Ο Γιώργος Κατσής γεννήθηκε στην Άνω Κτημένη Καρδίτσας το 1928. Στην
Κατοχή ήταν μέλος της ΕΠΟΝ. Ο πατέρας του Νικόλαος ήταν πρόεδρος του Λαϊκού
Δικαστηρίου στο χωριού, ενώ ο μεγαλύτερος αδελφός του Κώστας σκοτώθηκε ως
αντάρτης του ΕΛΑΣ. Το 1947, για να αποφύγει την καταδίωξη παρακρατικών ομάδων, πήγε
αντάρτης στα Άγραφα και αργότερα στην 105 Ταξιαρχία του ΔΣΕ στο Γράμμο. Πήρε
μέρος στην επική μάχη του Κλέφτη το 1948, βρέθηκε στην εμπροσθοφυλακή κατά τη
διείσδυση στο Βίτσι και πολέμησε σε όλες τις μάχες για την ανακατάληψη του Γράμμου το 1949
κινδυνεύοντας να σκοτωθεί στα Πατώματα. Φοίτησε στη Σχολή Ανθυπολοχαγών του
Γενικού Αρχηγείου (ΣΑΓΑ). Τραυματίστηκε δύο φορές. Από το 1949 έως το 1986 έζησε
ως πολιτικός πρόσφυγας στην Τασκένδη όπου σπούδασε και εργάστηκε ως
αρχιμηχανικός. Σήμερα ζει στην Αθήνα και είναι μέλος του ΚΚΕ.
- Γιατί καταταγήκατε στο Δημοκρατικό Στρατό;
Για να πάρεις
μια εικόνα, το 1945 δρούσαν στην Θεσσαλία δεκάδες ληστοσυμμορίες που σκότωναν
και λεηλατούσαν. Τον Ιούνιο πιάσαν τον αδελφό μου το Μήτσο, τον κρέμασαν από
ένα δέντρο, τον έκαναν κιμά από το ξύλο και μετά τον αφήσανε. Τον ξανάπιασαν
για να τον εκτελέσουν αλλά γλίτωσε με επέμβαση του μακαρίτη του πατέρα μου. Από
τότε, η οικογένειά μας ήταν στο στόχαστρο. Στις αρχές του ’46 πήγα τσοπανόπουλο
στα πρόβατά μας. Εκείνη την περίοδο είχε κορυφωθεί η τρομοκρατία και κρατούσαμε
περίπου 17 αντάρτες καταδιωκόμενους με επικεφαλής το Νάκο το Μπελή. Τους
πηγαίναμε ψωμί. Στις 19 του Ιούλη μετακινήθηκαν και μαζί τους έφυγε κι ο
αδερφός μου ο Μήτσος. Εμάς, με τον πατέρα, τη μάνα μου και τις αδελφές μου μας
πήγαν «εξορία» στην Καρδίτσα κι ένας ανθυπομοίραρχος Χαλντούπης διέταξε τον
πατέρα μου να πάει να φέρει τον αδερφό μου απ’ το βουνό: «Κύριε Νίκο, φέρε τα
παιδιά σου και αύριο θα ‘σαι ελεύθερος». Εμάς μας απολύσανε αλλά τον πατέρα μου
τον κρατήσανε, τον καταδικάσανε σε θάνατο, μετά σε ισόβια κι απολύθηκε το ’61!
Ποιος; Αυτός που έφτασε πολεμώντας μέχρι το Σαγγάριο, έχασε κι έναν αδελφό του
εκεί πέρα, και έφερε και το «μανλιχέρι» από κει (μ’ αυτό σκοτώθηκε ο αδερφός
μου στον ΕΛΑΣ).
- Πότε και σε ποια μονάδα
ενταχθήκατε;
Το
’47 τον Ιούλιο μήνα, αφού μας κυνηγούσαν, πήγα στο Αρχηγείο Αγράφων. Εκεί
αρχηγός ήταν ο Γεδεών Λουλές και ο Θόδωρος Καλλίνος (Αμάρμπεης), αρχηγός –με
συγχωρείς– με αρχίδια. Αυτός έβαλε τάξη κι όλες οι επιθέσεις γίνονταν κανονικά.
Όταν πήγα αντάρτης, μας κάψαν το σπίτι, μας πήραν όλο το κοπάδι. Οι αδελφές μου
(και η μικρότερη, 17 χρονών) αναγκαστικά ήρθαν μαζί μας. Το Σεπτέμβριο μιας
μεγάλη πορεία –περίπου 4.000 ανθρώποι, τραυματίες, ανάπηροι, παιδιά– φύγανε απ’
τα Άγραφα για να περάσουν στην Ελεύθερη Ελλάδα. Να περάσουμε τα Τζουμέρκα και
να βγούμε στο Μέτσοβο…Μετά 17 μερόνυχτα, βγήκαμε στο Μέτσοβο. Στις 25 Οκτωβρίου
1947 δώσαμε και την πρώτη μάχη, ήμουνα με μια ομάδα, 7-8 παιδιά απ’ το χωριό
μου. Πού ξέραμε! Τρέχαμε μέσα στα δέντρα, τουφεκάγαμε μπαμ μπουμ! Εκεί έγινε το
στρατόπεδο: γυναίκες, γέροι, μικρά παιδιά, να τους ταΐσεις, να τους ντύσεις μες
στο χειμώνα…Εκεί, μετά τη Μάχη της Κόνιτσας (Δεκέμβριο μήνα), έγινε μια
ανακατάταξη και απ’ την ομάδα ασφαλείας του Αρχηγείου, εγώ και κάποιοι άλλοι
σύντροφοι πέσαμε στο τάγμα του Ηλία Αλευρά, στην 105η Ταξιαρχία με
διοικητή τον Παύλο Τομπουλίδη, μόνιμο αξιωματικό. Περάσαμε από το Γράμμο στο
Βίτσι, καθίσαμε στο Πισοδέρι (χωρίς μάχες) μέχρι περίπου τις αρχές του Μαΐου
του ’48 όταν μετακομίσαμε στο Γράμμο και περάσαμε δυο αποστολές από την Κατάρα.
Την Κατάρα την «καταραμένη» που λέω εγώ…Και μετά, με διαταγή, πήγαμε στα οχυρά
που έπρεπε να κατασκευαστούν και να επανδρωθούν στο Γράμμο. Κι εμείς ταχθήκαμε
στον Κλέφτη.
- Μιλήστε μου λίγο για
τις οχυρώσεις στο Γράμμο.
Κοίταξε να δεις, τα οχυρά –ή
«αμπριά» που τα λέγαμε– ήταν ορύγματα σκαμμένα στο χώμα, σκεπασμένα με δυο ή
τρεις σειρές κορμούς δέντρων και είχανε μια ή δυο θυρίδες πολυβόλου κατά την
κατεύθυνση που περίμενες επίθεση. Ανάμεσα στα αμπριά υπήρχε το χαράκωμα
επικοινωνίας. Όπου υπήρχε δυνατότητα βέβαια. Να μπορεί δηλαδή ανάμεσά τους να
γίνεται επικοινωνία, εντολές για επίθεση, οπισθοχώρηση.
- Όλα αυτά τα σκάψατε μόνοι σας;
Βέβαια! Υπήρχε και τάγμα πριν από
μας που με διαταγή του Γενικού Αρχηγείου είχε φτιάξει τις οχυρώσεις στον
Κλέφτη.
- Ποια ήταν η διάταξή σας
στη Μάχη του Γράμμου;
Ο Κλέφτης ήταν στο Δυτικό Γράμμο όπου ήμασταν
τρεις ταξιαρχίες, η 102, η 103 και η 105. Μέτωπο είχαμε από Σούσνιτσα, Τσομπάνη
μέχρι τον Κλέφτη, με κατεύθυνση από τα νοτιοδυτικά προς τα ανατολικά. Στον
Ανατολικό Γράμμο ήταν η Χ και η ΙΧ Μεραρχία του ΔΣΕ, με τις ταξιαρχίες 16, 18
και άλλες μονάδες. Όλοι υπαγόμασταν στην 670 Μονάδα, δηλαδή την τακτική
διοίκηση του Γράμμου.
- Θα μου περιγράψετε τη
Μάχη του Κλέφτη;
Έξω απ’ την Κόνιτσα υπάρχει μια
λαγκάδα που λέγεται «Τράπεζα». Εκεί είχαν στήσει 42 πυροβόλα. Τα είδαμε από
ανιχνευτικές κρούσεις που κάναμε και καταλάβαμε ότι σήμερα-αύριο αρχίζουν οι
επιχειρήσεις. Το κύριο ήταν να κρατήσει η κορυφογραμμή. Οι μάχες άρχισαν στις
20 Ιουνίου. Από το πρωί έρχονταν οι λεγόμενοι «γαλατάδες», τα ανιχνευτικά
αεροπλάνα. Το δεύτερο σκέλος ήταν τα καταδιωκτικά, μετά το πυροβολικό και μετά
ο στρατός. Έφταναν σε απόσταση 10-15 μέτρα. Τους πετούσαμε χειροβομβίδες όρθιοι
και ρίχναμε τα Πάντσερ (αντιαρματικές γροθιές). Είναι καταστρεπτικό όπλο το
Πάντσερ, και για σκοτωμό και για πανικό. Κάνει μεγάλο κρότο. Κι αν δεν ξέρεις
να το κρατήσεις, τα αέρια θα σε τινάξουν. Το βράδυ κάναμε ανιχνεύσεις, και η
μία πλευρά και η άλλη. Αυτό σε καθημερινή βάση. Και 3 φορές την ημέρα! 4 φορές
την ημέρα! Στις 3 ή 4 Ιουλίου που μας παρακολουθούσε κι ο βασιλιάς απ’ τον
Άη-Λια της Κόνιτσας είχε καεί ο τόπος…Τα έλατα κλαδεύτηκαν όλα από πάνω, όπως
κλαδεύεις τ’ αμπέλι. Νομίζεις ότι δεν είχε μείνει ψυχή. Πτώματα, τραυματίες,
κακό…Το βασικό ήταν οι ρουκέτες. Είχαν πολύ συνδυασμένα πυρά. Αλλά ο Κλέφτης
δεν έπεσε. Πόσες επιθέσεις κάνανε! Εγώ σε όλη τη μάχη ήμουνα σύνδεσμος με τη
διοίκηση, τον Ηλία τον Αλευρά και τον Πολιτικό Επίτροπο, τον Παύλο Κοντογιώργο,
παλιός κομμουνιστής, αυτός με έκανε και μέλος του Κόμματος. «Γιώργο, πρόσεξε,
φυλάξου!» έλεγε συνέχεια. Ο Κοντογιώργος ήταν «εμψυχωτής», πήγαινε στο χαράκωμα
κι εμψύχωνε. Αυτό ήταν μεγάλο πράγμα σε κείνες τις κρίσιμες στιγμές. Ήταν ένα
αμπρί που δεν έπεφτε με τίποτα. Με δυο μαχητές και δυο μαχήτριες με δύο
πολυβόλα Μπρεν. Τους πήγαινα εγώ φαγητό και σφαίρες. Αυτό κράτησε μέχρι τις 11
Ιουλίου, περίπου 20 μέρες. Και μας αντικατέστησε το Τάγμα του Παλαιολόγου της
102 Ταξιαρχίας. Είχαν φτάσει δίπλα στον Κλέφτη αυτοί. Και στις μάχες
τραυματίστηκε και ο Παλαιολόγου.
- Πόσες απώλειες είχατε;
Το δικό μας το τάγμα μόνο είχε 50
νεκρούς (και δυο λοχαγοί, ο ένας σκοτώθηκε μπροστά μου) και κάπου 120
τραυματίες, μαζί κι η αδελφή μου η Ελένη. Να δεις πώς έκλαιγε όταν φεύγαμε…Αυτή
ήταν η ιστορία του Κλέφτη. Να το πούμε για να το ξέρει ο κόσμος, το πρώτο
πλήγμα στο ηθικό του Εθνικού Στρατού ήταν εδώ, στον Κλέφτη. Τους είχανε πει ότι
σε 20 μέρες θα έχουν ανέβει στα βουνά και θα έχουν εξοντώσει τους
ληστοσυμμορίτες.
- Ποια ήταν η επόμενη
αποστολή σας;
Το επίλεκτο πια τάγμα του Αλευρά,
παίρνουμε διάταξη απ’ τη Σαμαρίνα προς τη Ζούζουλη και Επταχώρι. Και καλύπταμε
από τα αριστερά την 103 Ταξιαρχία του Υψηλάντη (Αλέκου Ρόσιου), διοικητής με
αρχίδια, συγνώμη για την έκφραση…Οι μάχες που γινόντουσαν ήταν πολύ σκληρές. Όλη
την πλευρά όπως είναι η Σαμαρίνα και τα αντερείσματα και βγαίνει η οροσειρά
προς τα κάτω, την κάλυπτε η 103. Σκληρές μάχες. Εμάς δε μπορούσανε να μας
σπάσουν πουθενά αλλά σπάσανε την 103 τελικά και κινήθηκαν να βγουν στον Άι-Λια
της Φούρκας και να βγούνε στο Ταμπούρι. Με διαταγή του Γενικού Αρχηγείο στον
Αλευρά γρήγορα να συμπτυχθούμε και να τους προλάβουμε στο Ταμπούρι. Φτάσαμε στο
Ταμπούρι. Ο Αλευράς δίνει διαταγή σε ένα λοχαγό Γιούρα –Σλαβομακεδόνας– και με
μια επίθεση ανατρέψαμε ένα λόχο του κυβερνητικού στρατού. Ο Γιούρας παλικάρι, δεν
ήξερε τι θα πει πίσω. Έγινε ταγματάρχης και σκοτώθηκε αργότερα στο Μπίκοβικ. Δυο
μέρες μας σφυροκοπούσαν από όλες τις πλευρές και με αεροπλάνα. Εδώ σκοτώθηκε
και μια χωριανή μου, φιλενάδα με την αδελφή μου. Παίρνουμε διαταγή και περνάμε
απέναντί απ’ το Σαραντάπορο, στην Κάτω Αρένα. Πιάσαμε την πλαγιά. Το βράδυ
περνάνε μια διλοχία δίπλα απ’ το ποτάμι, κάτω απ’ τις θέσεις μας. Με μια
επίθεση λοιπόν, πιάσαμε αιχμαλώτους, και τους ανατρέψαμε, φύγανε προς το
Κάντσικο. Έπειτα πιάσαμε την Άνω Αρένα, από εκεί αρχίζει η οροσειρά που βγαίνει
στο 2522 (την κορυφή του Γράμμου). Εκεί ήταν γυμνό το μέρος και όλο πέτρα.
Χτύπαγε δηλαδή η ρουκέτα και τραυματιζόσουνα απ’ τις πέτρες που χτύπαγαν πάνω
στα αμπριά.
Η διείσδυση στο Γράμμο
Μέχρι τις 19 Αυγούστου όλα αυτά.
Προετοιμαζόμασταν για το «άλμα» από το Βίτσι στο Γράμμο. Στη Γκίνοβα είχαν
συγκεντρωθεί όλα τα τμήματα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδος, πάρα πολλές
δυνάμεις. Και κει πήραμε την εντολή. Θα περνούσαμε ανάμεσα στα φυλάκια του
Στρατού στη Γκίνοβα και την Αλεβίτσα. Ώρα περίπου έντεκα παρά τη νύχτα, τρέχει
ο λόχος και μαζί ο Παύλος ο Κοντογιώργος, αυτός ο αξέχαστος άνθρωπος. Είχαν
συρματοπλέγματα αυτοί και ήταν καλά οχυρωμένοι αλλά εμείς είχαμε και Πάντσερ
που ήταν φοβερό όπλο για την επίθεση. Σπάσαμε το χαράκωμα, εξοντώσαμε το
φυλάκιο κι αυτοί μαζεύτηκαν προς τα πάνω και άνοιξε ο δρόμος από τα πυρά που
κρατούσαν τον αυχένα. Εκεί τραυματίστηκα στο δεξί χέρι, ακόμα μέσα την έχω τη
σφαίρα…Μαζί με τον Επίτροπο τραυματίστηκα και περάσαμε μαζί τα σύνορα, σε
νοσοκομείο στην Αλβανία. Εμένα με πήγαν στο Ελμπασάν και δεν τον ξαναβρήκα τον
Κοντογιώργο. Ήταν απ΄τα γερά στελέχη. Κομμουνιστής-Μπελογιάννης δηλαδή. Να
πούμε και το όνομα του αξιωματικού που ήταν ο «αρχιτέκτονας» της διείσδυσης στο
Βίτσι: ήταν ο Γιώργος Κατεμής, λοχαγός του αστικού στρατού, μετά επιτελάρχης
στο Αρχηγείο Αγράφων. Τον γνώρισα καλά μετά στην Τασκένδη.
- Αν δεν κάνω λάθος
τραυματιστήκατε ξανά μετά από λίγες μέρες
Ναι. Έκατσα στο Ελμπασάν κάπου 20
μέρες και γύρισα λίγο πριν ξαναρχίσουν οι επιχειρήσεις. Έφτασα στην
Κρυσταλλοπηγή και με στείλανε σε ένα τάγμα με έναν Θεσσαλό ταγματάρχη. Στις 11
Σεπτεμβρίου έγινε η μεγάλη επίθεση στο Μάλι-Μάδι. Και ήμουνα ο πρώτος που
τραυματίστηκε! Βλήμα στο δεξί χέρι. Φσσσσσ, το αίμα τιναζόταν σαν πίδακας, είχε
γεμίσει η χλαίνη αίματα. Και γυρίζω ξανά στο Ελμπασάν. Λέει: «Εσύ χτες δεν έφυγες;!»
(γέλια). Και ευγνωμονώ έναν Ούγγρο γιατρό που ήταν εκεί και μου διόρθωσε το
χέρι και μπόρεσα μετά να δουλεύω στις οικοδομές.
Τέλος
πάντων, ξαναγύρισα στο Βίτσι, έμεινα κανα-δυο μήνες στο Τάγμα του Γκιτσούλη και
το Δεκέμβριο με στέλνουνε στη Σχολή Αξιωματικών του Γενικού Αρχηγείου (ΣΑΓΑ)
στο Λαιμό Πρέσπας.
- Πείτε μου δυο λόγια για την εκπαίδευση στη
Σχολή
Για να λέμε τα πράγματα σωστά, η
εκπαίδευση διήρκεσε πολύ λίγο διάστημα. Ήταν ένα βουναλάκι εκεί στο Λαιμό των
Πρεσπών. Τα σύνορα απέναντι. Στο βουναλάκι και μέσα στο χωριό γίνονταν όλες οι
ασκήσεις με πραγματικά πυρά. Ασκήσεις τακτικής. Επιτιθέμενοι και αμυνόμενοι. Σε
μικρό χρονικό διάστημα γίνονταν οι ασκήσεις, δηλαδή τα μαθήματα ήταν πολύ λίγα.
Η θεωρία γινόταν στη λέσχη που ήταν μέσα στο χωριό, το Λαιμό. Τι ήταν η Σχολή
Αξιωματικών– για να γίνει κατανοητό: Η Σχολή ήταν η εφεδρεία του Γενικού
Αρχηγείου του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας. Για να χρησιμοποιηθεί στις πιο
δύσκολες επιχειρήσεις. Η Β’, Γ’ και Δ’ Σειρά ήταν στο Γράμμο. Η Ε’ και η ΣΤ’
που ήμουν εγώ ήταν στο Λαιμό. Ήμασταν η τελευταία σειρά. Από 1000 αποφοιτήσαμε
κάπου 400.
- Ποιοι ήταν οι εκπαιδευτές σας;
Ο Ζήσης ο Ζώκας, ο Χρυσόστομος ο
Μπουροζίκας, ο Γιώργος Νικολάου (Νώντας), ο Γιώργος ο Βλαχάς (Φωτεινός), όλοι
τους λαϊκά στελέχη. Διοικητής της Σχολής ήταν ο Νίκος Νικητίδης (Κόλιας),
αξιωματικός της αεροπορίας. Αργότερα σκοτώθηκε.
- Ποια ήταν η πρώτη μάχη
που πήρατε μέρος με τη Σχολή;
Η πρώτη μάχη της Σχολής ήταν η
Μάχη της Φλώρινας. Αποτελούσαμε δύναμη ταξιαρχίας με δύο τάγματα. Και το
Αρχηγείο –και καλά έκανε– δεν την έστειλε την Ταξιαρχία μέσα στην πόλη γιατί θα
είχαμε μεγάλη καταστροφή. Μας έβαλε να πάρουμε τη Μικρή και τη Μεγάλη Βίγλα.
Και τα τμήματα που μπήκαν μέσα στη Φλώρινα ήταν ο Σκοτίδας, ο Βαϊνάς, ο
Ζυγούρας (Παλαιολόγος) και ο Λευτεριάς με τη 14η Ταξιαρχία που
καταστράφηκε τελείως και σκοτώθηκε κι ο ίδιος. Η δική μας περίπτωση, το Τάγμα
του Μπουροζίκα: Εμείς πήγαμε να καταλάβουμε τη Μικρή Βίγλα. Είναι ένα άνοιγμα
με χωράφια, είχε και λίγο χιονάκι. Μας βλέπανε μια χαρά στο χωράφι και μας
περιμένανε πολύ καλά! Και μόλις φτάσαμε στα χαρακώματα, μας πελέκησαν…Το
παρακάτω τάγμα –το ΙΙ– είχε πολλές απώλειες στη Μεγάλη Βίγλα. Εμείς λιγότερες
γιατί ήμασταν έξω απ’ τον κλοιό. Ο κλοιός ήταν πολύ άσχημα μελετημένος. Σε
έφραζαν από παντού. Η 14η Ταξιαρχία
με το Λευτέρη το Λαζαρίδη το μακαρίτη (σκοτώθηκε γρήγορα), δεν είχε
διοικητή και αποκλείστηκε. Και το μόνο τάγμα που έφυγε ήταν οι σαμποτέρ που
σπάσανε τον κλοιό –ήταν κι ο αδελφός μου μέσα– και βγήκανε απ’ τη χαράδρα. Οι
καταστροφές ήταν μεγάλες. Μόνο η Ταξιαρχία του Παλαιολόγου είχε επιτυχίες.
Γιατί ο κλοιός ήταν παντού. Από την επίθεση, πέρασαν στην άμυνα και μετά…Μας
κλειδώσαν ρε παιδί μου, έγινε μακελειό! Και τα πιο πολλά θύματα δεν ήταν
σκοτωμένοι στη μάχη αλλά αιχμάλωτοι που τους εκτέλεσαν. Χειρότεροι από τους
Γερμανούς. Φασίστες! Δραματικά πράγματα. Στα δικά τους τα ντοκουμέντα το γράφουν
με τρόπο. Και μπαίνει ένα ερώτημα γι αυτούς που θα το γράψουν: Αν χρειαζότανε
να χάσουμε 800 άτομα (που χάσαμε), πρέπει να πεις ότι αξίζει η θυσία γιατί θα
έχουμε επιτυχία. Αλλά να ξέρεις ότι αύριο «φεύγεις» και να χάνεις ένα επίλεκτο
κομμάτι του Δημοκρατικού Στρατού, είναι ανεπίτρεπτο. Για μένα, η Μάχη της
Φλώρινας δεν έπρεπε να γίνει.
Φονικές μάχες σε Κάντσικο και Πατώματα (Απρίλιος 1949)
Μετά
τη Φλώρινα, παίρνουμε εντολή από το Γενικό Αρχηγείο να γίνει η διείσδυση στο
Γράμμο. Το Μάρτη μήνα ξεκινήσαμε από το Λαιμό, περάσαμε το Μοσχοχώρι, κάτω απ’
το Νεστόριο. Ακριβώς στις 25 Μαρτίου κάναμε «λούφα», να μη γίνουμε αντιληπτοί.
Αλλά αυτοί βγήκαν απ’ το Νεστόρι να κάνουν αναγνώριση. Κι έπεσαν απάνω μας!
Θέλαμε δε θέλαμε ανοίξαμε πυρά. Πιάσαμε 25 αιχμαλώτους και γίναμε πια
αντιληπτοί. Και φεύγοντας από κει διασχίσαμε 7 μερόνυχτα όλα τα Γρεβενά και
φτάσαμε στους Φιλιππαίους. Από τους Φιλιππαίους φτάσαμε στη Σαμαρίνα. Εκεί πιο
πάνω είναι ένας αυχένας όπου ξεκουραστήκαμε μια βραδιά κι από κει άρχισε η
επιδρομή την 1η του Απριλίου για το Ταμπούρι. Περάσαμε από κάτω για
να πάμε στο Κάντσικο (σημερινή Δροσοπηγή). Το λάθος κοίταξε τώρα: Επειδής ήξερα
το μέρος πολύ καλά, λέω στον Κόλια: «Σύντροφε διοικητή, κάτι πατήματα βλέπω»,
«Έλα μωρέ Γιώργο (με ξέραν καλά), οι Βλάχοι είναι που βόσκουν τα πρόβατα». Δεν
το πήραμε σοβαρά…Είχε βγει μια διλοχία στο Ταμπούρι και κατέβηκε πιο κάτω στο
αντέρεισμα που λέγεται τώρα Αγία Παρασκευή και κάθονταν. Με μια κίνηση
μπορούσαμε να τους πιάσουμε όλους αιχμάλωτους. Μόλις άρχισε το πρώτο μπαμ στο
Κάντσικο, σαν την οχιά που πας να την πειράξεις, ξύπνησε κι αυτή η διλοχία. Και
πάνω στο Ταμπούρι που είχα μείνει εγώ με μια διμοιρία, μας πελεκήσανε!
Αεροπορία, πυροβολικό…Κι εμείς κατεβήκαμε πιο κάτω. Το λάθος ήταν που είδαμε τα
πρώτα δείγματα στο ντορό και δεν το πήραμε σοβαρά…Και όλο τον καιρό της μάχης
στο Κάντσικο είχαμε να αντιμετωπίσουμε το Ταμπούρι που ήταν στα χέρια τους, το
αντέρεισμα προς τη Γύφτισσα και το Κάντσικο. Μπήκαμε στο Κάντσικο, δε μπορέσαμε
να σπάσουμε. Απ’ τον Αι-Λια της Φούρκας μέχρι τη Γύφτισσα, όλη η Σχολή
πολεμούσε. Μπαίνει στη μάχη το ΙΙ Τάγμα με τον Αντώνη τον Τσακμάκη. Πήρε ένα
φυλάκιο κι εκεί σταματήσαμε. Αιμορραγία. Ψωμί δεν είχαμε, νερό δεν είχαμε.
Εντολή επίθεση την ίδια μέρα. Εν τω μεταξύ αυτοί είχανε πιάσει 7 αιχμαλώτους
δικούς μας. Και κάναμε την επίθεση, σπάσαμε τη διλοχία και δεν ξέραν από πού να
φύγουν. Και βάλαν τους δικούς μας τους αιχμαλώτους να φωνάξουν σε μας ότι
θέλουν να παραδοθούν. Παραδοθήκαν οι περισσότεροι τελικά. Πολλά θύματα στο
Κάντσικο, σκοτώθηκε ο ίδιος ο Κόλλιας και λοχαγοί και τραυματίστηκε κι ο
Υψηλάντης.
Περάσαμε
στην Κάτω Αρένα κι εγώ εντάχθηκα στο Λόχο Ανιχνευτών. Πηγαίναμε από διαδρομές
που τις ήξερα πολύ καλά. Ένα περιστατικό, έτσι για ποικιλία: Μια φορά κάναμε
ενέδρα κοντά στην Αγία Παρασκευή. Από τις δυο πλευρές του δρόμου, μέσα σε
πυκνούς θάμνους. Πέρασε η φάλαγγα –ένα τάγμα ήταν– και μόλις πέρασε ο
τελευταίος ημιονηγός με το όπλο χιαστί, χαπ, τον αρπάζουμε. Και μέσα στη
χαράδρα πήραμε απ’ αυτόν «γλώσσα», όπως λέγαμε τη συλλογή πληροφοριών. Και
μάθαμε απ’ αυτόν ότι ήταν τάγμα που είχε βγει απ’ τη Σαμαρίνα –είχαν βάσεις
μεγάλες.
Στις
30 Μαΐου έγινε στην Πέτρα Μούκα (ένα μέρος που βγαίνει νερό απ’ την πέτρα. Να
το πιεις, σίδερο) μια μεγάλη σύσκεψη για να χτυπήσουμε τη βάση του Στρατού στα
Πατώματα του Γράμμου. Ήταν κι ο Γούσιας κι ο επιτελάρχης της ΙΧ Μεραρχίας, ο
Γιώργος Ασσούρας. Και ο Στέργιος ο Κόκκας κι ο Αντώνης ο Τσακμάκης, διοικητής
του ΙΙ Τάγματος της Σχολής. Καταλήξαμε ότι πρέπει να γίνει πρώτα μια πολύ καλή
ανίχνευση. Αυτοί στα Πατώματα είχαν τρεις σειρές συρματοπλέγματα κι ενδιάμεσα
σειρές νάρκες. Και μετά τα αμπριά. Μιλάμε για φρούριο άπαρτο! Το μεγαλύτερο
οχυρό που υπήρχε στο Γράμμο. Ο Μπαλοδήμος ο μέραρχος έλεγε: «Η Αθήνα θα πέσει,
τα Πατώματα δεν θα πέσουν». Πήγανε παιδιά απ’ το μηχανικό δυο βραδιές και
κατάφεραν χωρίς ν’ αντιληφθούνε, να απενεργοποιήσουν τις νάρκες. Ανίχνευση πολύ
καλή. Και μετά έγινε η επίθεση. Μπροστά στο συρματόπλεγμα ήταν μια πέτρα και
καλυπτόμασταν (όπως πάντα, απ’ τα πυρά κοιτάζεσαι πού να προφυλαχθείς). Αλλά εκεί
είχανε 8 καναδέζικους όλμους και την είχαν επισημάνει την πέτρα. Ξέρεις, εγώ
δεν φοβήθηκα στο βουνό ούτε αεροπορία ούτε τίποτα, παρά μόνο τον όλμο. Δεν
ήξερες από πού θα σου ‘ρθει! Όσο καλός μαχητής να ήσουνα, δε μπορούσες να
φυλαχτείς ούτε κάτω από πέτρα ούτε κάτω από δέντρο. Σ’ αυτή ακριβώς την πέτρα,
τραυματίζεται θανάσιμα ο Αντώνης ο Τσακμάκης. Του κόπηκε το πόδι…Κι
αναλαμβάνουμε εμείς την επίθεση. Πήραμε τα δυο μπροστινά πολυβολεία αλλά δε
μπορέσαμε να προχωρήσουμε καθόλου. Από τα αριστερά ήμασταν εγώ, ο Καστανάς ο
Φάνης κι ένας Γιώργος Πόντιος, πολυβολητής. Έρχεται από πίσω μου ο Αχιλλέας ο
Προυτσάλης (που είχε αναλάβει διοικητής της Σχολής) και με χτυπάει στο ώμο:
«Γιώργο, τι κάνεις εδώ; Επίθεση!». Αριστερά ήταν ένα πολυβολείο με 7 άτομα. Από
πίσω του ήταν ένα άλλο με 25 άτομα. Εμείς είχαμε πυρά με τον μπροστινό. Μόλις
είπαμε «επίθεση» και σηκώνεται ο πολυβολητής μας ο Γιώργος, μπαμ πάρτον κάτω.
Εγώ ρίχνω δυο χειροβομβίδες, περνάω το πολυβολείο με τους 7 και πάω κατευθείαν
σε κείνο με τους 25. Από πίσω μου όμως βγήκε ένας λοχίας να με καθαρίσει αλλά
πρόλαβε ο Καστανάς ο Φάνης που ερχόταν πίσω μου και μπαμ μπαμ μπαμ…Και πιάσαμε
20 άτομα. Βγήκαν έξω, τρέμανε…Θυμάμαι αυτό το λοχαγό τους. «Από πού είσαι;»,
«Απ’ την Καρδίτσα», «Α, κι εγώ απ’ το Μουζάκι. Πάρε πατρίδα, πάρε!». Μου έδωσε
το ρολόι του, να μην τον σκοτώσω…Ήταν κι ένας ταγματάρχης σκοτωμένος, πήρα τη
χλαίνη του... Εφτά άτομα με μια γυναίκα μπροστά τους πήγαμε όλους στην Πέτρα
Μούκα. Αυτοί μπορούσαν να φύγουν αλλά απ’ το φόβο τους (κάθε πέτρα κι αντάρτης
σου λέει), δεν κάναν τίποτα. Και σε ένα άλλο ύψωμα που ήταν απέναντι, την Οξιά,
κάναμε μια κρούση την άλλη μέρα και το εγκατέλειψαν από φόβο μην πάθουν τα ίδια.
Κι έμεινε όλος ο Σαραντάπορος ελεύθερος για το Δημοκρατικό Στρατό. Ο Στρατός
δεν το περίμενε, εμείς ήμασταν για υποχώρηση και να χουμε τέτοια επιτυχία! Σ’
αυτή τη μάχη είχαμε πολλά θύματα και πολλές ανδραγαθίες…Σκοτώθηκε κι ένας
χωριανός μου.
- Δεν φοβόσασταν σε όλες
αυτές τις μάχες; Ήσασταν 20 ετών.
Εγώ το μόνο που φοβήθηκα στον
πόλεμο, ήταν να μην πιαστώ αιχμάλωτος. Ήθελα να σκοτωθώ επί τόπου. Γιατί
θυμόμουν αυτό που είχανε κάνει στον αδελφό μου που έμεινε κρεμασμένος 8 ώρες.
Ό,τι και να μου κάναν δε με πείραζε, αρκεί να με σκοτώναν επί τόπου.
- Φτάνατε τόσο κοντά που
μπορούσατε να ακούτε τους φαντάρους να μιλάνε;
Ξέρεις τι είναι να πας το βράδυ
σε έναν αυχένα και ν’ ακούς απέναντι στα υψωματάκια το ράδιο; Απ’ τα Πατώματα ακουγόταν
η Συννεφιασμένη Κυριακή. Και να το ακούς μέσα στο δάσος…Πανόραμα. Άλλο πράγμα!
- Θέλω μια γενική εκτίμησή σας για τον αγώνα
του Δημοκρατικού Στρατού.
Ο Δημοκρατικός Στρατός ήταν ένας λαϊκός
στρατός σε εθελοντική βάση. Και οι άνθρωποι, ο περισσότερος κόσμος, βγήκανε στο
βουνό απ’ την αδικία, την τρομοκρατία και τους σκοτωμούς. Δε βγήκε ο κόσμος απ’
τη θέλησή του, τον εξανάγκασαν οι τρομοκράτες, οι ταγματασφαλίτες, οι ληστές,
όλοι άνθρωποι των κακουργημάτων. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες ή έπρεπε να πας
φυλακές κι εξορία ή να βγεις στο βουνό. Οι άνθρωποι που πολέμησαν στον ΕΛΑΣ δε
μπορούσαν ν’ αντέξουν σ’ αυτές τις συνθήκες. Και μέσα σ’ αυτούς, εκείνο που δε
γνώρισε καμία άλλη ιστορία στον κόσμο, είναι που είχαμε 20-25% γυναίκες, 17 και
18 χρονών γυναίκες που πήγαιναν μπροστά στην επίθεση και σκοτώνονταν. Ο λαϊκός
στρατός διαμορφώθηκε με την εμπειρία του μέσα από τις μάχες κι απ’ το μίσος του
για το καθεστώς (όχι τη χώρα αλλά το καθεστώς, τους πουλημένους ανθρώπους). Και
οι επιτυχίες μεγάλες αν συγκρίνεις το 1 προς 10 και το 1 προς 50 στον οπλισμό.
Από πού βγαίνει αυτή η πίστη, η αφοσίωση, το θάρρος, να πολεμάνε σαν επιστήμη
άνθρωποι αγράμματοι (γιατί οι περισσότεροι ήταν αγροτόπαιδα); Ήτανε η πίστη στα
ιδανικά του ΕΛΑΣ που είδε ο κόσμος στα βουνά την Κατοχή, που δεν υπήρχαν αδικίες,
ο κόσμος ήταν ελεύθερος. Κι αυτήν την ελπίδα την κληρονόμησε ο λαϊκός στρατός. Τα
στελέχη του Δημοκρατικού Στρατού ήταν λαϊκά, με μια λέξη. Αυτό το ενδιαφέρον
του κάθε στελέχους από το διμοιρίτη μέχρι τον ταγματάρχη προς τους μαχητές δεν
το είχε κανένας αστικός στρατός: «Έχεις παπούτσια; έχεις χλαίνη; έχεις να
φας;». Πάρε τη Σχολή Αξιωματικών. Όλοι οι αξιωματικοί, μηδενός εξαιρουμένου,
είχαν ήθος, σε χαιρετούσαν σαν όμοιό τους. Δεν υπήρχε διάκριση ανάμεσα στους
μαχητές και τους αξιωματικούς, ούτε στο φαγητό ούτε στο ντύσιμο. Και η
διαπαιδαγώγησή μας έκανε τον άνθρωπο να είναι λαϊκός, κοινωνικός και
συντροφικός σε όλα τα επίπεδα. Πώς να πετύχουμε το σκοπό μας, πώς να σώσουμε
τους τραυματίες…Πού είδες ταγματάρχη να πηγαίνει μπροστά; Κινητό χειρουργείο με
γιατρούς αιχμαλώτους από το Στρατό που μείνανε μαζί μας; Μόνο στο Δημοκρατικό
Στρατό θα τα δεις αυτά τα πράγματα…Αυτός ο ηρωισμός δεν υπήρχε σε κανένα κίνημα
του κόσμου. Οι κατακτήσεις αυτές είναι πολύ μεγάλες. Κι ακόμα στους
περισσότερους που υπάρχουμε στη ζωή, ο κοινωνικός, ο συντροφικός άνθρωπος
υπάρχει μες στο χαρακτήρα μας.
Η συνέντευξη δόθηκε στην Πλατεία Αττικής, στις 3 Ιανουαρίου 2011