Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2012

To ερωτηματολόγιο του Προυστ (shuffled)

Τι σημαίνει απόλυτη ευτυχία για σας; Ηρεμία μυαλού

Τι σας κάνει να σηκώνεστε το πρωί; http://www.youtube.com/watch?v=Ea-MHbyScu0

Ποιο θεωρείτε το βασικό γνώρισμα του χαρακτήρα σας; Τη μελαγχολία

Ποιο θεωρείτε το μεγαλύτερο ελάττωμά σας; Την υπερανάλυση

Ποιο θεωρείτε το μεγαλύτερό σας προσόν; Την προσήλωση και την αφοσίωση

Η βασική σας απασχόληση; Το παρελθόν

Αγαπημένο σας χρώμα; Μαύρο και κόκκινο, αλλά χωρίς να ανακατευτούν

Σε ποια λάθη δείχνετε τη μεγαλύτερη επιείκεια; Δεν υπάρχουν λάθη, υπάρχει άγνοια

Ποια είναι η απόλυτη δυστυχία για σας; Η απώλεια του σεβασμού των άλλων

Ποιοι είναι οι ήρωές σας σήμερα; Τα παιδιά που σπουδάζουν και δουλεύουν παράλληλα

Βιβλίο που σας σημάδεψε; Το Κιβώτιο του Άρη Αλεξάνδρου

Ταινία που σας σημάδεψε; Saving Private Ryan

Αγαπημένος σας συνθέτης; Lennon/McCartney

Αγαπημένος σας ποιητής; Τάσος Λειβαδίτης

Αγαπημένος σας ζωγράφος; Tom Lovell, Μέντης Μποσταντζόγλου, Γιώργος Μπουζιάνης, Ευγένιος Ντελακρουά, Charles Russell, Μαζάτσιο.

Αγαπημένος σας πίνακας; "Γιάντες", Νικόλαος Γύζης

Με ποια ιστορική προσωπικότητα ταυτίζεστε περισσότερο; Γκυ ντε Σωλιάκ

Ποια είναι η μεγαλύτερη επιτυχία σας; Ενέπνευσα δυνατά αισθήματα σε ανθρώπους. Ανεκτίμητο.

Ποιο είναι το mottο σας; Πυροβόλησε μόνο όταν θες να σκοτώσεις

Ποιο τραγούδι σφυρίζετε όταν κάνετε ντους; Παντρεμένοι κι οι δυο / γύρνα σε παρακαλώ

Αγαπημένο σας ποτό; Κόκκινο κρασί

Αγαπημένος σας προορισμός; Θεσσαλονίκη

Σε ποια περίπτωση επιλέγετε να πείτε ψέμματα; Όταν δεν θέλω να πάω στο σχολείο

Αν δεν ήσασταν ο εαυτός σας ποιος θα θέλατε να είστε; Ο Κώστας Καρίμπας (+13.7.1944)

Ποια αρετή προτιμάτε σε έναν άντρα; Την ευαισθησία

Ποια αρετή προτιμάτε σε μια γυναίκα; Την καλαισθησία

Για ποιο πράγμα μετανιώνετε περισσότερο; Έκανα να κλάψουν και μου άρεσε. Φρικτό.

Τι μισείτε περισσότερο; Τη μισαλλοδοξία, τον φασισμό, την αλαζονική ημιμάθεια

Με ποια αρετή θα θέλατε να είστε προικισμένος; Τόλμη. Απεριόριστη και ανεξάντλητη τόλμη.

Αν συναντούσατε το Θεό, τι θα θέλατε να σας πει; "Καλώστον. Η βιβλιοθήκη αριστερά όπως μπαίνεις"

Πώς θα επιθυμούσατε να πεθάνετε; Στα οδοφράγματα

Σε τι πνευματική κατάσταση βρίσκεστε αυτόν τον καιρό; Χρονική και συναισθηματική πύκνωση










Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2012

Φυσαλίδες εκπνοής


Σε όσα τιμαλφή τόσο βαριά σιχτίρισα
φόρος τιμής...

"Με πήρε απ' το χέρι κι ενώ επρόκειτο για μια μοτοσικλέτα της ζωής ναυάγιο της αντάρας κουρέλι, εγώ βρέθηκα με πιεστικά ερωτήματα μεταφυσικά, ψυχολογικές αναλύσεις, μπάνισμα σωψύχων και εξαερισμό φυλλοκαρδίων και ένα χέσε-μέσα μπέρδεμα που μου προξενούσε κιόλας -εδώ είναι το περίεργο- μια γλυκιά ευχαρίστηση. Κοιτούσα αόριστα έως απλανώς το νυχτωμένο Λαύριο και σαν να άνοιγαν οι πόρτες της ψυχής μου (πού βρέθηκαν μωρέ τόσες πόρτες, τόσες τρύπες, τόσες ραφές;), σε σκοινί απλωμένα τα συναισθηματικά μου άντερα ν' αερίζονται στη βραδιάτικη αύρα. Ούτε πιαστράκια ούτε μανταλάκια ούτε τίποτα, έτσι απλά απλωμένα να σαλεύουν στο σκοινί της ζωής μου που κουνιόταν κι αυτό, δοξάριζε μια νεογέννητη πίστη, ένα φως ντροπαλό, μια -κουράγιο- συνέχεια".

(Ντ. Φώτος, Ελένης Νήσος. Αθήνα 1995, σ. 53)

ΧΑΠ

Φωτογραφία

-Mην πίνεις τόσο, δεν πενθούμε κάτι...
-Άντε γαμήσου.

Τι σημαίνει "πρώτο επίπεδο". Απόσπασμα 1: Γλυκιά συμμορία / Σκηνή 37

-Ξέρεις κάτι; Δε μ' αρέσει έτσι.
-Και πώς το περίμενες δηλαδή;
-Δεν ξέρω, κάπως αλλιώς. Πάντως όχι έτσι. Τουλάχιστον αν όλα αυτά δε γίνονται από φόβο ή από ανία ή από συναδελφική διάθεση...Μ' αγαπάς λίγο;
-Σου είπα, δεν γίνεται έτσι.
-Δηλαδή για σένα πώς γίνεται; Ξεκουμπώνουμε το φερμουάρ, κατεβάζουμε το παντελόνι, παπ, τελειώσαμε;...
-Δε με παίρνει για περισσότερα.
-Μάλιστα. Άκου τώρα το μάθημα της ανατομίας. Αυτός εδώ είναι ο εγκέφαλος που διψάει πάντα για αλήθεια και ποτέ δεν του δίνουν αρκετή και ποτέ δεν χορταίνει. Αυτή εδώ είναι η κοιλιά που διψάει για τροφή. Κι αυτό εδώ κάτω είναι το φύλο που διψάει για έρωτα γιατί νιώθει μοναξιά πότε-πότε. Εγώ στη ζωή μου τα έθρεψα, τα χόρτασα και τα τρία, όσο μπορούσα κι όσο ήθελα. Εσύ μπορεί την κοιλιά σου λίγο, με φασκόμηλο βέβαια. Αλλά από αλήθεια κι από έρωτα, τίποτα, τίποτα, τίποτα. Μόνο φουσκωμένα λόγια και καμώματα και πόζες. Το μάθημα τελείωσε, μπορείς να πηγαίνεις.  

Δευτέρα 24 Σεπτεμβρίου 2012

Πολυμέρης Βόγλης, To κενό μεταξύ των "δύο άκρων"


Η «θεωρία των δύο άκρων» άρχισε να εμφανίζεται στο δημόσιο λόγο πριν από τις εκλογές του Μαΐου. Βασιζόταν σε μια σχετικά απλή και φαινομενικά ορθή διαπίστωση: ο διαφαινόμενος καταποντισμός των δύο μεγάλων κομμάτων που δέσποζαν στο χώρο του Κέντρου, θα οδηγούσε στην άνοδο των δυνάμεων που τοποθετούνταν σαφέστερα στον χώρο είτε της Δεξιάς είτε της Αριστεράς. Ωστόσο η διαπίστωση αυτή ήταν η αφετηρία για την προσπάθεια συσχέτισης των δύο άκρων, την απόπειρα, δηλαδή, να κατασκευαστεί μια βαθύτερη ταύτιση των δύο χώρων, της Αριστεράς και της Ακροδεξιάς. Η «θεωρία των δύο άκρων», λίγους μήνες μετά την εμφάνισή της, τείνει πλέον να μετατραπεί σε  «κοινό τόπο», μια «αλήθεια»,  που επαναλαμβάνεται από δημοσιογράφους, πολιτικούς και διανοούμενους.
Το ιστορικό υπόβαθρο αυτής της θεωρίας βρίσκεται στις απόψεις που κυκλοφορούν εδώ και δεκαετίες και οι οποίες εξομοιώνουν τον ναζισμό και τον κομμουνισμό. Αρχικά, στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου, η εξομοίωση επιχειρήθηκε στο πλαίσιο του ερμηνευτικού σχήματος του «ολοκληρωτισμού», και μετά το 1989, στην κατασκευή μιας κοινής ευρωπαϊκής αφήγησης για τον 20ό αιώνα, η οποία να συμπεριλαμβάνει και τις πρώην κομμουνιστικές χώρες, μια αφήγηση καταδίκης τόσο του ναζισμού όσο και του κομμουνισμού, οι οποίοι προκάλεσαν στην Ευρώπη δεινά και καταστροφές. Η σύνδεση του Χίτλερ με τον Στάλιν ως των δύο «δεινών» της Ευρώπης του 20ού αιώνα  είχε ως συνέπεια να απαξιωθούν όχι τόσο το σοβιετικό καθεστώς όσο οι ιδέες της επανάστασης και της κοινωνικής ισότητας. Επιπλέον, κάποιοι εξακολουθούν να ταυτίζουν την Αριστερά με τον Στάλιν και τα γκούλαγκ, παρά το γεγονός ότι η Αριστερά στο πέρασμα των δεκαετιών έχει μεταμορφωθεί μέσα από κριτική και διασπάσεις, την ώσμωση με κοινωνικά κινήματα, τη διάνοιξη νέων ιδεολογικών οριζόντων.
Στο έδαφος αυτών των σαθρών ιστορικών «αναλογιών», επιδιώκεται η συσχέτιση Αριστεράς και άκρας Δεξιάς σήμερα. Η συσχέτιση επικεντρώνεται σε δύο διαφορετικά ζητήματα: τον λαϊκισμό των αντιδράσεων κατά του Μνημονίου και τη βία. Ως προς το πρώτο, το επιχείρημα είναι ότι η κοινωνική δυσαρέσκεια και κινητοποίηση, όπως εκφράστηκε τα δύο τελευταία χρόνια με αποκορύφωμα το κίνημα των «πλατειών» και στην οποία καταλυτικό ρόλο είχε η Αριστερά, έδωσε την ευκαιρία στην άκρα Δεξιά να αρδεύσει δυνάμεις, επενδύοντας στον αντικοινοβουλευτισμό και τη λαϊκιστική απόρριψη του πολιτικού συστήματος. Κάτι τέτοιο απλώς δεν ισχύει. Όλοι γνωρίζουν ότι στις διαδηλώσεις κατά του Μνημονίου πρωταγωνίστησαν πρωτοβάθμια σωματεία, οργανώσεις της Αριστεράς, συνελεύσεις κατοίκων κλπ.· όλοι γνωρίζουν ότι στην πλατεία Συντάγματος εξελίχθηκε ένα πρωτόγνωρο εγχείρημα άμεσης δημοκρατίας και αυτο-οργάνωσης, ομόλογο με άλλα διεθνή όπως το Occupy· όλοι γνωρίζουν ότι η Χρυσή Αυγή είχε καταδικάσει τις «πλατείες» ως «επαναστατικό πανηγυράκι» και όσα μέλη της εμφανίστηκαν εκδιώχθηκαν από τους διαδηλωτές. Το επιχείρημα περί λαϊκισμού των κινητοποιήσεων που τροφοδοτεί τα άκρα, προσπαθεί να απονομιμοποιήσει συνολικά την κοινωνική διαμαρτυρία και ο «μη ευπρεπής» χαρακτήρας των αντιδράσεων αποτελεί το άλλοθι όλων εκείνων που θέλουν να υπονομεύσουν την ενεργοποίηση της κοινωνίας.
Η βία είναι ιστορικά καταστατικό στοιχείο της δράσης της άκρας Δεξιάς. Οι δολοφονικές επιθέσεις και τα πογκρόμ κατά μεταναστών το καλοκαίρι το επιβεβαίωσαν με τον πιο αδιάψευστο και τραγικό τρόπο. Πρόσφατο δημοσίευμα της Καθημερινής, ακολουθώντας πιστά τη «θεωρία των δύο άκρων», εξίσωσε πλήρως τη βία της άκρας Δεξιάς με αυτήν της Αριστεράς, και κατά συνέπεια την άκρα Δεξιά με την Αριστερά.  Η πρόθεση ήταν σαφής: να απονομιμοποιηθεί η Αριστερά μέσα από την αναλογία της με τη Χρυσή Αυγή, και άρα να συμπεριληφθεί μαζί με την άκρα Δεξιά στις «επικίνδυνες» δυνάμεις: «Kουκουέδες, συρριζαίοι, χρυσαυγίτες — όλοι τους βλάπτουν τη δημοκρατία εξίσου», όπως  έγραφε επί λέξει το συγκεκριμένο άρθρο. Η ταύτιση Αριστεράς και Χρυσής Αυγής με κοινό παρονομαστή τη βία, δεν αντέχει οποιασδήποτε σοβαρής κριτικής. Πολύ περισσότερο, όταν η βία παραμένει απροσδιόριστη και συνδέεται με την «ανομία» (άλλη μια έννοια του συρμού, που εξηγεί τα πάντα και τίποτα) για να μπορέσει να καλύψει πολύ διαφορετικές ενέργειες. Μπορεί η δολοφονία ενός ανύποπτου μετανάστη να εξομοιωθεί με την κατάληψη ενός πανεπιστημιακού κτιρίου;
Ωστόσο, το ουσιαστικό πρόβλημα δεν βρίσκεται στη διάκριση μεταξύ «καλής» ή «κακής» βίας αλλά στην ίδια την ταύτιση της Αριστεράς με τη βία. Και αυτό τη στιγμή που είναι γνωστό ότι, η χρήση βίας δεν συνιστά καταστατικό στοιχείο της δράσης ή της ιδεολογίας της Αριστεράς σε συνθήκες δημοκρατίας, και γι’ αυτό τον λόγο το ζήτημα της βίας έχει αποτελέσει διαχωριστική γραμμή στους κόλπους της.
Η βία της άκρας Δεξιάς βρίσκεται στον πυρήνα μιας ιδεολογίας μίσους, που καλλιεργεί τον εθνικισμό, τον ρατσισμό, τον αντισημιτισμό και την ομοφοβία. Μια ιδεολογία μίσους που δεν εκκολάφθηκε στις «πλατείες» αλλά μέσα από μια μακρά ιδεολογική διαδικασία στην οποία κυριάρχησαν στη δημόσια σφαίρα η πατροδικαπηλία, η ξενοφοβία, οι θεωρίες συνωμοσίας, ο σεξισμός. Μια ιδεολογία που μετατράπηκε σε πολιτική δύναμη σε μια συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία, όπου επικρατεί η ανεργία, η ανασφάλεια και η κατάρρευση του «παλαιού κόσμου». Από αυτήν την άποψη, οι ιδεολογικές συγγένειες της άκρας Δεξιάς δεν εντοπίζονται με το χώρο της Αριστεράς αλλά το χώρο της Δεξιάς. Ποια η διαφορά ανάμεσα στη ρητορική της Χρυσής Αυγής και σε απόψεις στον χώρο της Ν.Δ., όπως αυτή του Φαήλου Κρανιδιώτη, που καταγγέλει τους πανεπιστημιακούς ότι «κοπρίζουν τα ανθελληνικά σκατά τους μέσα στα μυαλά της νεολαίας» και καλεί σε «επανελλήνιση» της παιδείας (Κυριακάτικη Δημοκρατία, 2.9.2012);  Το πρόβλημα με τη «θεωρία των δύο άκρων» δεν είναι ότι βασίζεται σε γενικεύσεις, απλουστεύσεις, αποσιωπήσεις και διαστρεβλώσεις σε ένα εγχείρημα απονομιμοποίησης της Αριστεράς. Το πρόβλημα είναι ότι εντάσσει τη Χρυσή Αυγή σε μια κανονικότητα που δήθεν προϋπάρχει, ότι αναζητά δικαιολογίες και αναλογίες για τη δράση της, ότι, τελικά, προετοιμάζει το έδαφος για τον επόμενο στόχο της Χρυσής Αυγής μετά από τους μετανάστες. Και αυτά, όντως, βλάπτουν την δημοκρατία.

Κασομούλη αριστερά και πάλι δεξιά. Σιωπή

Στον Λέανδρο και τον Νεκτάριο

Ήταν σχεδόν ειδυλλιακά χτες στο Δουργούτι. Πρώτη φορά ένιωσα τόσο ελεύθερος με πολυκατοικίες να με περικυκλώνουν, μια ανάσα απ' τη μεγάλη λεωφόρο. Δεν είναι πολυκατοικίες, είναι εργατικές κατοικίες, εδώ κι εκεί βλέπεις ασπρόρουχα και μικρές γλάστρες με γεράνια, αν προσέξεις καλά.  Το μάτι σου ηρεμεί όταν τις κοιτάς, ξεθολώνει, το αυτί σου πιάνει μόνο θροίσματα και ξεσυνηθίζει. Μα πού βρίσκομαι; Ένα ηχομονωμένο ξέφωτο στην καρδιά της τεράστιας πολιτείας, βαλβίδα και  σφαγίτιδα αρτηρία. Περιφρουρημένη από τα βλέμματα των απίστων. Σκυμμένη πάνω στη δουλειά. Χάνεσαι στους λαβυρίνθους της κι ας απέκτησε (η τελευταία που απέκτησε) δρόμους και πλατείες και πολεοδομικό σχέδιο. Αυτή η συνοικία το όνειρο το προσπέρασε, αναπνέει την ιστορία της. Λατρεύω αυτή την πόλη. Σκόρπια κάτι χαμόσπιτα και κάτι τρυπημένα ντουβάρια που λες και θα γκρεμιστούν με ένα φύσημα, να μπορούσαν να μιλήσουν, να αφηγηθούν τι είδαν. Τα καημένα τα αρμενάκια που τα σκότωναν επειδή ήταν αρμενάκια. Με κασμάδες οι αντίχριστοι. Δέκα χρόνια μετά, κι ακόμα να ορθοποδήσουμε. Ο  Γιώργος Φούντας με νύχια και δόντια συντηρεί ένα αυτοκίνητο και του το παίρνουν. Υποθήκη η κάμαρα, κλαίει η μάνα του. Εκδικητική σκρόφα η Λέλα, η καρδιά της λερωμένη από τα βρωμόνερα. Άτεγκτος ο δικαστικός κλητήρας, κάνει "τη δουλειά του". Φέρτε ρε ένα τραπέζι να κάνω τη δουλειά μου. Ούτε τραπέζια δεν έχετε σ' αυτόν τον λασπομαχαλά; Άγρια βλέμματα που ξέρουν από κυνήγι και χρέη περιμένουν ένα σπίρτο. Κι είναι η παρότρυνση του Θανάση Βέγγου το σπίρτο. Σαν συνεννοημένοι απ' τα πριν, οι γαβριάδες του μαχαλά με μπροστάρη τον αψίκορο Αντρέα Ντούζο κυνηγάνε τον πλούσιο εκβιαστή Στέφανο Στρατηγό χιλιόμετρα μέσα στους σκουπιδότοπους της Χαμοστέρνας, γυρνάνε οι ρακοσυλλέκτες ξαφνιασμένοι και τρέχουν κι αυτοί. Ο νεαρός κινηματογραφιστής που ήθελε να έχει γίνει ζωγράφος, βάζει το μάτι του στο φακό και θριαμβολογεί. Κρατήσαμε τα δόντια μας, σκέφτεται, άλλοι δεν ήταν τόσο τυχεροί. Τους φιλμάρει έναν, έναν, με προσοχή και σεβασμό. Ηθοποιοί ιστορικά και καλλιτεχνικά άρτιοι. Βγάζει ο καθένας ένα χαρτονόμισμα και το ακουμπάει με  θρησκευτική ευλάβεια στο τραπέζι, χτυπάει φιλικά στον ώμο τον κλητήρα και γυρνάει σιωπηλός στο μεροκάματο. Δεν έκανε τίποτα σημαντικό. Ο μικρός πρέπει να βγάλει το ψωμί του, δώστε του την ευκαιρία να ζήσει τίμια. Χαμογελάνε. Στην κωλοτρυπίδα της γης, η ψυχή μας πεντακάθαρη. 
Ήθελα να είμαι ο σεναριογράφος στις ταινίες σου. Το ζήλεψα αλήθεια. Δεν θέλησες, δεν πειράζει.
Άντε να γράψεις διατριβή για όλα αυτά, χωρίς όλα αυτά.

Κυριακή 23 Σεπτεμβρίου 2012

Η τελευταία εγχείρηση


Στον Ντάνη


"10 το πρωί αύριο να είστε σπίτι μου". Βόγγηξα. Δεν αντέχω πια το πρωινό ξύπνημα, πόσο μάλλον Κυριακές. Εφαρμόζω τα πέντα λεπτάκια ακόμα, ώσπου να γίνουν σαρανταπέντε, κι ο θεός των τεμπέληδων της εύφορης κοιλάδας μου χαμογελάει. Σε 50 λεπτά ήμουνα Μαρούσι, χωρίς να μεσολαβήσει η συμπαθής και πένουσα κίτρινη φυλή. Πενταόροφη πολυκατοικία, κυκλικοί εξώστες και μαγνητική καγκελόπορτα ασφαλείας. Τεράστιο σαλόνι, με τζάκι, πιάνω έναν Σεζάν στα αριστερά μου, έναν Βαν Γκογκ στα δεξιά, ανακατεμένα οικογενειακά πορτρέτα, σκίτσα -ένα απ' αυτά του Δημήτρη Μεγαλίδη, βάζω στοίχημα. Ε βέβαια. Αυτή η δρακογενιά ανατινάχτηκε σε εκατομμύρια προσωπικές διαδρομές. Δε γίνανε όλοι τρελοί από το ξύλο, εργάτες γης, οικοδόμοι, συνταξιούχοι του ΙΚΑ, αιώνιοι πωλητές Ριζοσπάστη ή καφενόβιοι που αναστενάζουν με το σαγόνι στο μπαστούνι στο καφενείο και χαζεύουν τα εγγόνια τους να παίζουν με το καινούριο i-phone. Επειδή βολεύει την προλεταριακή μας ασυνειδησία; Γελιέσαι μάγκα. Κάποιοι εξελίχτηκαν σε φτασμένους πανεπιστημιακούς  γιατρούς, αγγειοχειρούργους -συλλέκτες έργων τέχνης, με διαζύγια, μια ντουζίνα νοσοκόμες για γκόμενες, καφέ φίλτρου και Άντζελα Δημητρίου τα κυριακάτικα πρωινά στο ραδιόφωνο (αυτό ναι, δεν μου 'χε ξανατύχει. Πρέπει να είναι μια παλιά διαστροφή του χειρουργείου, πολλοί γιατροί κόβουνε σάρκες ακούγοντας καψούρικα γαβγίσματα). Παιδιά φτασμένα, Ζυρίχες, Γενεύες, Αμερικές, τόνοι φωτογραφίες από ταξίδια. Τα παιδιά μας ξεπερνάνε γιατρέ, συμφωνώ χωρίς να υπογράψω κιόλας.
Μπα, προτιμώ να μη σου πω ποιος είμαι και τι θέλω. Και μη ρωτάς αν σε γράφω ή όχι, προ πολλού δεν χρειάζομαι μαγνητόφωνα κι αηδίες, συμβάσεις ξεπερασμένες, εγώ δε σημειώνω τίποτα, συμμετέχω μόνο σε μια χαλαρή συζήτηση κι όπως βλέπεις είμαι απόλυτα ήρεμος, οπότε λέγε ό,τι θες, όπως τα θες. Άνοιξες το σπίτι σου σε κάποιον που κάποτε μάζευε ιστορικές μαρτυρίες, ήταν ένα παιδάκι με ένα κασετοφωνάκι. Τώρα λεηλατεί ψυχές. Έτσι που ανοίγεις το στόμα, δε με βλέπεις που σου πετάω ένα μικρό βότσαλο και μετράω με κομμένη την ανάσα για τη στιγμή που θα χτυπήσει τον πάτο. Θα σε πάω τόσο περιφερειακά που θα ζαλιστείς γιατρέ. Χέστηκα για τα ονόματα που μου αραδιάζεις. Τα ξέρω. Ξέρω και πιο πολλά από όσα εσύ θυμάσαι. Ξέρω τι θα πεις, πώς θα το πεις, τι θα ξεχάσεις, τι δεν ξέχασες αλλά θα ήθελες να έχεις ξεχάσει. Άστο, μη σκοτίζεσαι. Ξεδιπλώσου. Σε μισώ που δε σκοτώθηκες στο μπλόκο στην Καισαριανή. Αν είχες σκοτωθεί, αν είχατε σκοτωθεί όλοι σας μαλάκες ήρωες, οι φλέβες αυτής της χώρας δε θα μπορούσαν να σηκώσουν το αίμα σας και θα είχαν ανατιναχτεί γλιτώνοντάς μας όλους μια ώρα αρχύτερα. Θα 'χαμε πάει στο διάολο και δεν θα ζούσαμε αυτή την αναμονή του θανάτου. Ό,τι αίμα κυλάει στις φλέβες τις δικές μου, του Μήτσου, του Κώστα, της Αντιγόνης, της Δανάης, του Γιώργου, του Αντώνη, των γονιών μας, ακόμα και αυτών που συνωστίζονται για το καινούριο i-phone, εσύ το μετάγγισες. Όχι στον Ευαγγελισμό κύριε υποδιευθυντά μου (κορδωμένε γέρο), ούτε στην καρδιοχειρουργική σου κλινική. Αλλά τη στιγμή που αποφάσισες να πεις το ναι στον καθοδηγητή της ΟΚΝΕ στο Γύθειο. Σε τσάκωσα γιατρέ. Κρατάω τώρα το νήμα. Ξεδιπλώσου κάνοντας κύκλους γύρω από τον εαυτό σου. Θέλω να δω για χιλιοστή φορά αυτή τη σπειροειδή κίνηση της μνήμης που θα σε βυθίσει στις πιο απόμακρες γωνιές, με τις αράχνες και τα κειμήλια, τις σβουνιές στο πάτωμα. Θέλω να γίνεις πάλι έφηβος. Μόνο πιάσε γερά το σκοινί, μη σου φύγει, γιατί έχω δει άλλους να χάνονται και να με παίρνουν βράδια στο τηλέφωνο, πού είσαι και πού χάθηκες ρε παλικάρι, απελπισμένα ψάχνουν ένα σύμμαχο για την απάλευτη μοναξιά, έναν "Γερμανό" που δε νικιέται με τίποτα δηλαδή. Είσαι ένας ψυχρός μπάσταρδος. Έχεις κόψει άπειρους ανθρώπους, έχεις αφαιρέσει καρκίνους, έχεις κάνει τραχειοτομές, θυρεοειδείς, έχεις δει πνευμόνια χρόνιων καπνιστών, αλλά πότε, πες μου πότε είδες θανάτους τόσο αδικαιολόγητους κι όμως τόσο δικαιολογημένους που να βρίζεις τη ζωή την ίδια; Ναι, το ξέρω το Δουργούτι. Και το μπλόκο το ξέρω. Μη ρωτάς, λέγε...Και να είχες τελειώσει την ιατρική εκείνη τη μέρα, δεν θα μπορούσες να τον σώσεις τον Σταύρο. Ναι, Σταύρο τον λέγανε. Φυσικά είμαι σίγουρος. Δημήτρης το κανονικό, Σταύρος το ψευδώνυμο. Τον είχες δει στον Κοπανά, σε μια γιάφκα. Ξέρω σου λέω. Πες μου. Ένας σωρός από κρέατα και μαλλιά, τον είχαν πολτοποιήσει με κασμάδες οι ταγματασφαλίτες. Ήλιος ντάλα, μπροστά στο γκαράζ της ΕΘΕΛ. Ναι, ξέρω ποια είναι η ΕΘΕΛ. Αφού ξέρω σου λέω, έχω πάει. Πάω κάθε μέρα. Αλλά όχι, δε με ικανοποιείς γιατρέ. Εγώ δεν ήρθα σήμερα για να παίξω. Δεν παίζω πια. Θέλω να αυτονυστεριαστείς υποδειγματικά. Θέλω να κόψεις πιο βαθιά. Ακόμα δεν έχεις καταλάβει πως δεν θέλω να με συγκινήσεις, δεν θέλω να κάνεις επίκληση στο συναίσθημά μου. Το δικό σου συναίσθημα θέλω να επικαλεστείς, να το φωνάξεις και να χυθεί στο δωμάτιο και να ανατινάξει τις μπαλκονόπορτες. Αυτό δεν είναι σαλόνι, είναι χειρουργικό τραπέζι. Κι εγώ ο χειρουργός σου. Ξέρω πως κάτι έχεις, δεν υπάρχει κανένας σας που να μην έχει ακουμπήσει μια ζωή ολόκληρη σε ένα αγκωνάρι, μια και μοναδική εικόνα διάρκειας ενός μόλις βλεφαρίσματος. Θα σε βοηθήσω εγώ. Μην αυτοθαυμάζεσαι τόσο ψεύτικα επειδή σου ξανάρχονται στη μνήμη τοπωνύμια και σκόρπια ονόματα, και μη φοβάσαι. Ρε χέσε τον τόμο της ενδοκρινολογίας που είναι πάνω στο τραπέζι, ξέχνα και το κάπνισμα που καίει τα τριχίδια των πνευμόνων. Δεν ξεφεύγεις λέμε. Παράδωσε το σεντούκι με τον χρυσό του Κορτες και όλα τα τιμαλφή της Τενοχτιτλάν και θα φύγω. Πεδίο του Άρεως. Ιούλιος του '43 ήταν, όχι του '44. Ο Αξελός δεν ήρθε στο ραντεβού, λες ότι κάτι του έτυχε. Μπορεί και να κώλωσε. Στο παλκοσένικο η Δανάη, κρυφοοργανωμένη η πουτανίτσα η διασκεδάστρια. Σε καλύπτει με το γλυπτό κορμί της μη σου ρθει καμιά σφαίρα από τον ιταλικό καταυλισμό, για τα λίγα δευτερόλεπτα που σου χρειάζονται να ειδοποιήσεις για την αυριανή συγκέντρωση το εμβρόντητο κοινό. Και μετά μπουχός, σπίτι, με μια ενδιάμεση στάση για το καθιερωμένο ξύλο με τους Χίτες του Πολυτεχνείου, κλωτσοπατινάδα και μπουκαλιές και σιδερογροθιές. Κάπου το πας. Νιώθω ένα αεράκι. Ναι. Ήσουνα εκεί γιατρέ; Στη μέρα των μερών; Στην έφοδο στον ουρανό; Ήσουνα, ναι. Μια από τις σταγόνες σε κείνο το ανθρώπινο ποτάμι που ξεχείλιζε από οργή και πόνο και δάκρυα και αγάπη και όνειρα. Ήσουνα στην αλυσίδα της Σπουδάζουσας, πίσω ακριβώς από την τιμητική εμπροσθοφυλακή των ανάπηρων και πλάι σας η ΚΟΒ του Γκύζη, τα πυρπολημένα κορίτσια της 7ης Αχτίδας. Δεν θυμάσαι καν τα ονόματα των κάθετων δρόμων. Δεν θυμάσαι μήνα, δε θυμάσαι μέρα. Αλλά ήσουν εκεί. Ένας απ' τους ευλογημένους του "εδώ και τώρα". Με μπουκάλια κονιάκ για όπλα, καρεκλοπόδαρα και μαρμαρόπλακες από τον κήπο του μουσείου, μπροστά στα βαριά πολυβόλα, τις σφαίρες τους τις φαρμακερές, τα ατσάλινα θηρία. Η εικόνα παγώνει. Τα δάχτυλα της Παναγιώτας Σταθοπούλου (οδός Παναγιώτας Σταθοπούλου, πρώην Πανεπιστημίου, τι σκέψη!) αγγίζουν την ερπύστρια του γερμανικού άρματος. Εκείνη τη στιγμή ένα freeze frame. Το όνειρο...Το όνειρο...Τι μεγαλείο. Οι σκλάβοι, οι άοπλοι σκλάβοι, τα προφυματικά σακιά από κόκκαλα, με τα διχτάκια του συσσιτίου και τα κοκκάλινα γυαλάκια, τα ακορντεόν και τις βραχνιασμένες φωνές απ' τα συνθήματα, μια καυτή λάβα που λιώνει τα πάντα στο πέρασμά της. Η κορυφαία στιγμή της Αντίστασης, της κάθε αντίστασης. Ένας λαός βασανισμένος στο απόγειο της ψυχικής του ορμής, οι μετρητές σπάνε, οι ουρανοί ανοίγουν, τα αγάλματα στο πανεπιστήμιο δακρύζουν, Ιταλοί αξιωματικοί από τα μπαλκόνια της Σταδίου σηκώνουν γροθιές αντιφασιστικής χαράς. Νικήσαμε. Για ένα δευτερόλεπτο. Νικήσαμε. Και ό,τι διαδραματίστηκε στην ελληνική ιστορία, κάθε δευτερόλεπτο που πέρασε, μετά από εκείνο το μεσημέρι αιώνια υποθηκευμένο. Kαι οι σπουδές και τα μούλικα και τα κολλέγιά τους και οι Γενεύες και οι Αμερικές και οι βίλλες των διεφθαρμένων και τα γυφτοτσιφτετέλια και τα Ντάτσουν και οι πλαστικές σημαίες και τα spreads και οι επαναστάτες της κλανιάς. Υποθηκευμένα όλα μα όλα σε τούτο το κλάσμα του δευτερολέπτου, όταν κάποια κοριτσίστικα κρινοδάχτυλα 18 Μαίων ακούμπησαν το θώρακα ενός γερμανικού άρματος μάχης οπλισμένα με το θράσος της ηλικίας και τον έλιωσαν με την ζέστη τους. Πιάνω με ένα αυτάρεσκο μειδίαμα τη φωνή σου να σπάει. Το βότσαλο βγάζει έναν εκρηκτικό κρότο που αντηχεί μεταλλικά στο μεγάλο σαλόνι, γκελάρει στις γωνίες του τζακιού, χύνεται σαν το άσπιλο και παγωμένο χιόνι στον ουρανό του κυριακάτικου πρωινού και ταξιδεύει πάνω από τα κεφάλια των διαδηλωτών, το πρόχειρο νεκροταφείο των εξορίστων στον Εύδηλο και τους τάφους των αμούστακων ελασιτών στην κεντρική λεωφόρο της Καισαριανής. Χάνεται μέσα μου και ξεψυχάει σε μια εκκωφαντική σιωπή. Κλαις. Σε βρήκα. Αγγίζω την πληγή. Βγάλε το χέρι από τα μάτια σου και μη φοβάσαι. Άσε με να δω τα δάκρυά σου, εγώ ξέρω, εγώ καταλαβαίνω.  "Πληρωμές αθώων, ηρώων χρονιές ζεματιστές, βάσανα στυφά κι αληθινά βασανιστήρια, ό,τι αγαπήσαμε κι ό,τι ονειρευτήκαμε, ψυχές νεκρών που αλυχτούνε ακόμα μέσα μας, ακυβέρνητες, αλάδωτες και αδιάβαστες πάνε κι έρχονται. Σουλατσέρνουν και κρύβονται, εμφανίζονται φάντης μπαστούνι, τις πιο ακατάλληλες στιγμές. Τα κλειδιά τα κρατάνε τα συμφέροντα πλέον. Επιβήτορες της ίδιας μας της ψυχής". Πώς αλλιώς;...Πώς αλλιώς γαμώτο;...Τι σου συμβαίνει; Απορείς φτωχέ μου πλουσιόγερε, και δικαιολογημένα. Κάποτε θα σου έλεγα συγνώμη, κάποτε θα τα μπηζα κι εγώ. Όχι πια. Όχι πια. Πώς με λένε; Ξέχασες να ρωτήσεις, δεν πειράζει, δεν έχει σημασία. Ωραίο όνομα λες. Ναι, Αργοναύτες, χρυσόμαλλο δέρας....Μα εγώ σκέφτομαι τις Άρπυιες. Σκέψεις σαν ανθρωποφάγα τερατόμορφα ιπτάμενα πλάσματα μου γαμάνε το μυαλό, μου ξεσκίζουν την καρδιά: "Για ποιον; Για ποιους επιτέλους; Τι να ακολουθήσουμε; Πού να πιστέψουμε και πώς να ζήσουμε;" Να αγωνιστούμε, κάθε μέρα, σε όλα...Στον κακό μας εαυτό, στις παραξενιές και τις ιδιοτροπίες, να σώσουμε τον κόσμο. Ναι, εμείς. Η γενιά των i-phone και των άλλων σιχαμάτων που δεν αξίζουν τρεις αναφορές στο ίδιο κείμενο. Ο ουρανός της ανιδιοτέλειας μας περιμένει με αγωνία, είναι δικός μας. Άσε με να κάνω ένα τσιγάρο γιατρέ κι από σήμερα ούτε που θα το  ξαναβάλω στο στόμα μου, το υπόσχομαι. Τελείωσα με την πάρτη σου και με όλη σου τη γενιά. Σήκω, ράψου, βάλε πάγο στην πληγή, ξέρω ότι το βράδυ θα φέρεις στη μνήμη σου φάτσες βρυκολακιασμένες, οπότε θα σου γράψω μερικά ξόρκια και κοκτέιλ από παυσίπονα και μια καλή δίαιτα για την ανάρρωση. Κι εσύ απλώς ξέχνα ότι με είδες, ξέχνα και τη φωτογραφία που σου ζήτησα, ξέχασέ τα όλα. Δωρεάν η επίσκεψη, κράτησε την κάρτα μου αν και το πιθανότερο είναι να μην σηκώσω τηλέφωνο. Το τελευταίο κλώτσημα, η τελευταία τομή. Αντίο.   

Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2012

O ασύληπτος σάτιρος του Λιόπεση



Στις 27 Φεβρουαρίου 1961, δυο μαθήτριες του δημοτικού επιστρέφουν από το σχολείο στο σπίτι τους, στου Ζωγράφου. Ένα πολυτελές αυτοκίνητο σταματάει δίπλα τους και ο οδηγός, ένας όμορφος νεαρός γύρω στα τριάντα, ρωτάει τα κορίτσια πού είναι η οδός Ανακρέοντος. Όταν του απαντούν, παρακαλεί τη μία τους να ανεβεί στο αυτοκίνητο και να τον οδηγήσει εκεί για να μη χάσει το δρόμο. Ανυποψίαστο, το οχτάχρονο κοριτσάκι κάθεται στη θέση του συνοδηγού αλλά ο οδηγός αναπτύσσει ταχύτητα και βγαίνει στη Μεσογείων. Η μικρή καταλαβαίνει ότι κάτι δεν πάει καλά και βάζει τις φωνές, τότε εκείνος τη φιμώνει με το ένα χέρι ενώ πατάει γκάζι. Περνάει τον Χολαργό, την Αγία Παρασκευή και τον Σταυρό. Λίγο πριν φτάσει στο Λιόπεσι, στρίβει σε χωματόδρομο, βιάζει το κοριτσάκι και ύστερα εξαφανίζεται. Διαβάτες βρίσκουν το κοριτσάκι και το οδηγούν στη Χωροφυλακή και από εκεί στους γονείς της. Όπως λέει το ρεπορτάζ της εποχής, «αι αστυνομικαί αρχαί υπέθεσαν κατ’ αρχήν ότι η μικρά υπερέβαλε τα γεγονότα και ότι δια να δικαιολογήση περίπατον επ’ αυτοκινήτου μετ’ αγνώστου και ίσως μερικά αηδή φιλήματα παρ’ αυτού, έπλασε τον μύθον περί της βδελυράς επιθέσεως … Εις τούτο συνέτεινε βεβαίως και η αφέλεια της διηγήσεως της παιδίσκης περί των συμβάντων. … Η μικρά, όμως, την μεσημβρίαν χθες απεστάλη εις την ιατροδικαστικήν υπηρεσίαν και εξητάσθη από τον ιατροδικαστήν κ. Αγιουτάντην, ο οποίος διεπίστωσεν ότι ο άγνωστος κτηνάνθρωπος είχε καταστρέψει την μικράν κατά σαδιστικόν τρόπον δια να κορέση το βδελυρόν πάθος του».



Τις επόμενες μέρες ο σάτυρος του Λιόπεσι θα κυριαρχήσει στην επικαιρότητα. Σύμφωνα με τις εφημερίδες, η κινητοποίηση της αστυνομίας είναι πρωτοφανής· τα ρεπορτάζ κάνουν λόγο για 1350 αστυνομικούς. Ωστόσο, ο δράστης δεν θα εντοπιστεί. Οι μαρτυρίες της μικρής, της συμμαθήτριάς της και ενός περαστικού που είχε βρεθεί μπροστά στη στιγμή της συνομιλίας με τον απαγωγέα δεν συμπίπτουν ούτε στην περιγραφή του αυτοκινήτου (από γκρίζο έως πράσινο σκούρο, πάντως τύπου στέισον) ούτε στα χαρακτηριστικά του δράστη. Από πρόχειρη αναδίφηση των εφημερίδων, δεν βρήκα κάποια αναφορά σε μεταγενέστερη σύλληψη.




Αυτό το περιστατικό, οπωσδήποτε συγκλονιστικό για την τότε Αθήνα, δίνει στον Μποστ την έμπνευση για ένα σατιρικό σκίτσο (στην εφημερίδα «Ελευθερία») που σήμερα θα μπορούσε να θεωρηθεί πολιτικά απρεπές. Παριστάνει τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, τον θείο του σημερινού πρωθυπουργού, ως τον «σάτιρο του Λιόπεση», να οδηγεί πολυτελές αυτοκίνητο μάρκας ΕΡΕ και να προσπαθεί να ξεγελάσει με γαλιφιές τη μικρή Εξουσία, μαθήτρια στη «Δημοκρατική Σχολή». Οι οδικές πινακίδες είναι όλες επηρεασμένες από την μακρά προεκλογική περίοδο που ζούσε ο τόπος. Ο «σάτιρος» κατευθύνεται προς «Οδόν Πλειοψυφικών» και «Λεοφόρο Συνγκενών Κομάτων» (επρόκειτο για διάταξη που απέτρεπε ευρείες εκλογικές συμμαχίες) και τελικά προς την «Πλατείαν Ολαδικάμας», ενώ η μικρή έχει σκοπό να φτάσει στην «Πλατείαν Αναλογικής».

Τελικά, το σκίτσο του Μποστ θα αποδειχτεί προφητικό, καθώς οι εκλογές που θα γίνουν στις 29 Οκτωβρίου 1961 θα μείνουν στην ιστορία ως Εκλογές βίας και νοθείας, κυρίως σε βάρος της ΕΔΑ που μην το ξεχνάμε ήταν αξιωματική αντιπολίτευση αλλά και εναντίον της Ένωσης Κέντρου. Έτσι, το λογοπαίγνιο για την «βιαζομένη δια τον προορισμό της» θα βγει αληθινό.



Ο διάλογος είναι σχετικά σύντομος, ωστόσο βρίσκουμε αρκετά μποστικά στερεότυπα, όπως τη χρήση του είμαι με μετοχή αντί γι’ απλό ρήμα (είμαι σέβων), την κατάχρηση της γενικής (με ανοικτών χρωμάτων), τις αρσενικές μετοχές με θηλυκό γένος (κλαίων και πονών). Παρεμπιπτόντως, βλέπουμε ότι ο Μποστ σπάνια παίζει με τόνους και πνεύματα, οι ανορθογραφίες του στη συντριπτική πλειοψηφία μεταφέρονται αυτούσιες στο μονοτονικό. Όσο για το «μαιανδρικό» κείμενο που πλαισιώνει το σκίτσο, για να μη στραβολαιμιάζετε το αντιγράφω εδώ, ζητώντας συγνώμη αν από κεκτημένη ταχύτητα έκανα κάποιο «ορθογραφικό σωστό»:

Έχω μια κούρσα γιότα χη με ανοικτών χρωμάτων
έλα να πάμε εξοχή στων συγκενών κομάτων
Εκεί που ψάλουν τα πτηνά κε άνθη εβοδιάζουν
δεν είμαι από τους σοφέρ τας κορασίς που βιάζουν.
Εγώ συνήθος φέρομε ως στοργικός πατέρας
κυκλοφορώ με την ΕΡΕ κε πιάτσαν εις τας Σέρας
Έλα στο αφτοκίνητον υπάρχη μία θέση
όλαι συνήθως αντιδρούν στο τέλος τούς αρέση.

Κατά σύμπτωση, σήμερα που δημοσιεύω το σκίτσο κλείνουν 48 χρόνια από την αρχική του δημοσίευση (5.3.1961), η χώρα βρίσκεται λίγο-πολύ σε προεκλογική περίοδο, ενώ στην πολιτική ζωή πρωταγωνιστούν ο ανιψιός του ενός και ο εγγονός του άλλου πρωταγωνιστή της εποχής του σκίτσου. Μένει να δούμε αν η μαθήτρια αυτή τη φορά θα τη γλιτώσει.


 (από www.sarantakos.com)

De Profundis, no 1


You and me wearing raincoats / standing solo in the sun / You and me chasing paper / getting nowhere / We are on our way home / We are going home (Lennon / McCartney).

Τον γνώρισα όταν ήμασταν περισσότερο παιδιά απ' ό,τι τώρα. Ίσα-ίσα που βάζαμε ξυράφι στο πρόσωπό μας. Έξω από ένα αμφιθέατρο, στο κτίριο με τα γυμνά μπετά δυο κουβέντες. Φορούσε καρώ πουκάμισο και γυαλιά, σα να μου έλεγε "σου μοιάζω, μη φοβάσαι". Ένα απόγεμα κορόιδευε μια πράσινη κασετίνα που είχα -ενθύμιο από το σχολείο (το μόνο άψυχο αντικείμενο που κρατούσα πεισματικά από τα πιο αδιάφορα χρόνια της ζωής μου) -και την ακουμπούσα πάνω στο έδρανο. Δεν του κράτησα κακία. Μετά τον έβλεπα με κείνο το μαύρο παλτό και τις τραγιάσκες του να μοιάζει με πρίγκηπα. "Πολύ στυλάτος" σκέφτηκα. Η φιλία διάβηκε, όπως συνήθως συμβαίνει, την πόρτα της αλληλοεκτίμησης. Ο καλύτερος αρχαιολόγος της γενιάς μου. Τάξη του 2002. Διαβάζαμε κλασική αρχαιολογία στο σπουδαστήριο, με μάθαινε τι θα πει θριγκός, πρόστυλο, δίπτερος ναός, με μύησε στον John Boardman, γέλαγε όταν ανακάλυψα την ετυμολογία της λέξης "εκατόμπεδος" σα να μου έλεγε "έρχεσαι δεύτερος". Μετά τον έβλεπα στους διαδρόμους σκεφτικό, μια φευγαλέα φιγούρα, θηρίο στο κλουβί, έμαθα ότι τον είχε πυροβολήσει στο ψαχνό μια κοκκινομάλλα. Κι αυτός έκρυβε την πληγή του στήθους μέσα στο μαύρο του παλτό. Ο πρίγκηπας. Ο πρώτος που πήρα τηλέφωνο να του εξιστορήσω την γλύκα της πρώτης μου χυλόπιτας. Απ' τους λίγους που αντιλήφθηκαν το χιούμορ μου, κάποιος που μπορώ να εκτοξεύω ατάκες που κανείς άλλος δεν καταλαβαίνει, ένας ολοδικός μας κώδικας. Εσύ κι εγώ παράταιροι. Εγωιστές, φιλόδοξοι, ενίοτε υπερφίαλοι, με τρομακτικά συναισθηματικά αποθέματα, απύθμενη ευαισθησία και βαθιά κατανόηση. Τα ισχυρά μας όπλα. Ατομικές βόμβες. Τα σημάδια αναγνώρισης είχαν περάσει σε άλλο επίπεδο, δεν αφορούσαν πια ενδυματολογικές επιλογές. Είμαστε φίλοι πια. Και ξέρεις τι σκέφτηκα πρόσφατα που ήμουνα άδειος και μόνος; Ότι εμείς (ο καθένας μόνος αλλά κι οι δύο μαζί) δε βγήκαμε ποτέ να χτυπήσουμε γκόμενες, δεν πήγαμε στο μπουρδέλο, δεν τα σπάσαμε στα μπουζούκια (εσύ, εγώ ναι!), δεν  ψωνίσαμε ακριβά ρούχα (εγώ, εσύ ναι!), δεν κάναμε καφρίλες, δεν πήραμε αυτοκίνητα να τρέχουμε με διακόσια στην παραλιακή. Αυτό που οι άλλοι λένε εφηβεία, και υπόσχεται αναδρομικές ονειρώξεις, μας προσπέρασε ή το αγνοήσαμε; Της φανήκαμε άσχημοι ή μας φάνηκε δύσκολη; Ποιος φόβισε τον άλλον; Αλλά μετά θυμήθηκα τις αθηναικές βόλτες, άσκοπα σουλατσαρίσματα στην πόλη που τόσο αγαπάμε, να μου δείχνεις αρχαία κτίρια, να σου δείχνω κατοχικά, διέλυσαν μεμιάς όλες αυτές τις σκέψεις. "Ρε συ, λες να μη μας καταλάβουν εκεί έξω; Να μη μας νιώσουν; Λες να τους τρομάξουμε;" "Μπορεί. Αλλά αν συμβεί κάτι, πάρε με τηλέφωνο...", "Ναι ρε, εγώ είμαι εδώ". "Πάντα...".
Πόσα χρόνια πέρασαν; Δέκα. Μεγαλώσαμε. Και δε χωράμε πια στα παλιά μας ρούχα. Μεγάλες δόξες πριν τριανταρήσουμε, στην τσέπη μας ένα από τα δυσκολότερα έπαθλα: ο σεβασμός και η αναγνώριση των μεγαλυτέρων μας. Κερδίσαμε τη γνώση. Κάναμε τη διαφορά. Κι όμως, εμείς οι άριστοι, οι σπασίκλες, με τα αριστεία, τα βραβεία, τους τόμους της Εκδοτικής Αθηνών και το κεφάλι γεμάτο χρυσάφι αλλά και με την καθυστερημένη εφηβεία, τα πήλινα πόδια, τις καρδιές-μαρούλια, τα ενδιαφέροντα που δεν ενδιαφέρουν κανέναν άλλον και τα  κενά που περιμένουν ακόμα το τσιμέντο και το μολύβι να χυθεί ώστε να γίνουν αρμοί, σαρωθήκαμε σαν κλαράκια από χαμόγελα, αγγίγματα, φιλιά και σώματα που μεταμορφώθηκαν στα πιο καταστροφικά τσουνάμι. Μας άνοιξαν θυρίδες στα σκοτάδια. Αλλά κι εμείς δεν αντέξαμε τους εαυτούς μας. Mας πρόδωσε ο εαυτός μας γαμώτο. Γινόμασταν σαν ηλίθιοι ο "άλλος", δεν κάναμε δεύτερες σκέψεις ποτέ. Ίσως επειδή αγαπάμε ολοκληρωτικά ως έφηβοι, ίσως από την αδηφάγο περιέργειά μας, ίσως επειδή δεν αντέχουμε να βλέπουμε κορίτσια να κλαίνε, ίσως επειδή ζηλεύαμε ενδόμυχα, ίσως επειδή θέλαμε να δραπετεύσουμε από την τάξη, να το σκάσουμε, ίσως γιατί σπάσαν τα γυαλιά μας και θέλαμε να μας πάρουν απ' το χέρι στο άγνωστο, στο τέλειο, στο παν. Και τότε που μου έλεγες ότι όλα είναι δρόμος και να μη φοβάμαι το όνειρο, μάντεψε σε ποιο δρόμο μας ξέρασε το όνειρο: Να πονάς και να επανέρχεσαι στην στάση του εμβρύου, να κλαις ηττημένος -πες ταπεινωμένος- δαγκώνοντας το μαξιλάρι εκείνες τις νύχτες που μοιάζουν ατέλειωτες. And no one calls us to the land / and no one knows the wheres or whys...Εμείς, που ήττα και μηδενικά δε γνωρίσαμε στα σχολεία και τα πανεπιστήμια, εκμηδενιστήκαμε στο στίβο μάχης με τα αληθινά πυρά...Θνητοί θεοί. Μικροπρεπείς. Ταπεινοί. Δειλοί. Σκοτεινοί. Φοβισμένοι. Μείναμε μεταξεταστέοι και κατατρομάξαμε. Ξέσπασε βίαια ό,τι μαζεύαμε τόσα χρόνια, ό,τι ασφυκτιούσε για να βγει. Μας αποσυντόνισε, εμάς τους σοβαρούς και μετρημένους και ψύχραιμους και δυνατούς του εργαστηρίου δοκιμών. Και αντί να το δεχτούμε, το μεγιστοποιήσαμε γιατί, βλέπεις, ηδονή ο πόνος, στάχτη ο έρωτας, απάτη η ομορφιά, καύσιμο για την ποίηση του Yeats και τα σόλο του Gilmour. Θέλαμε άσματα ηρωικά και πένθιμα. Αλλά είναι κρύα τα υπόγεια, εκεί που βγάζεις ένα-ένα τα θραύσματα από τις σφαίρες ντουμ-ντουμ, σφαίρες αδέσποτες. Τρελό μου διαμάντι, μας εξιτάρει το Πολυτεχνείο γιατί εσύ κι εγώ αγαπάμε όσο τίποτα τις νύχτες του ορυμαγδού και του θανάτου, οι άλλες μας φαίνονται λίγες κι αδιάφορες. "Ούρλιαζε ψηλαφώντας τον πόνο μας / "Στα σκοτεινά πηγαίνουμε, στα σκοτεινά προχωρούμε" / Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά...". Πονάνε τα τραύματα λοχία. Μάθημα πορείας νυχτερινό. Αυτό κι αν ήταν μάθημα...
Εσύ κι εγώ λατρεύουμε το παρελθόν (Είτε υστερορωμαικό τείχος, είτε αντάρτης απ' τη Δεσφίνα, είναι ο παιδότοπός μας, πάει και τέλειωσε). Εσύ κι εγώ δυο μουσικά φεστιβάλ μεγατόνων, αν βάλεις μαζί το Monterey και το Woodstock, θα γίνει χαμός. Εσύ κι εγώ μαζί, δε μας χωράει ο πλανήτης. Εσύ κι εγώ είμαστε φίλοι. Κι αυτή τη χιονονιφάδα δεν θα τη λιώσει καμιά κόλαση.




Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου 2012

"Δεν είδα το δώρο σου σήμερα και ανησύχησα"

Την εποχή των διαπραγματεύσεων με τους Βρετανούς, ο Μαχάτμα Γκάντι είχε έναν μουσουλμάνο γείτονα ο οποίος τον αντιπαθούσε και τον έβριζε κάθε μέρα. Ένα πρωί που ο Γκάντι πήγε στο μικρό τέμενος του κήπου του να προσευχηθεί, βρήκε ένα μικρό σωρό από σκουπίδια. Ατάραχος, μπήκε στο σπίτι και ζήτησε από τη γυναίκα του μια σκούπα. Αυτή παραξενεύτηκε και προσβλήθηκε, σκέφτηκε "Μα έχω καθαρίσει όλο το σπίτι" και κοίταξε από το παράθυρο. Είδε τον άντρα της να καθαρίζει τα σκουπίδια, να πλένει τα χέρια του και να προσεύχεται κανονικά. Όταν τον ρώτησε από πού ήρθαν όλα αυτά τα σκουπίδια, απάντησε "από το Θεό". Το σκηνικό επαναλήφθηκε και την επόμενη μέρα και την μεθεπόμενη, όλη την υπόλοιπη βδομάδα. Ώσπου κάποια μέρα ο κήπος ήταν άδειος από σκουπίδια. Μετά το πρωινό, ο Γκάντι ζήτησε από τη γυναίκα του να επισκεφθούν το γείτονα. Του χτύπησαν την πόρτα και ο Γκάντι τον ρώτησε αν είναι καλά στην υγεία του, γιατί σήμερα το πρωί δεν έλαβε το δώρο που του έστελνε τις προηγούμενες μέρες...
Σήμερα κανένας Ινδός δεν θεωρεί τον Γκάντι πολιτικό ηγέτη -κανείς πολιτικός δεν υπόσχεται να διώξει την ξένη κατοχή από μια αυτοκρατορία με ένα ραβδί- αλλά πνευματικό άνθρωπο. Η σημερινή εκτυφλωτική οικονομική ανάπτυξη της χώρας (σε κάποιες περιοχές φτάνει το 20%) μπορεί να μην ξεκινά τη στιγμή που η Ίντιρα Γκάντι ανακοίνωνε το 1968 την ολοκλήρωση της πρώτης ατομικής βόμβας ούτε από τότε που άνοιξε το πρώτο μαγαζί με υπολογιστές στο Bangalore ούτε από την απόφαση για επιμήκυνση του σιδηροδρομικού δικτύου. Ξεκινά από μια παράδοση εσωτερικής γαλήνης και πειθαρχίας. Μια ολόκληρη κοσμοαντίληψη που, κατά πάσα πιθανότητα, κανείς δυτικός δεν θα μπορέσει να κατακτήσει αντιγράφοντας τη Yoga, ακούγοντας Τζωρτζ Χάρισον ή τρώγοντας κοτόπουλο με κάρυ... 

Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου 2012

Ένα δάχτυλο να σβήνει το μολύβι

Μέρα τρίτη.
Ξεκινάμε τα μαγικά μας.
Θα συνδέσουμε τα νοήματα σε μια εκτυφλωτική λάμψη, όπως μόνο εμείς ξέρουμε.
Θα ζωγραφίσουμε
με ένα χαρτί κι ένα μολύβι.
Όπως παλιά, θυμάσαι:
"Ο καλός ζωγράφος ζωγραφίζει και με βερνίκι παπουτσιών, δε χρειάζεται να έχει πολλά πράγματα στα χέρια του..."
Να ξαναπαράγεις και να ξαναθεριέψεις μικρέ. Και λίγη υπομονή κάνε
ώσπου να τα ξοδέψεις πάλι
όλα, μέχρι δεκάρας...



Τρίτη 4 Σεπτεμβρίου 2012

Αντίο καπετάνιε...

Eίχε μια βαθιά φωνή ο Μίμης Μπουκουβάλας. Σταθερή και γεμάτη συναίσθημα. Καλοκαίρι ήταν, πρόσφατα, μα δε θυμάμαι χρονιά όσο κι αν προσπαθώ. Η μια και μοναδική φορά που συναντηθήκαμε. Θυμάμαι τις μπλε πυτζάμες σου και τις παντόφλες να μην αφαιρούν τίποτα από την μοναδικότητα της στιγμής. Ήξερες ότι το άσπρο μουστάκι θα χάλαγε την αρχετυπική σου εικόνα και το είχες ξυρίσει από τότε που άσπρισες, μέσα σ' ένα κελί. Δεν ήθελα να βγούμε μαζί φωτογραφία. Η φωτογραφία νοθεύει την ηδονή της μνήμης. Ήθελα να σε θυμάμαι χωρίς εικόνα συγκεκριμένη. Ήθελα να προσθέτω και να αφαιρώ κατά βούληση.
Ξέρω καλά ποιον έχω απέναντί μου. Έναν από κείνους τους ηρωικούς τρελούς που στα 25 τους είχαν σπείρει με ιδρώτα τη γη, είχαν περάσει μήνες στην πρώτη γραμμή, είχαν περπατήσει μερικές χιλιάδες κορφές και είχαν μπει στην αγαπημένη τους πατρίδα επικεφαλής ενός επαναστατικού συντάγματος ιππικού. Όλος ο κάμπος δε σε χώραγε καπετάνιε. Και πώς θα ένιωθες άραγε καπετάνιε αντικρίζοντας τη λαοθάλασσα να σε αποθεώνει από το μπαλκόνι του ξενοδοχείου εκείνο το απόγευμα του Οκτώβρη; Να αποθεώνει το αντάρτικο ιππικό, ολοδικό σου δημιούργημα. Μήνες τη λαχταρούσες τη Λάρισα, την έβλεπες με τα κιάλια και ανυπομονούσες να φύγουν τα μαύρα τέρατα και να μπεις πρώτος με τους ιππείς σου, εμπροσθοφυλακή της μπαρουτοκαπνισμένης Ι Μεραρχίας. Στα 25 σου θρύλος και τραγούδι και ίνδαλμα. Δαφνοστεφανωμένος μα σεμνός. Πριν τους σκοτεινούς καιρούς. Πριν το ξύλο και τα βασανιστήρια, πριν τα εκτελεστικά τους αποσπάσματα, πριν τη Γυάρο, το Μακρονήσι, το Παρθένι της Λέρου και τα δεκαεννιά χρόνια φυλακή. Ποτέ σου δεν έπιασες μολύβι να τα γράψεις. Και τι να γράψεις; Το καμάρι των γεροστρατηγών που σε έλεγαν παιδί τους; Τον ίλαρχό σου τον Καραστάθη που επιτέθηκε στο γυμνό κάμπο, ίσα πάνω σε μια πυροβολαρχία των Ες-Ες και τη διέλυσε; Τον εφεδροελασίτη που μπήκε στην κατεχόμενη Καρδίτσα με μια χειροβομβίδα παίρνοντας μαζί του όλο το γερμανικό θάλαμο; Τα άλογά σας τα περήφανα που τώρα μετέφεραν αμερικάνικα εφόδια και τα καβάλαγε ο Σούρλας; Tα μαλλιά σου που είχαν ασπρίσει πριν κλείσεις τα 30; Κλαίω ρε Μπουκουβάλα. Κλαίω γιατί το έπιασα το σπάσιμο στη φωνή σου. Το ένιωσα. Ούτε μια φωτογραφία δε σου είχε απομείνει. Ένα γαμώτο σου αφήσαν όλα αυτά. Για σένα και για τον Ασπροπόταμο, τον Περονόσπορο, τον Βενιαμίν, τον Κόζιακα, τον Καρτσιώτη, τον ίλαρχο Καραστάθη, τον Γερασιμίδη, τον συνταγματάρχη Κασσάνδρα, το Σαράφη που σε λάτρευε, το Ζώκα, τον Βρατσάνο, τους ραψανιώτες, τους ξωμάχους της Θεσσαλίας, τους βοσκούς των Αγράφων...Την παρέα που μέσα στη θύελλα ύψωσε σπαθιά και σφυριά και δρεπάνια και επέμενε να τραγουδάει δυνατά είτε εδώ είτε στο επέκεινα, χωρίς να κόψει ποτέ το τραγούδι στη μέση: "Κορώνα, Ριζαριό, Μάχη της Κιάνας / οι καβαλάρηδες του Μπουκουβάλα...".
Καλό ταξίδι καπετάνιε. Χαιρετίσματα σε όλους.  

Δευτέρα 3 Σεπτεμβρίου 2012

Γιώργος Σεφέρης, Μέρες Δ’, 16 Φεβρουαρίου 1925-17 Αυγούστου 1931

Τώρα που ξέρω πως δεν μπορώ να σε συναντήσω πουθενά, τι σε νοιάζει που βρίσκομαι. Εδώ ή εκεί η απουσία σου θα με βαραίνει, θα με κάνει όμοιο με τους άλλους ανθρώπους. 
Θυμάμαι εκείνη την τελευταία φορα' οι ψυχές μας βρισκόντουσαν τόσο δυνατά σφιγμένες από τον ενδεχόμενο χωρισμό, που τα κορμιά ελεύθερα στο στοιχείο τους, αυτά μόνο μας σμίγανε ακόμη.

Έπειτα βλέπω ακόμη τα χείλη και τα μάτια σου.
Τα τελευταία σου λόγια

Τα δάκρυα με πήραν πολύ αργότερα, τη νύχτα
Συλλογιζόμουν τους στενούς δρόμους όπου σε περίμενα
Θα είχαν πια σκοτεινιάσει. Αν δε σ’έβλεπα ήταν ζήτημα αποστάσεως. Πόσης απόστασης;