Στον Ντάνη
"10 το πρωί αύριο να είστε σπίτι μου". Βόγγηξα. Δεν αντέχω πια το πρωινό ξύπνημα, πόσο μάλλον Κυριακές. Εφαρμόζω τα πέντα λεπτάκια ακόμα, ώσπου να γίνουν σαρανταπέντε, κι ο θεός των τεμπέληδων της εύφορης κοιλάδας μου χαμογελάει. Σε 50 λεπτά ήμουνα Μαρούσι, χωρίς να μεσολαβήσει η συμπαθής και πένουσα κίτρινη φυλή. Πενταόροφη πολυκατοικία, κυκλικοί εξώστες και μαγνητική καγκελόπορτα ασφαλείας. Τεράστιο σαλόνι, με τζάκι, πιάνω έναν Σεζάν στα αριστερά μου, έναν Βαν Γκογκ στα δεξιά, ανακατεμένα οικογενειακά πορτρέτα, σκίτσα -ένα απ' αυτά του Δημήτρη Μεγαλίδη, βάζω στοίχημα. Ε βέβαια. Αυτή η δρακογενιά ανατινάχτηκε σε εκατομμύρια προσωπικές διαδρομές. Δε γίνανε όλοι τρελοί από το ξύλο, εργάτες γης, οικοδόμοι, συνταξιούχοι του ΙΚΑ, αιώνιοι πωλητές Ριζοσπάστη ή καφενόβιοι που αναστενάζουν με το σαγόνι στο μπαστούνι στο καφενείο και χαζεύουν τα εγγόνια τους να παίζουν με το καινούριο i-phone. Επειδή βολεύει την προλεταριακή μας ασυνειδησία; Γελιέσαι μάγκα. Κάποιοι εξελίχτηκαν σε φτασμένους πανεπιστημιακούς γιατρούς, αγγειοχειρούργους -συλλέκτες έργων τέχνης, με διαζύγια, μια ντουζίνα νοσοκόμες για γκόμενες, καφέ φίλτρου και Άντζελα Δημητρίου τα κυριακάτικα πρωινά στο ραδιόφωνο (αυτό ναι, δεν μου 'χε ξανατύχει. Πρέπει να είναι μια παλιά διαστροφή του χειρουργείου, πολλοί γιατροί κόβουνε σάρκες ακούγοντας καψούρικα γαβγίσματα). Παιδιά φτασμένα, Ζυρίχες, Γενεύες, Αμερικές, τόνοι φωτογραφίες από ταξίδια. Τα παιδιά μας ξεπερνάνε γιατρέ, συμφωνώ χωρίς να υπογράψω κιόλας.
Μπα, προτιμώ να μη σου πω ποιος είμαι και τι θέλω. Και μη ρωτάς αν σε γράφω ή όχι, προ πολλού δεν χρειάζομαι μαγνητόφωνα κι αηδίες, συμβάσεις ξεπερασμένες, εγώ δε σημειώνω τίποτα, συμμετέχω μόνο σε μια χαλαρή συζήτηση κι όπως βλέπεις είμαι απόλυτα ήρεμος, οπότε λέγε ό,τι θες, όπως τα θες. Άνοιξες το σπίτι σου σε κάποιον που κάποτε μάζευε ιστορικές μαρτυρίες, ήταν ένα παιδάκι με ένα κασετοφωνάκι. Τώρα λεηλατεί ψυχές. Έτσι που ανοίγεις το στόμα, δε με βλέπεις που σου πετάω ένα μικρό βότσαλο και μετράω με κομμένη την ανάσα για τη στιγμή που θα χτυπήσει τον πάτο. Θα σε πάω τόσο περιφερειακά που θα ζαλιστείς γιατρέ. Χέστηκα για τα ονόματα που μου αραδιάζεις. Τα ξέρω. Ξέρω και πιο πολλά από όσα εσύ θυμάσαι. Ξέρω τι θα πεις, πώς θα το πεις, τι θα ξεχάσεις, τι δεν ξέχασες αλλά θα ήθελες να έχεις ξεχάσει. Άστο, μη σκοτίζεσαι. Ξεδιπλώσου. Σε μισώ που δε σκοτώθηκες στο μπλόκο στην Καισαριανή. Αν είχες σκοτωθεί, αν είχατε σκοτωθεί όλοι σας μαλάκες ήρωες, οι φλέβες αυτής της χώρας δε θα μπορούσαν να σηκώσουν το αίμα σας και θα είχαν ανατιναχτεί γλιτώνοντάς μας όλους μια ώρα αρχύτερα. Θα 'χαμε πάει στο διάολο και δεν θα ζούσαμε αυτή την αναμονή του θανάτου. Ό,τι αίμα κυλάει στις φλέβες τις δικές μου, του Μήτσου, του Κώστα, της Αντιγόνης, της Δανάης, του Γιώργου, του Αντώνη, των γονιών μας, ακόμα και αυτών που συνωστίζονται για το καινούριο i-phone, εσύ το μετάγγισες. Όχι στον Ευαγγελισμό κύριε υποδιευθυντά μου (κορδωμένε γέρο), ούτε στην καρδιοχειρουργική σου κλινική. Αλλά τη στιγμή που αποφάσισες να πεις το ναι στον καθοδηγητή της ΟΚΝΕ στο Γύθειο. Σε τσάκωσα γιατρέ. Κρατάω τώρα το νήμα. Ξεδιπλώσου κάνοντας κύκλους γύρω από τον εαυτό σου. Θέλω να δω για χιλιοστή φορά αυτή τη σπειροειδή κίνηση της μνήμης που θα σε βυθίσει στις πιο απόμακρες γωνιές, με τις αράχνες και τα κειμήλια, τις σβουνιές στο πάτωμα. Θέλω να γίνεις πάλι έφηβος. Μόνο πιάσε γερά το σκοινί, μη σου φύγει, γιατί έχω δει άλλους να χάνονται και να με παίρνουν βράδια στο τηλέφωνο, πού είσαι και πού χάθηκες ρε παλικάρι, απελπισμένα ψάχνουν ένα σύμμαχο για την απάλευτη μοναξιά, έναν "Γερμανό" που δε νικιέται με τίποτα δηλαδή. Είσαι ένας ψυχρός μπάσταρδος. Έχεις κόψει άπειρους ανθρώπους, έχεις αφαιρέσει καρκίνους, έχεις κάνει τραχειοτομές, θυρεοειδείς, έχεις δει πνευμόνια χρόνιων καπνιστών, αλλά πότε, πες μου πότε είδες θανάτους τόσο αδικαιολόγητους κι όμως τόσο δικαιολογημένους που να βρίζεις τη ζωή την ίδια; Ναι, το ξέρω το Δουργούτι. Και το μπλόκο το ξέρω. Μη ρωτάς, λέγε...Και να είχες τελειώσει την ιατρική εκείνη τη μέρα, δεν θα μπορούσες να τον σώσεις τον Σταύρο. Ναι, Σταύρο τον λέγανε. Φυσικά είμαι σίγουρος. Δημήτρης το κανονικό, Σταύρος το ψευδώνυμο. Τον είχες δει στον Κοπανά, σε μια γιάφκα. Ξέρω σου λέω. Πες μου. Ένας σωρός από κρέατα και μαλλιά, τον είχαν πολτοποιήσει με κασμάδες οι ταγματασφαλίτες. Ήλιος ντάλα, μπροστά στο γκαράζ της ΕΘΕΛ. Ναι, ξέρω ποια είναι η ΕΘΕΛ. Αφού ξέρω σου λέω, έχω πάει. Πάω κάθε μέρα. Αλλά όχι, δε με ικανοποιείς γιατρέ. Εγώ δεν ήρθα σήμερα για να παίξω. Δεν παίζω πια. Θέλω να αυτονυστεριαστείς υποδειγματικά. Θέλω να κόψεις πιο βαθιά. Ακόμα δεν έχεις καταλάβει πως δεν θέλω να με συγκινήσεις, δεν θέλω να κάνεις επίκληση στο συναίσθημά μου. Το δικό σου συναίσθημα θέλω να επικαλεστείς, να το φωνάξεις και να χυθεί στο δωμάτιο και να ανατινάξει τις μπαλκονόπορτες. Αυτό δεν είναι σαλόνι, είναι χειρουργικό τραπέζι. Κι εγώ ο χειρουργός σου. Ξέρω πως κάτι έχεις, δεν υπάρχει κανένας σας που να μην έχει ακουμπήσει μια ζωή ολόκληρη σε ένα αγκωνάρι, μια και μοναδική εικόνα διάρκειας ενός μόλις βλεφαρίσματος. Θα σε βοηθήσω εγώ. Μην αυτοθαυμάζεσαι τόσο ψεύτικα επειδή σου ξανάρχονται στη μνήμη τοπωνύμια και σκόρπια ονόματα, και μη φοβάσαι. Ρε χέσε τον τόμο της ενδοκρινολογίας που είναι πάνω στο τραπέζι, ξέχνα και το κάπνισμα που καίει τα τριχίδια των πνευμόνων. Δεν ξεφεύγεις λέμε. Παράδωσε το σεντούκι με τον χρυσό του Κορτες και όλα τα τιμαλφή της Τενοχτιτλάν και θα φύγω. Πεδίο του Άρεως. Ιούλιος του '43 ήταν, όχι του '44. Ο Αξελός δεν ήρθε στο ραντεβού, λες ότι κάτι του έτυχε. Μπορεί και να κώλωσε. Στο παλκοσένικο η Δανάη, κρυφοοργανωμένη η πουτανίτσα η διασκεδάστρια. Σε καλύπτει με το γλυπτό κορμί της μη σου ρθει καμιά σφαίρα από τον ιταλικό καταυλισμό, για τα λίγα δευτερόλεπτα που σου χρειάζονται να ειδοποιήσεις για την αυριανή συγκέντρωση το εμβρόντητο κοινό. Και μετά μπουχός, σπίτι, με μια ενδιάμεση στάση για το καθιερωμένο ξύλο με τους Χίτες του Πολυτεχνείου, κλωτσοπατινάδα και μπουκαλιές και σιδερογροθιές. Κάπου το πας. Νιώθω ένα αεράκι. Ναι. Ήσουνα εκεί γιατρέ; Στη μέρα των μερών; Στην έφοδο στον ουρανό; Ήσουνα, ναι. Μια από τις σταγόνες σε κείνο το ανθρώπινο ποτάμι που ξεχείλιζε από οργή και πόνο και δάκρυα και αγάπη και όνειρα. Ήσουνα στην αλυσίδα της Σπουδάζουσας, πίσω ακριβώς από την τιμητική εμπροσθοφυλακή των ανάπηρων και πλάι σας η ΚΟΒ του Γκύζη, τα πυρπολημένα κορίτσια της 7ης Αχτίδας. Δεν θυμάσαι καν τα ονόματα των κάθετων δρόμων. Δεν θυμάσαι μήνα, δε θυμάσαι μέρα. Αλλά ήσουν εκεί. Ένας απ' τους ευλογημένους του "εδώ και τώρα". Με μπουκάλια κονιάκ για όπλα, καρεκλοπόδαρα και μαρμαρόπλακες από τον κήπο του μουσείου, μπροστά στα βαριά πολυβόλα, τις σφαίρες τους τις φαρμακερές, τα ατσάλινα θηρία. Η εικόνα παγώνει. Τα δάχτυλα της Παναγιώτας Σταθοπούλου (οδός Παναγιώτας Σταθοπούλου, πρώην Πανεπιστημίου, τι σκέψη!) αγγίζουν την ερπύστρια του γερμανικού άρματος. Εκείνη τη στιγμή ένα freeze frame. Το όνειρο...Το όνειρο...Τι μεγαλείο. Οι σκλάβοι, οι άοπλοι σκλάβοι, τα προφυματικά σακιά από κόκκαλα, με τα διχτάκια του συσσιτίου και τα κοκκάλινα γυαλάκια, τα ακορντεόν και τις βραχνιασμένες φωνές απ' τα συνθήματα, μια καυτή λάβα που λιώνει τα πάντα στο πέρασμά της. Η κορυφαία στιγμή της Αντίστασης, της κάθε αντίστασης. Ένας λαός βασανισμένος στο απόγειο της ψυχικής του ορμής, οι μετρητές σπάνε, οι ουρανοί ανοίγουν, τα αγάλματα στο πανεπιστήμιο δακρύζουν, Ιταλοί αξιωματικοί από τα μπαλκόνια της Σταδίου σηκώνουν γροθιές αντιφασιστικής χαράς. Νικήσαμε. Για ένα δευτερόλεπτο. Νικήσαμε. Και ό,τι διαδραματίστηκε στην ελληνική ιστορία, κάθε δευτερόλεπτο που πέρασε, μετά από εκείνο το μεσημέρι αιώνια υποθηκευμένο. Kαι οι σπουδές και τα μούλικα και τα κολλέγιά τους και οι Γενεύες και οι Αμερικές και οι βίλλες των διεφθαρμένων και τα γυφτοτσιφτετέλια και τα Ντάτσουν και οι πλαστικές σημαίες και τα spreads και οι επαναστάτες της κλανιάς. Υποθηκευμένα όλα μα όλα σε τούτο το κλάσμα του δευτερολέπτου, όταν κάποια κοριτσίστικα κρινοδάχτυλα 18 Μαίων ακούμπησαν το θώρακα ενός γερμανικού άρματος μάχης οπλισμένα με το θράσος της ηλικίας και τον έλιωσαν με την ζέστη τους. Πιάνω με ένα αυτάρεσκο μειδίαμα τη φωνή σου να σπάει. Το βότσαλο βγάζει έναν εκρηκτικό κρότο που αντηχεί μεταλλικά στο μεγάλο σαλόνι, γκελάρει στις γωνίες του τζακιού, χύνεται σαν το άσπιλο και παγωμένο χιόνι στον ουρανό του κυριακάτικου πρωινού και ταξιδεύει πάνω από τα κεφάλια των διαδηλωτών, το πρόχειρο νεκροταφείο των εξορίστων στον Εύδηλο και τους τάφους των αμούστακων ελασιτών στην κεντρική λεωφόρο της Καισαριανής. Χάνεται μέσα μου και ξεψυχάει σε μια εκκωφαντική σιωπή. Κλαις. Σε βρήκα. Αγγίζω την πληγή. Βγάλε το χέρι από τα μάτια σου και μη φοβάσαι. Άσε με να δω τα δάκρυά σου, εγώ ξέρω, εγώ καταλαβαίνω. "Πληρωμές αθώων, ηρώων χρονιές ζεματιστές, βάσανα στυφά κι αληθινά βασανιστήρια, ό,τι αγαπήσαμε κι ό,τι ονειρευτήκαμε, ψυχές νεκρών που αλυχτούνε ακόμα μέσα μας, ακυβέρνητες, αλάδωτες και αδιάβαστες πάνε κι έρχονται. Σουλατσέρνουν και κρύβονται, εμφανίζονται φάντης μπαστούνι, τις πιο ακατάλληλες στιγμές. Τα κλειδιά τα κρατάνε τα συμφέροντα πλέον. Επιβήτορες της ίδιας μας της ψυχής". Πώς αλλιώς;...Πώς αλλιώς γαμώτο;...Τι σου συμβαίνει; Απορείς φτωχέ μου πλουσιόγερε, και δικαιολογημένα. Κάποτε θα σου έλεγα συγνώμη, κάποτε θα τα μπηζα κι εγώ. Όχι πια. Όχι πια. Πώς με λένε; Ξέχασες να ρωτήσεις, δεν πειράζει, δεν έχει σημασία. Ωραίο όνομα λες. Ναι, Αργοναύτες, χρυσόμαλλο δέρας....Μα εγώ σκέφτομαι τις Άρπυιες. Σκέψεις σαν ανθρωποφάγα τερατόμορφα ιπτάμενα πλάσματα μου γαμάνε το μυαλό, μου ξεσκίζουν την καρδιά: "Για ποιον; Για ποιους επιτέλους; Τι να ακολουθήσουμε; Πού να πιστέψουμε και πώς να ζήσουμε;" Να αγωνιστούμε, κάθε μέρα, σε όλα...Στον κακό μας εαυτό, στις παραξενιές και τις ιδιοτροπίες, να σώσουμε τον κόσμο. Ναι, εμείς. Η γενιά των i-phone και των άλλων σιχαμάτων που δεν αξίζουν τρεις αναφορές στο ίδιο κείμενο. Ο ουρανός της ανιδιοτέλειας μας περιμένει με αγωνία, είναι δικός μας. Άσε με να κάνω ένα τσιγάρο γιατρέ κι από σήμερα ούτε που θα το ξαναβάλω στο στόμα μου, το υπόσχομαι. Τελείωσα με την πάρτη σου και με όλη σου τη γενιά. Σήκω, ράψου, βάλε πάγο στην πληγή, ξέρω ότι το βράδυ θα φέρεις στη μνήμη σου φάτσες βρυκολακιασμένες, οπότε θα σου γράψω μερικά ξόρκια και κοκτέιλ από παυσίπονα και μια καλή δίαιτα για την ανάρρωση. Κι εσύ απλώς ξέχνα ότι με είδες, ξέχνα και τη φωτογραφία που σου ζήτησα, ξέχασέ τα όλα. Δωρεάν η επίσκεψη, κράτησε την κάρτα μου αν και το πιθανότερο είναι να μην σηκώσω τηλέφωνο. Το τελευταίο κλώτσημα, η τελευταία τομή. Αντίο.