφτε και στους μπάτσους. Αυτοί για αντίποινα κάθε τρεις και λίγο του ξετίναζαν το πατρικό του στο Φάληρο. Βεντέτα κανονική. Και το ΄82 που η Κολιτσοπούλου σκότωσε τον «μπάτσο άντρα της», ο Κάιν έβγαλε μια αφίσα που την αθώωνε. «Μεγάλο λάθος», θα μου πει σήμερα. «Τι δουλειά είχαμε εμείς να υποστηρίξουμε ένα έγκλημα, επειδή έτυχε το θύμα να είναι μπάτσος;». Να αρχίσουμε από το τέλος;Θα άλλαζες κάτι από τη ζωή σου; - Να διόρθωνα κάτι; Ναι. Θα μπορούσα να είχα τελειώσει την τελευταία τάξη και να μην έκανα δυστυχισμένους τότε τους γονείς μου. Αλλά εγώ ήθελα να σαρώσω τα πάντα. Αμφισβήτησα το «σχολείο-φυλακή», όπως αρνήθηκα να υπηρετήσω τους μιλιταριστές και πήρα Ι5. Γι΄ αυτό εξακολουθώ να είμαι υπερήφανος.

Πού μεγάλωσες; - Νέα Σμύρνη, Παλαιό Φάληρο. Και μετά κάτοικος Εξαρχείων. Στον χώρο που όλα, ιδέες και άνθρωποι, κινούνται γύρω από την αμφισβήτηση. Πορεύτηκα με την αλήθεια μου και σιγά σιγά η πορεία αυτή έγινε μοναχική. Γιατί δεν ήθελα να προδώσω την αλήθεια μου.

Ποια είναι η αλήθεια σου σήμερα; - Ανήκω στο ρεύμα του ειρηνισμού της αναρχίας. Είμαι λίγο τολστοϊκός. Πιστεύω ότι τα πράγματα δεν λύνονται με τη βία. Η οργή δεν φτάνει για να αλλάξεις τον κόσμο. Πρέπει να έχεις και μια πρόταση.

Έχεις χρησιμοποιήσει βία στο παρελθόν, όμως.
-Ναι, αυτό είναι ένα απ΄ τα λάθη μου. Πέρασα απ΄ αυτό το στάδιο. Δεν ντρέπομαι να το πω. Βέβαια, βία από βία έχει διαφορά. Εγώ είμαι της σχολής του Αλμπέρ Καμί. Νομίζω ό τι η βία είναι αναγκαία μέχρι εκεί που μπορεί να ωθήσει την ιστορία, να τη βοηθήσει. Πριν μετατρέψει τον άνθρωπο σε κτήνος.

Αυτό είναι ένα σχόλιο και για τα όσα ζούμε αυτές τις μέρες;
- Ναι. Η κραυγή για τον φόνο ενός 15χρονου δεν μπορεί να εκφραστεί με το κάψιμο της βιβλιοθήκης της Νομικής Σχολής. Ούτε με πλιάτσικα και κατεστραμμένες προσωπικές περιουσίες ανθρώπων. Η αναρχία είναι ένας χώρος κοινωνικής αλληλεγγύης. Είμαστε οι πρώτοι που αγωνιστήκαμε για το 8ωρο και τα δικαιώματα των εργαζομένων, είχαμε πέντε νεκρούς στο Σικάγο. Δεν μπορείς λοιπόν να είσαι απέναντι από την κοινωνία. Ξέρεις τι θα σου πουν. «Παράπλευρες απώλειες».

- Ε, εγώ λοιπόν, δεν θέλω να συμμετέχω σε έναν τέτοιον «αγώνα».

Δεν συμμετείχες δηλαδή στις συγκεντρώσεις των τελευταίων ημερών;
- Όχι, προτίμησα να κλάψω τον νεκρό από μακριά. Άλλωστε κάθε γενιά έχει τους δικούς της αγώνες. Αυτή η γενιά έχει τον Αλέξη, η γενιά του ΄90 είχε τον Τεμπονέρα, εμείς είχαμε τον Καλτεζά, πριν από εμάς είχανε τον Κουμή και την Κανελλοπούλου. Σέβομαι βέβαια, αυτούς που είναι στις καταλήψεις και στους δρόμους. Αλλά στην κηδεία γιατί να πας; Αυτή η στιγμή είναι για τους γονείς του και τους φίλους του. Τι ωφελεί χιλιάδες μάτια, μαζί με τις κάμερες, να είναι πάνω από τον τάφο του Αλέξη; Όταν φύγουν όλοι θα πάω να αφήσω ένα γράμμα.

Βγήκε πάντως πολύς κόσμος στους δρόμους.

- Το ίδιο λέγαμε και το ΄85 και το ΄80, ότι όλες αυτές οι χιλιάδες στον δρόμο ήταν μια ελπίδα. Ηττηθήκαμε, όμως, γιατί δεν υπήρχαν πολιτικοί χώροι ή κινήματα, που θα έπαιρναν αυτές τις φύτρες, θα τα «ζύμωναν» και θα τα έκαναν πολιτικά όντα. Αυτή η νεολαία λοιπόν, θα χαθεί, όπως χάθηκε και η προηγούμενη. Είναι ένας φαύλος κύκλος, καταλήψεις,
Αυτή η νεολαία θα χαθεί, όπως χάθηκε και η προηγούμενη. Είναι ένας φαύλος κύκλος, καταλήψεις, συγκρούσεις, κλείσιμο στο Πολυτεχνείο και μετά επιστροφή στο σπίτι. Ιδιώτευση

Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2012

Φόρος σταθμικών μέτρων

To λάθος ήταν στη μονάδα μέτρησης
Μέτρησα την αγάπη μόνο με κλάματα και σιωπές και ουρλιαχτά.
Παραγνώρισα ότι η αγάπη είναι κυρίως γέλιο και τραγούδι και χορός.
Οποιος φοβάται, χάνει. Οποιος δεν χορεύει, χάνει. Οποιος δε γελάει με την ψυχή του, χάνει.
Και όλες οι μονάδες μέτρησης αποδεικνύονται τότε άχρηστες.
Γιατί η απώλεια δεν μετριέται με τίποτα.

Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2012

Αρλέτα, Ο λύκος

Είναι δώδεκα η ώρα, είν' η ώρα των τρελών
κάπου θα σε συναντήσω, κάπου θα σε βρω
Στα κελιά τους οι ανθρώποι ύπνο κάνουν ελαφρό
είν' ελεύθεροι οι δρόμοι για κυνηγητό

Είναι δώδεκα η ώρα, είν' η ώρα των τρελών
βραχνό γέλιο αν ακούσεις, κλείσε το ρολό

Λύκε-λύκε μου καλέ μου
λύκε-λύκε μου είσαι δω;
Βγαίνω από τη φωλιά μου και σε κυνηγώ

Λύκε λύκε μου καλέ μου
λύκε λύκε μου είσαι δω;
Είσαι η μόνη μου ελπίδα και σ' ακολουθώ

Όμορφό μου προβατάκι
τι γυρεύεις μες στο δρόμο;
είμαστ' όλοι μπερδεμένοι στο δικό του νόμο

Δόντια βγάζουνε τ' αστέρια
νύχια φύτρωσαν στους δρόμους
ξέφρενη η νύχτα παίζει
κλέφτες κι αστυνόμους
Όταν πέφτει το σκοτάδι
βγαίνει ο λύκος στην πλατεία
στη χαμένη πολιτεία και ζητά τροφή
Κλειδωμένα είναι τ' αρνάκια
ζαχαρένιο το κλειδί
κάτι απόμερα παγκάκια
θάμνοι και σιωπή

Λύκε-λύκε μου καλέ μου
λύκε-λύκε μου είσαι κει;
Είναι η άγρια πλευρά σου που με συγκινεί

Είναι δώδεκα η ώρα, ειν' η ώρα των τρελών
όπου ανθίζει το σκοτάδι
όπου ανθίζει το σκοτάδι

Κάπου θα σε συναντήσω, κάπου θα σε βρω
Κάπου θα σε βρω
Κάπου θα σε βρω
Κάπου θα σε βρω

Σάββατο 18 Φεβρουαρίου 2012

Άσε το παιδί να μαθαίνει....

Πώς φτάσαμε ως εδώ;
Τι προλάβαμε να δούμε;
Ποιες καλοσύνες μισήσαμε και ποια μίση λατρέψαμε;
Σε πόσα τηλέφωνα δεν απαντήσαμε...

Σε ποιους σταθήκαμε περνώντας το χέρι μας πάνω απ' το λαιμό τους...
Πόσοι ήρθαν αναπάντεχα να μας στηρίξουν στα δύσκολα, διασχίζοντας τα ναρκοπέδιά μας...
Ποια χέρια κρατήσαμε σφιχτά σε θαλάμους νοσοκομείων...
Πόσες φορές κάναμε τους ειδήμονες ενώ τίποτα δεν ξέραμε και ποτέ δεν προσπαθήσαμε να το μάθουμε...
Πόσους ανθρώπους εμπνεύσαμε...
Πόσοι μας θαύμασαν και ακόμα περισσότερο θάυμασαν την απορία στο βλέμμα μας, όταν μας το είπαν...
Πόσοι μας θεώρησαν φρικιά και είχαν δίκιο...
Πόσοι μας θέωρησαν σωστούς και είχαν άδικο...
Ποια τείχη γκρεμίσαμε με πάταγο για να παίζουν τα παιδιά ελεύθερα...
Πόσες εκτρώσεις απέτυχαν...
Πόσες φορές αποδειχτήκαμε ανίκανοι να αγαπήσουμε...
Πόσες ορμές καταπιέσαμε...
Πόσους διώξαμε από δίπλα μας βουλιαγμένοι στην οίηση...
Πόσα αναλγητικά πήραμε για να μην ακούμε, να μη βλέπουμε και να μην νιώθουμε...μάταια... 
Πόσος χρόνος χάθηκε, όταν γυρίζαμε τα ρολόγια προς τα πίσω...Και πού πήγε;
Ποια τραγούδια ντυθήκαμε ζεστά...
Πόσοι αγανάκτησαν δίκαια με την μελαγχολία και το σκοτάδι μας...
Πόσοι μας λυπήθηκαν...
Πόσοι μας οίκτιραν...
Ποιες συσπάσεις και πάνω σε ποια πρόσωπα μας έκαναν να ντρεπόμαστε που γεννηθήκαμε...
Πόσες φορές δεν μας δέχθηκε πίσω στο σπίτι της η ποίηση, ηττημένους και μετανοούντες...
Πόσα χέρια χωρίς πρόσωπο απλώθηκαν μέσα στο σκότος για να αποδράσετε παρέα...
Πόσες φορές πηδήξαμε απ' τον γκρεμό στο άγνωστο γελώντας...
Πόσες φορές φυλάξαμε τον κώλο μας και γίναμε χειρότεροι κι από τους μαλάκες που σνομπάραμε...
Ποιοι γράψανε τα λάθη μας σε χαρτί και τα παίζουν τώρα απ' τα μεγάφωνα στη διαπασών...
Ποιοι φίμωσαν τα ουρλιαχτά απ' τις σαπρακιασμένες αλήθειες μας...
Ποια κορμιά κάποτε μας παραδόθηκαν ζητώντας μόνο το έλεός μας...
Ποια χαμόγελα ζηλέψαμε επειδή εμείς ήμασταν σοβαροί, τρομάρα μας...
Ποιες αξίες και θρησκείες φτύσαμε, επειδή ένα πιστόλι σημάδευε τον κρόταφο μας...
Πόσους ανθρώπους καταραστήκαμε επειδή μας έδωσαν ό,τι είχαν και δεν είχαν και πάλι δε μας έφτανε...
Πόσες φορές ντροπιαστήκαμε μπροστά στους δυνατότερούς μας...
Πόσο κίβδηλες ήταν οι βρισιές μας...
Πόσα δάκρυα σκοτώσαμε με την άκρη του δαχτύλου μας...
Σε ποια μάτια σκλαβωθήκαμε για πάντα...
Πόσες φορές πιστέψαμε μόνο στον Άνθρωπο και μετά κλαίγαμε ζητώντας τον Θεό....
Πόσες ανάσες ζητήσαμε και πόσοι μας τις έδωσαν γενναιόδωρα πνίγοντας τις δικές τους...
Από ποιες αλήθειες κρυφτήκαμε γιατί τρέμαμε το αιχμηρό τους φως...
Πόσες φορές τραβήξαμε δυνατά το δέρμα μας με την ψευδαίσθηση ότι θα γίνουμε άλλοι...
Πόσες γροθιές χτυπήσαμε στην πανοπλία μας για να τους δείξουμε ότι είναι τενεκεδένια...
Πόσες φορές ουρλιάξαμε χωρίς να βγει άχνα...
Πόσες φορές αλλάξαμε το χρώμα της ταπετσαρίας...
Πόσες φορές κόλλησε η βελόνα μας στο "σωστό" ενώ κανείς δε μας το ζήτησε...
Πόσο κοστίζει ένα "σ' αγαπώ";
Πόσες φορές κολλησαμε το "μου" πίσω απ' τη λέξη "ψυχή" και το εννοούσαμε...
Πόσους έφιππους δαίμονες αφήσαμε να μας τσαλαπατήσουν στον ύπνο μας...
Πόσες μέρες θα θέλαμε να μην είχαν ξημερώσει...
Πόσα κεφάλια μωρών συντρίψαμε για να ξεφύγουμε από τον απαιτητικό, καλό μας εαυτό...
Πόσους εγωισμούς φουσκώσαμε για να μην πουν εμάς εγωιστές...
Πόσες χειροβομβίδες σιωπής κατάπιαμε...
Σε ποιες γωνίες σβήσαμε απαλά κι αθόρυβα...
Πόσους όρκους υπηρετήσαμε βλακωδώς μέχρι ν' ακουστεί το ανελέητο "γκαπ" στον πάγκο του χασάπη...
Πόσα παλάτια μας ξενοικιάσαμε...
Πόσα πάθη βεβηλώσαμε θέλοντας να τα εκπολιτίσουμε
Ποιες ευκαιρίες σπαταλήσαμε και δεν το παραδεχτήκαμε ποτέ...
Ποιες αλήθειες των άλλων δεν ήταν γραμμένο να τις αποκρυπτογραφήσουμε...
Πόσα ίχνη κρατήσαμε ανεξίτηλα πάνω μας...
Πού πήγαν αυτοί που μεγάλωσαν τρεφόμενοι από τη σάρκα μας...
Πόσες φορές νιώσαμε τόσο μόνοι που όλα απέκτησαν προσωρινά ένα νόημα...
Ποιοι και πώς θα μας θυμούνται όταν φύγουμε...
Ποιοι θα κάνουν "λογοτεχνική κριτική" στους μονολόγους μας...
Ποιοι θα ρετουσάρουν τις ζωτικές μας ανωμαλίες...
Ποιος κρατάει το τιμόνι στο τρεχαντήρι...
Ποιος φτιάχνει τη νομοθεσία...
Ποια θα ήταν η εξέλιξή μας αν δεν προσπαθούσαμε -τα σάρκινα σκουπίδια- να ερμηνεύσουμε τα αστέρια...
Πότε θα ηττηθούμε πραγματικά και ανεπανόρθωτα...
Πόσοι ακόμη θα κουραστούν στη διαδρομή...
Πόσο μέχρι να σιχαθώ (και) αυτό το blog...
Τι θα μείνει;
Γιατί ζούμε;
Πόσο θ' αντέξουμε;
Πότε θα...
.......
.......
Πότε;

Το ΕΛΑΝ Κορινθιακού

Το «Ελληνικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Ναυτικό (ΕΛΑΝ)» ήταν το αποκορύφωμα της οργανωμένης αντιστασιακής δραστηριότητας στις ελληνικές θάλασσες κατά την περίοδο της Κατοχής. Η χρήση πλωτών μέσων από τις οργανώσεις του ΕΑΜ συστηματοποιήθηκε στις αρχές του 1944, όταν στις παραλιακές περιοχές συγκροτήθηκε ένα ετερόκλητο σύνολο σκαφών –είτε πλοία διαφόρων τύπων (τρεχαντήρια, μπρατσέρες, καΐκια, τσερνίκια) που νοίκιαζαν οι οργανώσεις από τους καραβοκύρηδες, είτε εξοπλισμένα γερμανικά σκάφη που είχαν πέσει στα χέρια των ανταρτών– που αναλάμβαναν μεταφορές τροφίμων, ανταρτών, τραυματιών και εφοδίων στις ανταρτοκρατούμενες περιοχές (ακόμα και μέχρι τα νησιά και τη μικρασιατική ακτή) και «πειρατικές» ενέργειες που προκαλούσαν εντύπωση στους Γερμανούς.
Ξεχωριστή είναι η δράση του ΕΛΑΝ Κορινθιακού, η οποία ξεκίνησε από έναν άνθρωπο που, κατά δήλωσή του, «δεν ήξερε ούτε μπάνιο». Τον Μάρτιο του 1944, ο δραστήριος διμοιρίτης του 34ου Συντάγματος, Κώστας Γεωργιάδης (ψευδώνυμο «Ζαχαριάς») βρέθηκε σε αποστολή στο Γαλαξίδι και οργάνωσε, με δική του πρωτοβουλία, την νυχτερινή αρπαγή ενός γερμανικού πλοίου που ναυλοχούσε στο λιμάνι με τους δύο επιβάτες του[1]. Το λάφυρο ήταν ένα επίτακτο από τους Γερμανούς, πετρελαιοκίνητο Καλυμνιώτικο τρεχαντήρι με τρία κατάρτια, εκτοπίσματος 80 τόνων, φορτωμένο με οβίδες πυροβολικού των 105χλστ. και 35 τόνους τροφίμων. To νέο αποτυπώθηκε διογκωμένο στον αντιστασιακό τύπο: «Τμήματα του ΙΙ Τάγματος αιχμαλώτισαν στον Κορινθιακό 2 γερμανικά βενζινόπλοια. Από το ένα πήραν 1500 οβίδες πυροβολικού, χιλιάδες μερίδες γαλέτα και πολλές κονσέρβες. Απ’ το άλλο 8.000 οκάδες κριθάρι, 6.000 οκάδες βρώμη, σανό κλπ»[2].  Από το φόβο αντιποίνων, οι αιχμάλωτοι οδηγήθηκαν στο Λιδωρίκι και το καΐκι βυθίστηκε στα ανοιχτά της Αντίκυρας, αφού αφαιρέθηκε και διαφυλάχθηκε το φορτίο. Χρησιμοποιώντας πειθώ, ο Ζαχαριάς μύησε σύντομα στην ιδέα ενός «αντάρτικου ναυτικού» κατοίκους και δραστήριους ναυτικούς της περιοχής –κυρίως από την Αντίκυρα και τα χωριά της Κορινθίας– που αργότερα εξελίχθηκαν σε κυβερνήτες σκαφών με χαρακτηριστικά αγωνιστικά ψευδώνυμα: Ιωάννης Παπαγεωργόπουλος (Τρομάρας), Νικόλαος Σαμουήλ (Βοριάς) και Δημήτριος Σαμουήλ (Δελφίνος), Δημήτριος Κοντογιάννης (Μπονάτσας), Στάθης Μαντζώρος (Θαλασσινός) κ.ο.κ. Η αρχική ιδέα έφερε όλα τα χαρακτηριστικά ενός πρωτογενούς ενθουσιασμού: «Είπα στους άντρες να γράψουν στο καπέλο τους, εκτός από το σήμα του ΕΛΑΣ και το Τ.Π. =Τμήμα Πειρατείας. Με κόκκινη κλωστή το έγραψαν σε όλους μας τα κορίτσια της Αντίκυρας»[3].
Εκτός από την κοινωνική διαθεσιμότητα στα ψαροχώρια της περιοχής και το «ταμπεραμέντο» του Ζαχαριά, ήταν η φυσιογνωμία της ακτογραμμής του κορινθιακού που διευκόλυνε τη δημιουργία μιας ξεχωριστής ναυτικής δύναμης. Η βοιωτική ακτή του κορινθιακού, με πολλές βραχώδεις ακτές, όρμους και φυσικά λιμάνια, εγγυόταν την ανεμπόδιστη μετακίνηση αρκετών σκαφών, ακόμα και εξοπλισμένων, χωρίς εμπόδια. Μετά την ιταλική συνθηκολόγηση, τα ιταλικά ναυτικά φυλάκια σε όλη την έκταση από το Ρίο ως τον Ισθμό της Κορίνθου είχαν αχρηστευθεί, ενώ ζωτικό ρόλο έπαιξαν οι πανταχού παρούσες εαμικές οργανώσεις, όσο και η μόνιμη παρουσία του ΙΙΙ/34 Τάγματος του ΕΛΑΣ στον Ελικώνα.
Στα μέσα Απριλίου, οι «αντάρτες-πειρατές» λαφυραγώγησαν μια πετρελαιοκίνητη άκατο που χρησιμοποιείτο από τους Γερμανούς ως αλιευτικό στην περιοχή Άγιος Ιωάννης, Πόρτο Γερμενό, Καλά Νησιά (Καλλάνησα), την οποία βάφτισαν Κ1-«ΑΒΕΡΩΦ». Ακολούθησε το, επίσης πετρελαιοκίνητο, σκάφος του Νώντα Τσιάμη από το Ξυλόκαστρο που προστέθηκε στο «στόλο» ως Κ2. Σύμφωνα με μια πρωτότυπη κωδικοποίηση που αντιστοιχούσε σε κατανομή αποστολών αντίστοιχη με το εκτόπισμα της κάθε μονάδας, Κ σήμαινε Καταδίωξη (καταδίωξη και μεταφορά τμημάτων), Μ=Μεταφορά, Ε=Επιβατηγό και Φ=Φορτηγό. Ήδη τον Μάιο, 6 καταδιωκτικά (Κ1-Κ6), 7 μεταφορικά (Μ1-Μ7) και 7 φορτηγά (Φ1-Φ7) συγκροτούσαν ένα άρτιο δίκτυο από την Ιτέα μέχρι το Λουτράκι και τα ανοιχτά της Πάτρας, διαθέτοντας νηολόγια, σύστημα επικοινωνίας (φωτιστικά σήματα, σήματα καπνού), τηλέφωνα και αποθήκες. Χάρη στη δράση του ΕΛΑΝ οργανώθηκαν λιμεναρχεία σε Γαλαξίδι (όπου το Αρχηγείο και η έδρα της Βρετανικής Στρατιωτικής Αποστολής), Αντίκυρα, Ερατεινή, Άγιο Σαράντη, Άγιο Ιωάννη Δομβραίνας, Αλυκή και Σκίνο. Με εξαίρεση τις ημέρες των γερμανικών εκκαθαριστικών επιχειρήσεων, ο κορινθιακός αποτελούσε εαμική λιμνοθάλασσα, και παρά τις συχνές καταστροφές σκαφών από γερμανικές περιπολίες, οι απώλειες ήταν μηδαμινές και τα σκάφη αναπληρώνονταν ταχύτατα.
Εκτός από τη συμμετοχή σε συμπλοκές και μάχες, σε συνεργασία με τα τμήματα του ΕΛΑΣ, το ΕΛΑΝ Κορινθιακού συνεισέφερε τα μέγιστα στη μεταφορά εφοδίων και τη μετακίνηση στελεχών από και προς την Αττικοβοιωτία και τη βόρεια Πελοπόννησο. Τα σκάφη του ΕΛΑΝ διαπεραίωσαν στην Πελοπόννησο τον Άρη Βελουχιώτη και την έφιππη συνοδεία του (22 Απριλίου) από την παραλία του Μαραθιά, καθώς και Εθνοσυμβούλους της Κυβέρνησης του Βουνού (ΠΕΕΑ) από τις περιοχές Μεγάρων, Λουτρακίου και Αιγίου σε τμηματικές νυχτερινές αποστολές. Η φήμη του ΕΛΑΝ έφτασε σε όλο το «εθνικό» αντιστασιακό στρατόπεδο. Τα μεσάνυχτα της 3ης Οκτωβρίου, πριν ακόμα οι Γερμανοί εκκενώσουν την Ιτέα, οι εκπρόσωποι  της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας που ταξίδευε από την Φωκίδα στην Αττική (Θεμιστοκλής Τσάτσος, Παυσανίας Κατσώτας, Γιάννης Ζεύγος, Οδυσσέας Παπαμαντέλος) επιβιβάστηκαν στη «ναυαρχίδα» Κ1 και «αναπαυόμενοι κατά την διάρκειαν του πλου», έφτασαν περνώντας μέσα από γερμανικά περιπολικά τις πρωινές ώρες στον όρμο του Αγίου Ιωάννη[4]. Λίγο αργότερα, ισχυρή δύναμη του ΕΛΑΝ εισερχόταν πρώτη στο ελεύθερο Αίγιο και εγκαθιστούσε προσωρινό λιμεναρχείο στην Πάτρα[5]. Στην Απελευθέρωση η ΙΙΙ Μοίρα Κορινθιακού-Σαρωνικού-Ευβοϊκού, όπως είχε μετονομαστεί με απόφαση της Γραμματείας Στρατιωτικών της ΠΕΕΑ, αποτελούσε μια από τις καλύτερα οργανωμένες μονάδες του ΕΛΑΝ στην Ελλάδα. Η δύναμή της ανερχόταν σε 27 σκάφη διαφόρων τύπων και 1.200 άνδρες, κατανεμημένους σε δέκα ναυστάθμους (Αντίκυρα, Μαραθιάς, Ερατεινή, Γαλαξίδι, Άγιος Ιωάννης, Αλεποχώρι, Σκίνος, Ηραίο, Άκολη και Λόγγος Πατρών), ενώ πραγματοποίησε άθλο στα Δεκεμβριανά, όταν διαπεραίωσε 3.150 υποχωρούντες ΕΛΑΣίτες από τη Μεγαρίδα στο Γαλαξίδι, μέσα σε τρία μόλις εικοσιτετράωρα[6]. Το περίφημο ως τις μέρες μας εμβατήριο «Απ’ την Αντίκυρα προβάλλει ο Ζαχαριάς / και ξεμακραίνει το ΕΛΑΝίτικο καράβι» είναι ενδεικτικό της τεράστιας φήμης που είχε αποκτήσει το αντάρτικο ναυτικό του Κορινθιακού ως ιδιαίτερο κεφάλαιο του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα 1941-1944.



[1] Για την προσωπική διαδρομή του Ζαχαριά και αναλυτικά, τη δράση του ΕΛΑΝ Κορινθιακού, βλ. Κώστας Γεωργιάδης, Ο καπετάν-Ζαχαριάς-ΕΛΑΝ-Αντίκυρα. Αυτοέκδοση, Αθήνα 2000.
[2] Εφ. Ο Εκδικητής. Όργανο της V Ταξιαρχίας Αττικοβοιωτίας-Εύβοιας του ΕΛΑΣ, φ. 16/9.4.1944.
[3] Γεωργιάδης, ό.π., σ. 172.
[4] Θ.Δ. Τσάτσος, Αι Παραμοναί της Απελευθερώσεως. Εκδοτικόν βιβλιοπωλείον «Το Νομικόν», Αθήναι 1950, σ. 117.
[5] Γεωργιάδης, ό.π., σ. 398-399.
[6] Γεωργιάδης, ό.π., σ. 437.

Γεωμετρική αντιπρόοδος

Προχωρωντας στην ευθεια
καποιες στιγμες χαραζεις εναν κυκλο στο χαρτι
στριβοντας, αναλογα τι ανθρωπος εισαι, το μολύβι ειτε προς τα πανω (αν θες να χτισεις) ή προς τα κατω (αν θες να σκαψεις).
Η μυτη του μολυβιου πηγαινει αργα ή νευρικα ή τρεμάμενα ή σταθερά
η ακτίνα του κύκλου συνάρτηση της αντοχής του μολυβιου.
Μοιραια
η μυτη κλεινει τον κυκλο στο σημειο απο οπου ξεκινησε.
ο κυκλος κλεινει εκει που ανοιξε
Και για να συνεχισεις την ευθεια, πρεπει
να παρακαμψεις τον κυκλο που εχει γινει θεορατη σφαιρα και εμποδιζει πλεον την ορατοτητα
Με ενα μολυβι επ ωμου.
Στα σχηματα ημουν καλος, στα μολυβια επισης.
Στο περπατημα μετριος (βαδιζω στραβα)
Στην γραμμικη αντιληψη της ιστοριας θεος
Μα στις παρακαμψεις ανημπορος...

Εντεκα βηματα

Καποτε με κλωτσησαν στο στομαχι, εγραψα ενα δοκιμιο για το ποδοσφαιρο
Μετα με πυροβολησαν στο κεφαλι, εγραψα ενα βιβλιο για εκτελεσεις
Τωρα με θαβουν σε μια φυλακη, γραφω τσιτατα σε μικρες μπαλες χαρτιου και τις περναω στο κελι του διπλανου μου

Αν αθροισεις τα φρουτα των εμπνευσεων μου
θα δεις
πως ειμαι ενας τερματοφυλακας
σε μονιμη κατασταση πεναλτι

Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2012

Ο πόλεμος

"Οφείλω να ομολογήσω, χωρίς καμία ντροπή πως έχω σιχαθεί τον πόλεμο. Η δόξα δεν είναι παρά το φέγγος του φεγγαριού και ακόμα και οι μεγαλύτερες νίκες επιτυγχάνονται πάνω σε πτώματα και ακρωτηριασμένα κορμιά, με τον πόνο και τον θρήνο των οικογενειών που βρίσκονται μακριά και φτάνουν σε μένα, παρακαλώντας για αδελφούς, συζύγους και πατεράδες...Μόνο αυτοί που δεν έχουν ακούσει ποτέ στη ζωή τους πυροβολισμό ή τις οιμωγές των τραυματιών, κραυγάζουν ολοένα και πιο δυνατά για περισσότερο αίμα, περισσότερη εκδίκηση, περισσότερη καταστροφή".
(William Tecumseh Sherman, στρατηγός της Ένωσης στον Αμερικανικό Εμφύλιο Πόλεμο, κάτοχος της φήμης του σκληρού πολεμιστή, 1864)

Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2012

Περί σχολικών εγχειριδίων

Οι διαμάχες γύρω από τα ιστορικά εγχειρίδια εντάσσονται στους συμβολικούς πολέμους της δεκαετίας του 1990. Θα ήταν ίσως κοινότοπο αν λέγαμε πως το διδακτικό βιβλίο είναι αντανάκλαση της κοινωνίας που το παράγει. Πολύ σπάνια γίνεται όχημα νεωτερικών ή εκσυγχρονιστικών αντιλήψεων, κατά βάση είναι αγωγός μετάδοσης της κυρίαρχης ιδεολογίας της εποχής του, των αρχών εξουσίας και κοινωνικού ελέγχου[1], κάνοντάς μας να αναρωτιόμαστε μονίμως αν η σχολική ιστορία υπακούει στους κανόνες της ιδεολογίας ή της επιστήμης. Αυτό το αντικαθρέφτισμα της κυρίαρχης ιστορικής κουλτούρας στους αξιολογικούς κώδικες του παρελθόντος, κάνει κάθε προσπάθεια συγγραφής νέων εγχειριδίων ιδεολογικό διακύβευμα, με αναπόφευκτους πολιτικούς κραδασμούς.
Από τη δεκαετία του ’60 μέχρι σήμερα, οι παιδαγωγοί που μελέτησαν την διδακτική της ιστορίας στο σχολείο ασχολήθηκαν με αυτό που θα ονομάζαμε καλύτερες δυνατότητες πρόσληψης της ιστορικής γνώσης. Στα πλαίσια αναζήτησης της «καταλληλότητας» των ηλικιών, επιχείρησαν να προσδιορίσουν σε ποια ακριβώς  ηλικία ένα παιδί μεταβαίνει από την περιγραφική στην επεξηγηματική σκέψη. Παιδαγωγοί της σχολής του Piaget, όπως ο Roy Hallam, διαπίστωσαν πως η διδασκαλία της ιστορίας στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση δεν είναι αποτελεσματική όταν το μάθημα έχει αφηρημένη μορφή, εμπλέκει πολλές παραμέτρους και προσλαμβάνει εννοιολογικό χαρακτήρα. Στον αντίποδα, οι θιασώτες της ψυχοδυναμικής, όπως ο Jerome Bruner, οι οποίοι πρότειναν να μετατοπιστεί η μαθησιακή πρακτική από το γνωστικό περιεχόμενο στην κατανόηση μηχανισμών μάθησης, δηλαδή να βρεθούν οι κατάλληλες φόρμουλες προσπέλασης της ιστορικής γνώσης, χωρίς να ακολουθείται τυφλά ένα θετικιστικό ιστοριογραφικό παράδειγμα. Στην πορεία των ετών, αυτές οι σκέψεις κατέληξαν να συνδέσουν την νόηση με τη γλωσσική ικανότητα, ενώ έρευνες επί του πεδίου κατέδειξαν και καταδεικνύουν πως το μάθημα της ιστορίας αφομοιώνεται καλύτερα από τα παιδιά, όταν η διδασκαλία δεν επικεντρώνεται σε γεγονότα και χρονολογίες αλλά προωθεί την καλλιέργεια της αφηρημένης σκέψης και της εκμάθησης σύνθετων εννοιών. Τέτοιες έννοιες, σύμφωνα με την έρευνα του Martin Booth (1978), θα μπορούσαν να είναι «αυτοκρατορία», «διάκριση», «ανεξαρτησία», «αποικιοκρατία» και «καπιταλισμός». Η σύγχρονη παιδαγωγική επιστήμη προσδίδει πρωταρχική σημασία στην ενσυναίσθηση, την κατανόηση ιδεών και εννοιών, την δημιουργική φαντασία και την ερμηνεία, παίρνοντας ως δεδομένο πως η δυνατότητα ενός μαθητή να διαχειριστεί ιστορικές έννοιες βρίσκεται σε άμεση εξάρτηση με τα ερεθίσματα που προσλαμβάνει από το οικογενειακό, κοινωνικό και πολιτιστικό του περιβάλλον. Συμπερασματικά, όπως το έθεσε ο Γιώργος Κόκκινος, «από κοινού γνωστικοί ψυχολόγοι και ιστορικοί τονίζουν πλέον ότι η ανάπτυξη της ιστορικής σκέψης των παιδιών είναι ευθέως ανάλογη της ενεργοποίησης του ενδιαφέροντός τους, της εκμάθησης τεχνικών απομνημόνευσης, της επαρκούς γνώσης του σύγχρονου κόσμου», με δυο λόγια της ενεργότερης εμπλοκής τους σε μια συνολική μαθησιακή διαδικασία[2]. Στον αντίποδα αυτής της σχολής σκέψης στέκονται, λιγότερο ή περισσότερο διαλλακτικοί συνήγοροι της διατήρησης μιας αναπαλαιωμένης «εθνοκεντρικής-εθνικιστικής ιστορίας» η οποία συνιστά ένα ολόκληρο παιδαγωγικό παράδειγμα. Είναι λάθος να την ταυτίζουμε μόνο με τα στερεότυπα, γιατί αυτή η ταύτιση είναι δομημένη με ένα συγκεκριμένο τρόπο. Αντλεί τη νομιμοποίησή της από την ανάγκη να μάθουν τα παιδιά τη μεγάλη αφήγηση, τα γεγονότα, τις χρονολογίες και τα πρόσωπα. Αντιπροτείνει με δυο λόγια μια γραμμική ιστορία στην οποία ξεχωρίζουν ορισμένα φωτεινά σημεία, έμφορτα αξιολογικών προσήμων. Εκτός του ότι μια τέτοια αντίληψη αποκλείει τεράστιες εκτάσεις συλλογικής μνήμης από τη συζήτηση, εμποδίζει την κριτική πρόσληψη του παρελθόντος, δηλαδή της μελέτης των αντιθέσεων και των ομοιοτήτων ανάμεσα σε λαούς, κοινωνίες, πολιτισμούς και συλλογικές συμπεριφορές, χωρίς αξιολογικά πρόσημα, περιούσιους λαούς ή «εθνικές» ιεραρχήσεις στη δομή της σχολικής ύλης.
Το πρόβλημα της επάρκειας ή της ποιότητας της εκπαίδευσης έχει τόσο πολύ μεταλλαχθεί στην εποχή μας, ώστε θα κομίζαμε γλαύκαν εις Αθήνας αν μέναμε στην επισήμανση του εθνοκεντρισμού. Θα είχαμε επίσης λάθος, αν θεωρούσαμε το φαινόμενο της εθνικής μονομέρειας στην ανάγνωση του παρελθόντος, απλή καταστατική αρχή του αναλυτικού προγράμματος των υπουργείων παιδείας, είτε έλλειψη αποτελέσμα μόνο μιας κακής και ανεπαρκούς διδασκαλίας. Όπως το έθεσε ο Γιώργος Κόκκινος, η ιστορία αποτελεί από μόνη της έναν «μηχανισμό απόσβεσης άγχους που προξενεί η αδυναμία πρόβλεψης του μέλλοντος»[3]. Όταν αντιμετωπίζεις ένα οδυνηρό μέλλον ζώντας σε ένα ασαφές παρόν, το παρελθόν λειτουργεί ως ιδανικό πλαίσιο ασφάλειας και μοιραία εξιδανικεύεται. Ακόμα κι οι λιγότερο σχετικοί με την ακαδημαική ή δημόσια εκδοχή της ιστορίας αντιλαμβάνονται πως αυτό είναι ένα δείγμα παθογένειας της ελληνικής κοινωνίας και ταυτόχρονα μια απόδειξη ισχυροποίησης της συντηρητικής σκέψης στη χώρα[4].
Ποιο όμως είναι το ζητούμενο στο μάθημα της ιστορίας; Θα έβαζα ως πρωταρχικό ζητούμενο την αντίληψη της ιστορικότητας, δηλαδή την σωστή διαχείριση του χρονικού ορίζοντα, τη διάκριση και τον συσχετισμό παρόντος-παρελθόντος. Δεύτερο και δυσκολότερο, η αντίληψη και αποδοχή της ετερότητας. Το μάθημα της ιστορίας είναι το ισχυρότερο φάρμακο κατά της μισαλλοδοξίας, ένα κανάλι σκέψης το οποίο μας προφυλάσσει από γοητευτικές αλλά παραπλανητικές απολυτότητες και μοναδικές αλήθειες. Η δοσολογία αυτού του φαρμάκου θα πρέπει να αυξάνεται σταδιακά, όσο ανεβαίνουμε τις σχολικές βαθμίδες. Εννοώ πως αν καταφέρουμε ένα παιδί του δημοτικού να αντιληφθεί τι σημαίνει χρονική ετερότητα (πώς ήταν η ζωή των ανθρώπων 1.000 ή 200 ή 50 χρόνια πριν), θα έχουμε ανοίξει το δρόμο σε επόμενο στάδιο για την κατανόηση όλων των ετεροτήτων –τοπικών, πολιτιστικών, ιδεολογικών, ώστε να φτάσουμε στο διάλογο με «τον άλλον, το άλλοτε και το αλλού». Η έλλειψη αυτού του διαλόγου με τη διαφορετικότητα –είτε αφορά τα κυβερνητικά ανακτοβούλια είτε τον εξωραιστικό σύλλογο Άνω Ράχης– είναι εντυπωσιακά, όσο και τραγικά, ορατή στην εποχή μας.



[1] Χριστίνα Κουλούρη, Ιστορία και Γεωγραφία στα ελληνικά σχολεία (1834-1914). Γνωστικό αντικείμενο και ιδεολογικές προεκτάσεις. Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας/Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς. Αθήνα 1988, σ. 9. Γεράσιμος Κουτσουράκης, «Η συμβολή των Μεταξικών Αναγνωστικών του ΟΕΣΒ και των Αναγνωστικών της ΠΕΕΑ στη διαμόρφωση της «σχολικής ιστορικής γνώσης» (1939-1944): Μια ιστορικοσυγκριτική-κοινωνιολογική προσέγγιση». Θέματα Ιστορίας της Εκπαίδευσης. Ατραπός, τχ. 6-7 (Άνοιξη-Φθινόπωρο 2007), σ. 103-132 (103).
[2] Γιώργος Κόκκινος, Από την ιστορία στις ιστορίες. Προσεγγίσεις στην ιστορία της ιστοριογραφίας, την επιστημολογία και τη διδακτική της ιστορίας. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 1998, σ. 297-311.
[3] Κόκκινος, ό.π., σ. 317.
[4] Μαρία Ρεπούση, «Εμείς δε λέμε ότι η διδασκαλία της ιστορίας πρέπει να πάρει διαζύγιο από την εθνική ταυτότητα». Συνέντευξη στον Απόστολο Χατζηπαρασκευαίδη, 16.10.2011 (http://varimanna.blogspot.com/2011/10/blog-post_5283.html).

«ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-Πολυτεχνείο», «ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-Μελιγαλάς»: Το ΕΑΜ στην πολιτική μνήμη και συνθηματολογία

Σύμφωνα με τον Εμίλ Ντυρκέιμ, η ενασχόληση με την κοινωνική μνήμη υπαγορεύεται από την ανάγκη κάθε κοινωνίας να επιδεικνύει και να επιζητεί μία αίσθηση συνέχειας με το παρελθόν. Η «συλλογική ενθύμηση» των κοινωνιών υποστασιοποιείται μέσα από μια αμφίδρομη διαδικασία: αφενός παρέχει τα απαιτούμενα πλαίσια κοινωνικής ταύτισης και με τη σειρά της μεταπλάθεται από τις τρέχουσες πολιτικές, κοινωνικές και πολιτισμικές πραγματικότητες, αφού –ασφαλώς– δεν έχει (και δεν θα είχε) νόημα να εξετάζουμε τη «μνήμη» και τα σύμβολα αν δεν αναγνωρίζαμε κάποια συνάφεια με το παρόν ή κάποια επίδραση σε ό,τι μας απασχολεί στην επικαιρότητα.
Τα εβδομηκοστά γενέθλια του «Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ)», στη συγκυρία μιας παρατεταμένης πολιτικής κρίσης, μας καλούν να στοχαστούμε πάνω στην αγωνία μιας προβληματισμένης (και προβληματικής;) κοινωνίας να βρίσκεται σε επαφή με  το ηρωικό παρελθόν της θέτοντας ακατάπαυστα ερωτήματα πάνω σε αυτό. Το ΕΑΜ παρέμενε σταθερά σημείο αναφοράς τόσο στην συνθηματολογία της Αριστεράς όσο και στο κυνήγι μαγισσών της δεξιάς που στη δεκαετία του ’60 έβλεπε ακόμα και πίσω από τα πρώτα μνημόσυνα εκτελεσμένων αντιστασιακών, πιθανή «επανάληψη των δεκεμβριανών σφαγών». Είναι προφανές πως τα βίαια «σκισίματα» στο ιστορικό συνεχές, όπως οι πόλεμοι (και ιδίως οι εμφύλιοι) και οι επαναστάσεις, ανάγονται αυτόματα σε μύθους με ισόβια αντοχή στη συλλογική μνήμη. Όπως θα προσπαθήσουμε να αποδείξουμε και παρακάτω, πίσω από αυτή την αντοχή κρύβεται ένα είδος συλλογικού ανικανοποίητου, αφού «για εκείνους που γεννήθηκαν αργότερα, το παρόν μοιάζει σαν περίοδος πτώσης στην ανία μιας μετα-ηρωικής εποχής, σα μια παρατεταμένη κατάσταση κρίσης, σαν προσμονή –επιδιωκόμενη ή απευχόμενη– μιας νέας έκρηξης» .


Η αυθόρμητη γέννηση ενός εμβληματικού συνειρμού

Ο πρώτος εορτασμός του Πολυτεχνείου το 1974 γέννησε έναν ολόκληρο προβληματισμό σχετικά με τις πολιτικές και κοινωνικές συντεταγμένες της εξέγερσης. Η «αναζήτηση ταυτότητας» ενός γεγονότος που ήταν εξαιρετικά νωπό για να μη συγκινεί ή να μη διχάζει δεν ήταν αυτονόητη διαδικασία. Επιδιώκοντας να μεταφέρουν αυτούσιο το πολιτικό φορτίο της αντιδικτατορικής πάλης στο εξομαλυμένο σκηνικό της Μεταπολίτευσης, οι μοναδικοί εχέγγυοι φορείς του εορτασμού –οι φοιτητές–, αναζητούσαν, όπως και στην περίοδο της Χούντας, μέσα από ιστορικά παράλληλα και συνάφειες τον χρονικό εντοπισμό της έναρξης ενός αυτοδύναμου, υπερκομματικού, αριστερού κινήματος, ένα είδος δικαιωτικού μύθου και συνάμα έναν εναλλακτικό τρόπο μνημόνευσης. Στις θυελλώδεις συζητήσεις γύρω από τον προσφορότερο τρόπο εορτασμού της επετείου, οι αριστεριστές αμφισβήτησαν έντονα την διαλλακτική θέση της ΚΝΕ για μεταφορά του εορτασμού μια βδομάδα μετά, όπως είχε ορίσει η κυβέρνηση Καραμανλή σύμφωνα με το σχεδιασμό της για εκλογές ανήμερα (17 Νοεμβρίου 1974): «Εμείς λέγαμε ότι θα κάνουμε την Παρασκευή στις 15 του μήνα την επέτειο του Πολυτεχνείου διότι δεν είναι «κινητή γιορτή»…Γίνεται λοιπόν ένας τεράστιος καυγάς για το πριν ή το μετά…Είχαμε έδρα μας το Πολυτεχνείο, το κτίριο της Αρχιτεκτονικής. Νομίζω ότι εκεί τα δώσαμε όλα…Θεωρούσαμε ότι κλέβουνε τους νεκρούς […] Αποφασίσαμε η πορεία, για να συνδεθεί το Πολυτεχνείο με την Αντίσταση, να καταλήξει στο σκοπευτήριο της Καισαριανής. Την Παρασκευή στις 15 ήταν η τελευταία προεκλογική ομιλία του Καραμανλή στο Σύνταγμα κι εμείς ανεβαίναμε την Αλεξάνδρας και νομίζαμε ότι θα ήμασταν χίλιοι άνθρωποι. Θυμάμαι, καθόμουνα στο διάζωμα της Αλεξάνδρας για να κοιτάω από κάτω –ήτανε κι ανηφορίτσα– και ήτανε μεγάλη η χαρά μου γιατί μ’ όλο αυτό τον πόλεμο, ήμασταν καμιά εικοσαριά χιλιάδες –ήμασταν πολλοί. Και καταλήγουμε στο σκοπευτήριο. Ο Δημήτρης ο Καμπερίδης, με κείνη την ωραία του βαθιά φωνή, είπε τους νεκρούς. Και ξαφνικά (δεν ξέρω πώς τα ερμηνεύει η ιστορία, εγώ πίστευα πάντα στο αυθόρμητο των πραγμάτων) βγήκε αυτό το σύνθημα. Μπορώ να σου εγγυηθώ ότι δεν ήταν γραμμή κανενός…Λες και οι ψυχές ολωνών το βγάλανε. Κι άρχισε να φωνάζει από κάτω ο κόσμος –και θυμάμαι εγώ ήμουνα δίπλα στο Δημήτρη πάνω εκεί που διάβαζε τους νεκρούς– και βγήκε το σύνθημα «ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-Πολυτεχνείο». Εντελώς, εντελώς μόνο του! Τι να σου πω τώρα…Το υπέβαλε ο τόπος; το υπέβαλε η ώρα;…Δεν ξέρω…».  Το σύνθημα «έπιασε». Το ίδιο και τα αντάρτικα που ήδη είχαν γίνει «must» στις φοιτητοπαρέες. Δεν ήταν απλώς ζήτημα αυτοπροσδιορισμού. Με τρεις λέξεις, η γενιά του Πολυτεχνείου μιλούσε (και) εξ ονόματος της γενιάς της Κατοχής –τότε θαμμένης κάτω από μια τριαντάχρονη επιβεβλημένη σιωπή– αναλαμβάνοντας με τη γενναιοδωρία και το νεανικό της «θράσος» να διεκδικήσει διαχρονικά την αποκατάσταση όλων όσων είχαν παλέψει για την δημοκρατία σε αυτό τον βασανισμένο τόπο.
Τα δύο συνδυασμένα ορόσημα της αριστερής κληρονομιάς ανασύρθηκαν εκ νέου από το χρονοντούλαπο κατά τη διάρκεια των κινητοποιήσεων εναντίον των βομβαρδισμών του ΝΑΤΟ στη Σερβία το 1999, οπότε και συμπληρώθηκε με βάση τη δεδομένη συγκυρία: «…Έτσι πολεμάμε του ΝΑΤΟ το σφαγείο». Σήμερα, το «ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-Πολυτεχνείο» αποτελεί ένα από τα πιο καθιερωμένα αλλά και διαπαραταξιακά συνθήματα της Μεταπολίτευσης, καθώς ακούγεται σε συγκεντρώσεις και πορείες όλου του αριστερού φάσματος, από την ΚΝΕ μέχρι τις αντιρατσιστικές ομάδες. 
Ένα πηγάδι που υδροδοτείται μόνιμα…
Αρχές της δεκαετίας του ’80. Το βάρος του «καυτού» εμφυλιακού παρελθόντος αισθητό και στα φοιτητικά αμφιθέατρα όπου αντιπαρατίθενται από τη μια η «ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος Β’ Πανελλαδική» ή/και η εξέλιξή τους, οι «Αριστερές Συσπειρώσεις» και λοιπές εξωκοινοβουλευτικές ομάδες, και από την άλλη η τότε ταχέως αναπτυσσόμενη ΔΑΠ-ΝΔΦΚ/ΟΝΝΕΔ, με Ρέιντζερς, Κένταυρους και λοιπές «ομάδες κρούσης». Όταν οι πρώτοι έβριζαν τους δεύτερους «ΔΑΠίτες-Χίτες-Ταγματασφαλίτες», οι δεύτεροι, παραδόξως για την κοινή λογική υιοθετούσαν το σύνθημα αυτό, για να τονίσουν αυτάρεσκα την ταυτότητα της «μαχητικής εθνικοφροσύνης», που οι πρώτοι τους απέδιδαν ως βρισιά και ως μομφή. Δηλαδή τα ΟΝΝΕΔόπουλα φώναζαν “Ζήτωσαν οι Χίτες, οι ταγματασφαλίτες, ζήτω η ΟΝΝΕΔ και οι ΔΑΠίτες“, και τα τοιαύτα και έπαιρναν την απάντηση «ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-Μελιγαλάς», σε μια ενδιαφέρουσα «γηπεδική» συνομιλία πάνω στην πρόσφατη (1982) απόφαση του ΠΑΣΟΚ να αναγνωρίσει επίσημα την ΕΑΜική Εθνική Αντίσταση .
Η γνωστή και μη εξαιρετέα μαζική σφαγή ταγματασφαλιτών και κατοίκων της μεσσηνιακής κωμόπολης του Μελιγαλά στις 17 Σεπτεμβρίου 1944 από τον ΕΛΑΣ, διέθετε όλες τις προϋποθέσεις συμβολοποίησης και ήταν αναπόφευκτο να αναδειχθεί σε διαχρονικό «τοτέμ» της δεξιάς παράταξης, κυβερνητικής ή μη, για ολόκληρες δεκαετίες. Η συμβολική δύναμη αυτού του «τοτέμ» άντεξε όσο άντεξε και η νομιμότητα ενός μετεμφυλιακού καθεστώτος έκτακτης ανάγκης. Η αναψηλάφιση του πρόσφατου παρελθόντος, έως τότε μονοσήμαντου και μονοδιάστατου, έφερε τα πρώτα ρήγματα στον απόλυτο μύθο και σήμανε την ταχεία συρρίκνωση της όποιας αποδεικτικής ισχύος του. Το νεόκοπο σύνθημα «ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-Μελιγαλάς» και οι αναφορές σε «Πηγάδες που δεν έκλεισαν ακόμα», αντιπροσωπεύουν ένα νέο επίπεδο σε αυτό που θα λέγαμε «αναζήτηση νοήματος»: Η επίσημη (κυβερνητική) διαδικασία ηθικής αποκατάστασης της ΕΑΜικής γενιάς συνοδεύτηκε από μια (υπερ)προβολή της «στιλπνότητας» και του δικαίου των  αγώνων της τελευταίας, προτιμώντας να αφήσει στο σκοτάδι κάθε τι που θα πρόσβαλλε την ευρεία κοινωνική και πολιτική συναίνεση την οποία εν τέλει επιδίωκε αυτή η αποκατάσταση. Μετά το χάος μιας τριαντάχρονης (αυτό)λογοκρισίας που άφηνε περισσότερα ερωτηματικά για το τότε παρά για το τώρα, ο πρωτοπόρος εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας της Αριστεράς έπρεπε να θεσμοποιηθεί ως το ελάχιστο κοινό έδαφος πάνω στο οποίο θα όφειλαν έκτοτε να συνομιλούν τα πολιτικά κόμματα ή οι διάφορες κοινωνικές ομάδες. Όταν αυτή η συναίνεση κλονίστηκε, κλονίστηκε και η ανάγκη να αναφερόμαστε σε ένα πολιτικά «ορθό» παρελθόν. Αναζητώντας ήρωες και νομιμοποιημένους τρόπους έκφρασης μακριά από «ιερές αγελάδες» του παρελθόντος, η άκρα Αριστερά έκρινε πως η εγγενής, άρα δικαιολογημένη, βία ενός εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος –στην προκειμένη περίπτωση του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ– προσέφερε ένα νέο, μάλλον προνομιακότερο πεδίο άντλησης παραδείγματος, ένα ιδανικό ιδεολογικό οπλοστάσιο. Με άλλα λόγια, από τη στιγμή που η μνήμη της Εθνικής Αντίστασης δεν επαρκούσε πια ως πολιτικό επιχείρημα, «ανασύρεται από τη λήθη [ο εμφύλιος], διότι ως διαιρετικό γεγονός μπορεί να ενισχύσει μια πολιτική ταυτότητα η οποία θέλει να είναι ανταγωνιστική με το υπάρχον κοινωνικό-πολιτικό σύστημα, μπορεί να επιβεβαιώσει το επαναστατικό παρελθόν και να ευθυγραμμιστεί με τη σύγχρονη ριζοσπαστική ρητορική της» .
Τα γεγονότα του Μελιγαλά, «ταμπού» για τις μικρές κοινωνίες και ταυτόχρονα ναρκοπέδιο για την ιστορική επιστήμη, απογυμνώθηκαν από την νομοκατεστημένη ερμηνεία τους και φορτίστηκαν εντελώς διαφορετικά χωρίς ωστόσο να θιγεί καθόλου ο κεντρικός νοηματικός τους πυρήνας: η ανεξέλεγκτη βία.  Για να δανειστούμε μια έκφραση του Αντώνη Λιάκου, το «επαναστατικό δίκαιο» του ΕΑΜ στην Κατοχή, ζήτημα ακόμα ορθάνοιχτο σε όλες τις ερμηνείες, μοιάζει σήμερα με μια από εκείνες τις «ιστορίες του παρελθόντος […] που πέθαναν βίαια και η εκδίκηση τις κρατά ζωντανές για χρόνια» . Ένα «παθητικό» στο παρελθόν της Αριστεράς που για χρόνια έθρεφε τον προπαγανδιστικό λόγο της αντιδραστικής δεξιάς δίνει ιστορικό άλλοθι για την ανάληψη «πολιτικής ευθύνης» σε ενδεχόμενες βίαιες εκτροπές του παρόντος. Το «ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-Μελιγαλάς» ίσως είναι κάτι παραπάνω από τεκμήριο έκπτωσης του σύγχρονου πολιτικού λόγου, είναι μια αναδρομική, ανορθόδοξη ίσως, εκδίκηση όσων αισθάνθηκαν κάποια στιγμή πολιτικά ηττημένοι, μια ρεβάνς για λογαριασμό των περιθωριοποιημένων γενεών της τελευταίας πεντηκονταετίας. Οι πιτσιρικάδες που επιλέγουν για ψευδώνυμο στο facebook ονόματα όπως «Kostas Meligalas» εντάσσονται σε μια νεανική κουλτούρα που αμφισβητεί την εκάστοτε εξουσία με χιούμορ, εικονοκλαστική διάθεση και αυτό που ένας ερευνητής θα ονόμαζε «πολιτιστικά αποθέματα του αποκλεισμού» .
Τα ανατρεπτικά παραδείγματα που ταξιδεύουν από μια φαινομενικά μακρινή εποχή φορτίζοντας μόνιμα τον δημόσιο λόγο (και ειδικά αυτόν του πεζοδρομίου), ενισχύουν μια υπόγεια «αντιδεξιά» ταυτότητα που δεν έχει μικρότερη αξία ή σημασία από την δράση ομάδων ή κομμάτων. Η χαρακτηριστικά μικρή ηλικία των ατόμων που εμπνέονται από συμβολικούς τόπους, όπως το αντάρτικο του ΕΛΑΣ, είναι βασική συνιστώσα μιας διαδικασίας καθαρά πολιτικής μέσα από την οποία τα υποκείμενα διαμορφώνουν και διαμορφώνονται συνεχώς. Όπως μέσα από την «φωτεινή» επίκληση του δημοκρατικού-συναινετικού «ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-Πολυτεχνείο», έτσι και μέσα από την «σκοτεινή», διχαστική επίδραση του «ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-Μελιγαλάς», αντιλαμβανόμαστε πως «μέσα από τη μεταβίβαση της μνήμης όλο και περισσότερα άτομα αισθάνονται ή φαντάζονται ότι μοιράζονται μια κοινή ταυτότητα στην οποία η απόσταση ανάμεσα στο γεγονός ή την εμπειρία και την αναπαράσταση ή αφήγηση του είναι αρκετά μικρή. Αυτή η διαδικασία έχει σαν αποτέλεσμα όλο και περισσότερα άτομα να θεωρούν εμπειρίες ή γεγονότα που συνέβησαν πολύ πριν αυτά ενταχθούν σε μια ομάδα ή συλλογικότητα ως κομμάτι του δικού τους παρελθόντος» . Μιλώντας θεωρητικά, η προβολή του «ενεργού» παρελθόντος στο παρόν αποδεικνύει πως η «κοινωνική μνήμη», με την αναπόφευκτη επιλεκτικότητα, τις μυθοπλασίες και το φαντασιακό της περιτύλιγμα καθορίζει πολιτικές στάσεις, πυροδοτεί αντιπαραθέσεις και ανασυνθέτει μόνιμα τόσο τη βιωμένη, όσο και την αντιληπτή εμπειρία των ανθρώπων. Πριν ακόμα το ΕΑΜ εγκατασταθεί στα μουσεία και τις σχολικές αίθουσες, επιστρέφει ως ζωντανό κύτταρο της σύγχρονης πολιτικής κουλτούρας, ακόμα και ως δεξαμενή ιδεών για την ανατροπή του συστήματος. Αν κάποτε ποινικοποιηθούν οι γενειάδες και τα στρατιωτικά χιτώνια, θα ισχυριστούμε πως, ναι, κάποτε η ιστορία επαναλαμβάνεται. Ως φάρσα;…
 

Ελληνικος Λαικος Απελευθερωτικος Στρατος

ΕΛΑΣ 2/39 Σύνταγμα  Προς Βρετανικήν Στρατιωτικήν Αποστολήν  

Επί από 18/8/43 τηλεγραφήματός σας αφορώντος επιστροφήν εκ μέρους ημών μεμισθωμένων κτηνών, παρατηρώ: ουδέν δικαίωμα έχετε εις ανάμιξην ζητημάτων καθαρώς εσωτερικής φύσεως. Τα καθήκοντα του συνδέσμου, συμφώνως προς το συμφωνητικόν δεν προβλέπουν παρεμβατισμούς τοιούτους, οι δε Έλληνες δεν είναι ούτε Ζουλού ούτε Κάφροι. Ανακαλείσθε εις περιορισμόν επί των καθηκόντων σας ως συνδέσμου, τα οποία λίαν εσκεμμένως αποφύγατε μέχρι σήμερον […] Εις περίπτωσιν μη επακριβούς συμμορφώσεώς σας, θέλω εφαρμόση αυστηρότατα τους διεθνείς κανονισμούς παραμονής αλλοδαπών εις εμπόλεμον κράτος και δη εις την ζώνην των πρόσω. 31/8/43. Κ. Αναργύρου Σ/ρχης. 

Ο «Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός (ΕΛΑΣ)» είναι μια από τις περιπτώσεις της νεοελληνικής ιστορίας για τις οποίες πρέπει να αισθανόμαστε δυστυχείς που δε διαθέτουμε πλήρη αρχεία. Σίγουρα θα είχαμε ευκρινέστερη εικόνα γύρω από τη θέληση του ΕΛΑΣ να ασκήσει εξουσία παραμερίζοντας κάθε αντίπαλο δέος, όπως μας επιτρέπει να διαπιστώσουμε και το παραπάνω «αυθάδες», ως σήμερα αδημοσίευτο, τηλεγράφημα προς τους Βρετανούς.        
Μετά από ένα χρόνο αναγνωριστικών ενεργειών και βεβιασμένων εξεγέρσεων (Δράμα, Κιλκίς, Νιγρίτα), το ΚΚΕ κατέβαλε ορθολογικότερες προσπάθειες για αναζωπύρωση των ένοπλων εστιών αντίστασης, αυτή τη φορά συνδέοντας άμεσα  το ένοπλο υποκείμενο με την ευρύτερη πολιτική ατζέντα του ΕΑΜ. Όταν τον Φεβρουάριο του 1942 ιδρύθηκε ο ΕΛΑΣ, τα πρώτα οργανωτικά βήματα αφορούσαν πολιτικές παρά στρατιωτικές προπαρασκευές: μαζική διαφώτιση γύρω από την αναγκαιότητα της ένοπλης πάλης (συζητήσεις, προκηρύξεις, προπαγάνδα) και μια μάλλον αμήχανη στρατολογία αξιωματικών με βάση την πείρα στρατολογίας του στελεχιακού δυναμικού των πολιτικών οργανώσεων. Οι πρωτοπόροι επιλέχθηκαν μεταξύ των μαχητικότερων στελεχών των επαρχιακών αστικών κέντρων και οι ζυμώσεις  δε γίνονταν στα βουνά αλλά σε παράνομα ραντεβού στην Αθήνα. Η εξέγερση θα έπρεπε να «φυτευτεί» στην ύπαιθρο χωρίς να υπάρχει η απαιτούμενη τεχνογνωσία ούτε πολλοί τολμηροί εθελοντές.
Τέτοιος ήταν ο Αρης Βελουχιώτης, κατά κόσμον Θανάσης Κλάρας, με πλούσιο μητρώο κομματικής μαχητικότητας. Μολονότι η ομάδα του δε διεκδικεί την χρονική πρωτοπορία, η ενηλικίωση του ΕΛΑΣ ταυτίζεται –μάλλον δικαιολογημένα– με τη δική της διαδρομή. Η συνεισφορά του Βελουχιώτη και παράλληλα βάθρο του μύθου του, ήταν πως ανακάλυψε τις κατάλληλες φόρμουλες που θα αναβάθμιζαν τις σκόρπιες ομάδες σε μαζικό στρατό: εγκατέλειψε την επιλογή της αφάνειας με πανηγυρικές εμφανίσεις στα χωριά εξασφαλίζοντας, πρώτον, μέσα επιβίωσης  και, δεύτερον, την εμπιστοσύνη του κόσμου. Προχώρησε σε παραδειγματικές εκτελέσεις ληστών, συνεργατών του κατακτητή ή όσων μπορούσαν να εκληφθούν στις τοπικές κοινωνίες ως τέτοιοι. Τέλος, εξουδετέρωσε  συστηματικά τα ελληνόφωνα εκτελεστικά όργανα του κατοχικού κράτους (Αγροφυλακή, Χωροφυλακή), ενώ, όπως έχει αποδείξει ο Γιώργος Μαργαρίτης, με το επιδεικτικό άνοιγμα των αποθηκών της αγροτικής συγκέντρωσης άσκησε ένα είδος κοινωνικής πολιτικής που προσέδιδε πόντους στον αγώνα διεκδίκησης της εξουσίας. Η αντικατοχική ενεργοποίηση του αγροτικού κόσμου ήταν βέβαια εκπεφρασμένος στόχος των εαμικών οργανώσεων και όχι ατομική έμπνευση ενός ηγήτορα. Και η ειδοποιός διαφορά στην περίπτωση Βελουχιώτη δε βρίσκεται στις «υπερφυσικές» οργανωτικές του ικανότητες ούτε στις διαθεσιμότητες της ορεινής Ρούμελης. Βρίσκεται στην απολυτότητα με την οποία διατυπώθηκε η διάκριση εχθρών και φίλων, συνθήκη απαραίτητη στον ανταρτοπόλεμο, από τους Ισπανούς Guerilleros μέχρι τους Βιετκόνγκ. Αυτό το στοιχείο έκανε αγεφύρωτο το υφιστάμενο χάσμα ανάμεσα στην αντιστασιακή και τη δοσιλογική Ελλάδα και έβαλε τα πλαίσια ενός ολοκληρωτικού πολέμου στη λογική προάσπισης μιας justa causa χωρίς αντίστοιχη αναγνώριση ενός justus hostis.     
Επόμενο βήμα ήταν η υλοποίηση των εθνικοαπελευθερωτικών εξαγγελιών. Οι εμπλοκές με τους Ιταλούς σε Ρεκά, Κρίκελλο, Γοργοπόταμο και Μικρό Χωριό σε μια εποχή που ο κόσμος ακόμα δυσπιστούσε, φωτογράφιζαν μια εφικτή νίκη και πετύχαιναν ένα είδος συμψηφισμού ανάμεσα στις θυσίες στις οποίες θα όφειλαν να υποβληθούν οι χωρικοί και στο αίμα των εθελοντικά στρατευμένων παιδιών τους. Ο πόλεμος γινόταν υπόθεση όλης της κοινωνίας εμπεδώνοντας μια νέα συλλογικότητα, ενώ το σύστημα ποινών, με εκτελέσεις για ηθικά παραπτώματα ή λιποταξία –όρος καθόλου παράταιρος για εθελοντικά σχήματα–, ήταν ο δρακόντειος πολεμικός νόμος που ένωνε τη μοίρα ενόπλων και αόπλων. Όσοι επιμένουν σε μια ηθελημένα «πολιτική» ανάγνωση παρόμοιων πρακτικών, ας θυμηθούν ότι αντάρτες αρχηγοί υπεράνω «κομματικής» υπονοίας (π.χ. Ναπολέων Ζέρβας) δέσμευαν συχνά τους αμάχους της επικράτειάς τους με αυστηρές εντολές καθολικής επιστράτευσης.
Ιδιαίτερα προβληματική είναι η έννοια της «τακτικότητας». Σύμφωνα με τον κορυφαίο Γερμανό μελετητή του ανταρτοπολέμου, Carl Schmitt, «η δύναμη και η σημασία του Ανορθόδοξου καθορίζεται από τη δύναμη και τη σημασία του Συμβατικού που ο ίδιος ο αντάρτης θέτει σε αμφισβήτηση». Τις αμιγώς πολιτικές έννοιες του «συμβατικού» και του «ανορθόδοξου» είχε προφανώς υπόψη της η ηγεσία του ΕΛΑΣ, όταν το καλοκαίρι του 1943 υιοθέτησε τα πρότυπα οργάνωσης του ελληνικού στρατού, με μεραρχίες, επιτελεία, διευθύνσεις κ.ο.κ.. Η απόφαση «μετατροπής» σε τακτικό στρατό κατέτεινε μάλλον στην προσέλκυση εθελοντών –και δη αξιωματικών– και εν γένει στην πολιτική νομιμοποίηση του Αντάρτικου, παρά στη στρατιωτική αναβάθμιση ή την εξύψωση της πειθαρχίας. Δρώντας σε αντίξοες συνθήκες, σε μόνιμα κατεχόμενο περιβάλλον και με ανελέητους εχθρούς, ο ΕΛΑΣ διέθετε υψηλά επίπεδα πειθαρχίας που ενισχύονταν διαρκώς από την αίσθηση ενός ιδεολογικού συνανήκειν. Η δομή του τακτικού στρατού ήταν ένα κέλυφος που δεν επηρέασε την αντάρτικη φύση και νοοτροπία. Ο ΕΛΑΣ διατήρησε ως πυρήνα μάχης τη διμοιρία ή το λόχο και τελειοποίησε τόσο τον ανταρτοπόλεμο (Καρούτες, Γλόγοβα) ώστε ανάγκασε τους Γερμανούς να χρησιμοποιήσουν παρόμοιες τακτικές. Αντίθετα, δεν αναλάμβανε συχνά σύνθετες επιχειρήσεις που απαιτούσαν συνδυασμό πεζικού-πυροβολικού, μαζική χρήση βαρέων όπλων, αντιαρματικών, ναρκών κλπ. Οι κορυφαίες επιθετικές μάχες στην Άμφισσα (1/2 Ιουλίου 1944) και την Αμφιλοχία (12/13 Ιουλίου 1944) οδήγησαν σε οδυνηρές απώλειες τους Γερμανούς –αντίστοιχα 110 και 200 άνδρες νεκροί και τραυματίες– αλλά κατέδειξαν και τα όρια αντοχής σε εκ παρατάξεως μάχες.
Η συχνότητα και ένταση της πολεμικής δράσης συνδεόταν άρρηκτα με τις υλικές προϋποθέσεις. Ο ενθουσιασμός του αποθεωτικού καλοκαιριού του 1943 κυμαινόταν ανάλογα με τις συμμαχικές ρίψεις και τις ποσότητες των ιταλικών λαφύρων. Φιλόδοξες επιθέσεις μέσα σε αστικά κέντρα (Αλμυρός, 14 Αυγούστου 1943) πραγματοποιούνταν με αυτοσχέδια εκρηκτικά, χωρίς όλμους ή αρκετές επιθετικές χειροβομβίδες. Ο πονοκέφαλος του ανεπαρκούς οπλισμού γιατρεύτηκε με τη μαζική απόκτηση όπλων και πυρομαχικών μετά την ιταλική συνθηκολόγηση (Σεπτέμβριος 1943). Στη Θεσσαλία εξασφαλίστηκε το σύνολο σχεδόν του οπλισμού της 24ης Μεραρχίας Pinerolo, όταν, χωρίς «κομψότητα», ο ΕΛΑΣ αφόπλισε τους οπλίτες και αξιωματικούς της μονάδας που ήθελαν να παραμείνουν ως μαχητές στα ελληνικά βουνά  Έτσι, με τίμημα τον παραμερισμό της «αντιφασιστικής αλληλεγγύης», ο ΕΛΑΣ  οργάνωσε τη XVI Μεραρχία στην Ανατολική Θεσσαλία, την Ταξιαρχία Ιππικού (800 άλογα με αντίστοιχες ιπποσκευές), επανεξόπλισε το Τάγμα Μηχανικού Ολύμπου και το Τάγμα Θανάτου της ΧΙΙΙ Μεραρχίας, οργάνωσε πέντε ορειβατικές πυροβολαρχίες των 75χιλ, αναβάθμισε τον οπλισμό στα τμήματα Θεσσαλίας και Στερεάς και μπόρεσε να εξοπλίσει την παράνομη οργάνωση της Αθήνας με 3.000 πιστόλια και άλλα τόσα τυφέκια. Οι «Μπερέττες» των 9χιλ. έγιναν τα αγαπημένα πιστόλια των ανταρτών. Με τις πλεονάζουσες σφαίρες και την αυτοπεποίθηση των ιταλικών όπλων, έγιναν πραγματικότητα οι πρώτες νικηφόρες μάχες εναντίον της Βερμαχτ σε Θερμοπύλες, Αράχοβα, Κερπινή Αχαΐας και Δερβενοχώρια και εξαπολύθηκε ο πόλεμος εναντίον του ΕΔΕΣ τον Οκτώβριο. Παρά την υπεροπλία του, στη διάρκεια του εμφυλιοπολεμικού φθινοπώρου του 1943, ο ΕΛΑΣ ενέπνεε περισσότερο φόβο με τον ιδεολογικό του παρά με τον υλικό του εξοπλισμό.
Ο ΕΛΑΣ δεν ήταν ένας κομματικός στρατός. Ξεκίνησε και παρέμεινε συνισταμένη μιας κοινωνικής δυναμικής που συμπύκνωσε διάφορα αιτήματα και ενσωμάτωσε πολλούς ετερογενείς παράγοντες. Εξέφρασε τη βούληση –αλλά και την αδυναμία– της Αντίστασης να καταστρέψει τις παλιές δομές και να αναδειχθεί σε πολιτική ηγεσία μιας καθημαγμένης χώρας. Όπως όλα τα αντάρτικα κινήματα, δημιούργησε έναν ισχυρό μύθο που τροφοδοτείται διαρκώς από τις αναζητήσεις γύρω από τα χαρακτηριστικά της ελληνικής κοινωνίας. Και για τους ιστορικούς του ελληνικού 20ου αιώνα, οι λευκές σελίδες στο βιβλίο του ΕΛΑΣ παραμένουν μια πρόκληση.

"Το κεφαλι Γιωργο...Το κεφαλι..."

Μες στην καψα του Ιουλιου, το ξαναμμενο ταγμα προσεγγισε δρομαιο το χωριο απο ολες τις κατευθυνσεις, να προλαβει τους Γερμανομαροκινους προτου περασουν τις θηλιες στους γερους Αγοριανιτες και καψουν τις θημωνιες και το βιος του χωριου που τοσα ειχε προσφερει στον αγωνα. Οχι νερο συναγωνιστες, πρεπει να προλαβουμε...Στο βορεινο κεφαλαρι του χωριου προσεκτικα ο λοχος της ΕΠΟΝ, πλησιαζει στη γερμανικη ενεδρα. Ενας τσοπανος προειδοποιει με νοηματα, ο λοχαγος Τηλεμαχος αντιλαμβανεται αμεσως, σωθηκαν στο τσακ. Πεταγονται αστραπιαια οι Γερμανοι χωρις τις φανελες κι αρχιζουν να θεριζουν με τα πολυβολα μεσα στις φτερες. Ο λοχος πισοπαταει, πιανει το απυροβλητο, τη ραχη με το πυκνο ελατοδασος. Μια γερμανικη φωτοβολιδα πεταγεται στον ουρανο -σημα για το ορειβατικο στη Σουβαλα. Φυτευονταν μια-μια οι θανατερες τους οι οβιδες κανοντας προοδευτικη βολη, μαζι και η ενεδρα να επιτιθεται κατα μετωπο με τις οπλοβομβιδες. Ειχαν δει μαχες και μαχες προτου βγαλουν χνουδι τα επονιτακια του 3ου Λοχου αλλα εκεινο το πρωινο ηθελε ατσαλινα νευρα για να βγεις ζωντανος. Τα χερια του Γιωργου ετρεμαν, στα 30 μετρα να στεκεται ο Γερμανος και να μη μπορει να τον παρει, τι ειχε παθει γαμωτο...Μια οπλοβομβιδα απ αυτες τις ρημαδες που ειχαν οι ενεδρευτες σκαει στην διμοιρια του, ο μπροστινος πεφτει με τραυμα στην κοιλια. Ο Γιωργος, που δεν γουσταριζε τα ψευδωνυμα κι ηταν απλως Γιωργος, ακουμπησε το κεφαλι του τραυματια στα ποδια του και μεσα στις εκρηξεις και τις φωνες, ακουσε μια στερνη διαθηκη-μοιρολοι ανακατεμενη με κλαμματα και βογγητα: "Γιωργο...Το κεφαλι Γιωργο! Σκοτωστε με και κοψτε μου το κεφαλι να μην το παρουν οι Γερμανοι...Γιωργο, το κεφαλι...". Εκεινη την ημερα, ο παντα μπροστινος Δημητρης Κατσιμπρας, Λαμπετης για τα αδελφια-συναγωνιστες του, το γελαστο παιδι των 18 Μαιων απο τη Σεγδιτσα της Γκιωνας, ντυμενος με τον ευζωνικο ντουλαμα και την φουστανελλα της ανακτορικης φρουρας (σημα κατατεθεν ενος χωριου που εβγαζε ανανταμ-παπανταμ κατσικοκλεφτες και Ευζωνους), που φαρμακωσε για τα καλα τα αδελφια του με τον αργοσβηστο θανατο του στο πεδιο της τιμης, εγινε ολος ενας κομπος στο λεπτο νημα της συλλογικης μνημης. Με την κοσμοαντιληψη του να μην ξεπερνα τα ακροχωραφα του χωριου του, εγινε αγωγος μιας προαιωνιας αντιληψης του μαχεσθαι (εθνικής; κοινωνικης;) και φορεας ιστοριων που χαθηκαν στα βαθη της τουρκοκρατιας και ετυχε να ενανθρωπιστουν εκει, στις 9 Ιουλιου 1944, στη θεση Πετεση της Αγοριανης Φωκιδας. Τα λογια του Λαμπετη καρφωθηκαν για παντα στο μυαλο του Γιωργου. Και μεσω αυτου, στη δικη μου παιδικη ψυχη. Για παντα. 

Tα πονεμενα παιδια -Δημητρης Κ.

Τα πονεμενα παιδια δεν ειχανε πατερα. Χωρισαν οι γονεις τους. Ο πατερας εδερνε τη μανα τους.
Καποιος συγγενης τους τα κακοποιησε σεξουαλικα. Τα απερριψαν στο σχολειο και στο σπιτι
επειδη ηταν απλως δυσλεκτικα. Ειχαν εκ γεννετης καποιο σοβαρο προβλημα υγειας. Η βια γεννα βια, αυτο- ή ετεροκταστροφική. Η κοινωνια των μεγαλων θα απορριφθει.

Αλλοι απο τους μεγαλους θα τα πουν αλητες. Αλλοι μειοψηφιες. Αλλοι θα τα εκθειασουν και θα τα κολακεψουν, για να παρουν ψηφους ή για να επιβεβαιωσουν την κουφια κι ανεξοδη επαναστατικοτητα τους. Αλλοι θα τα προβαλλουν στην τηλεοραση σα ταινια βιας και περιπετειας. Θα ξοδεψουν πολλα λεφτα για δακρυγονακαι χημικα, για φυλακες και φύλακες. Θα αισθανθουν επικεφαλης μεταρρυθμισεων, μεταρρυθμιζοντας την ανοησία και την αδιαφορια, επικεφαλης πραιτωρων, επικεφαλης "επαναστατικων κινηματων".

Κανεις δε μιλα και δε νοιαζεται, για τη στοργη που εχουν αναγκη τα "τρελαμενα παιδια".
Παρακαλω, πριν βιαστειτε/βιαστουμε να μιλησουμε, ας δειξουμε λιγο στοργη στα παιδια. Ας αφιερωσουμε λιγο απο το χρονο μας, απο την "προοδευτικη" ή "αντιδραστική" πολιτικη μας, στην πραγματική έγνοια τους...

Σάββατο 11 Φεβρουαρίου 2012


Χαλυβουργικη

Το τελετουργικο καψιμο του παρελθοντος
υπο τις επευφημιες των λυκων
και τα δακρυα των αγγελων
θα κανεις οτιδηποτε για να δραπετευσεις απ αυτο το υγρο κελι
σκαψε με το κουταλι, σκαψε με τα νυχια, με τα δοντια...

αρκει να μην ακους τα γελια τους
σε ξεκουφαινουν τα γελια τους.
Κλωτσησε για λιγο...Σε ειχε ικετεψει να το κρατησεις.
ορκοι πατηθηκαν με τη μουρη αναποδα στη λασπη -τι σημασια εχει πια.
Η νυχτα καταπινει το γελιο μας.

Κι η βροχη τα ουρλιαχτα μας...
τυχερο μου αστερι, αποψε τα εκαψα ολα.
τυχερο μου αστερι

που εισαι;











Παρασκευή 10 Φεβρουαρίου 2012

Woodstock, Bethel, N.Y., Δευτερα, 18 Αυγουστου 1969, 6.30 a.m.

Εκεινο το πρωι η γη εμοιαζε με ανιερο μπαχαλο. Τα υπολειμματα ενος τρελου σαββατοκυριακου, τυλιγμενα σε κουβερτες για να προστατευτουν απ την πρωινη αυγουστιατικη υγρασια, μαζευτηκαν οσο πιο κοντα μπορουσαν κοντα στη σκηνη αυτου που ειχε απομεινει απο το Woodstock Music and Arts Fair. Οι περισσοτεροι περιμεναν τον Jimi Hendrix. Μετα απο δυο νεροποντες, πατηματα απο εκατομμυρια ποδια, τσουληθρες στη λασπη και αμετρητες γοπες και σκουπιδια και εγκαταλειμμενους υπνοσακους που οι προσκυνητες δεν εκριναν απαριατητο να παρουν μαζι τους για το ταξιδι του γυρισμου, το χωραφι του Max Yasgur θυμιζε σεληνιακο τοπιο. Οι πρωτες αχτιδες του ηλιου χαιρετησαν τους Paul Butterfield Blues Band, μια απο τις καλυτερες μπαντες μπλουζ της τοτε αμερικανικης σκηνης. Παρουσιασαν ενα σετ απο τραγουδια που θα ηταν ιδανικα αν ακουγονταν την ωρα που ειχε προσχεδιαστει να εμφανιστουν, το προηγουμενο βραδυ. Η καθυστερηση του προγραμματος εκανε τον Paul Butterfield να καλημερισει τους επιζησαντες του τρελου τριημερου παρτυ. Ο ηλιος εβγαινε πανω απο την πολιτεια της Νεας Υορκης οταν το χωραφι ("ο κηπος", οπως τον ονομασαν οι CSNY) γεμισε απο τους στιχους Oh baby, I'm just driftin' and driftin' like a ship wreck on the sea...Με τα ηλεκτρισμενα ακκορντα του Buzz Feiten και την φυσαρμονικα του να κλαιει, ο Paul Butterfield ειχε το προνομιο να συνθεσει το πρελουδιο αυτου που συμβολικα χαρακτηριστικε το τελος της αθωοτητας των 60s. Οσοι εφυγαν εκεινη την ημερα απο το χωραφι, πηραν μαζι τους ενα κομματι καλοκαιριου και μια υποψια φοβου για το τι θα ακολουθησει, καθως ο κοσμος προχωρουσε προς την εξοδο της πιο τρελης δεκαετιας...

Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2012

Βασικα καλησπερα σας...

Τον τιτλο του ιστολογιου μου τον ενέπνευσε ενας φιλος. Φιλος της ηλικιας του πατερα μου. Μου αφηγηθηκε μια συνεντευξη που ειχε δωσει ο Μπιθικωτσης σε εναν αδαη δημοσιογραφο το 1973, λιγο μετα την ιστορια του Κοεμτζη και της Παραγγελιας. "Γιατι κυριε Μπιθικωτση έκανε αυτος ο ανθρωπος τετοιο εγκλημα;". Απαντηση Μπιθικωτση: "Που να σου εξηγω τωρα...". Περιττο να εξηγεις μερικες φορες. Η υπερερμηνεια ειναι ενα απο τα βασανα της εποχης μας. Καλη μας τυχη λοιπον...Χωρις πολλα-πολλα...