Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 2014

"Καλά είμαι γιατρέ, στείλε με πίσω..."


Ο Γιώργος Σύρος γεννήθηκε στο χωριό Κοκκωτοί Μαγνησίας στις 12 Νοεμβρίου 1929. Ήταν το έβδομο παιδί της οικογένειας και ο μόνος που τελείωσε (όπως λέει «μισοτελείωσε») το Γυμνάσιο. Στον Εμφύλιο τραυματίστηκε δύο φορές σοβαρά και έχασε το δεξί του μάτι. Έζησε ως πολιτικός πρόσφυγας και έγινε μέλος του Κεντρικού Συμβουλίου της ΕΠΟΝ στην Τασκένδη (1950). Ηταν από εκείνους που εφάρμοσαν το ρητό «μαχητής και επιστήμονας». Στη Σοβιετική Ένωση σπούδασε και ανακηρύχθηκε Διδάκτορας Επιστημών με ειδίκευση στα τηλεπικοινωνιακά συστήματα. Δίδαξε στο Ινστιτούτο Τηλεπικοινωνιών της Τασκένδης και, μετά τον επαναπατρισμό του, σε ανώτερα τεχνολογικά ιδρύματα στην Ελλάδα. Για εκείνον η συμμετοχή στο ΔΣΕ ήταν κορυφαία στιγμή της ζωής του και η βάση έμπνευσής του για τη συγγραφή δύο αυτοβιογραφικών βιβλίων που κυκλοφόρησαν πρόσφατα.




Στα χρόνια της Κατοχής, η επαρχία Αλμυρού θεωρούνταν από τις φιλικά προσκείμενες στην Αριστερά με αποτέλεσμα το 1945 να γνωρίσει σε μεγάλο βαθμό τη δράση παρακρατικών ομάδων και ποικίλες διώξεις των οικογενειών που είχαν συμμετάσχει στον αγώνα του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Ως μέλος μιας τέτοιας οικογένειας, ο Γιώργος Σύρος πήγε στο οκτατάξιο Γυμνάσιο Αλμυρού και λίγο πριν τελειώσει τις απολυτήριες εξετάσεις στην Ογδόη τάξη, εγκατέλειψε τα θρανία για να ακολουθήσει το Δημοκρατικό Στρατό. «Με ρώτησε ο φυσικός ο Μητάκος: «Και πού θα πας κύριε Σύρο τώρα που τελειώνετε;». Και του λέω με νόημα: «Θα πάω στη δασολογική Θεσσαλονίκης. Γεννήθηκα στα βουνά και αγαπάω τα βουνά». Βέβαια δεν είχα αποφασίσει τότε εντελώς αν θα πήγαινα στην κυριολεξία στα βουνά».
Ενώθηκε με τους αντάρτες στις 27 Σεπτεμβρίου 1947, επέτειο μιας «ιστορικής μέρας», της ίδρυσης του ΕΑΜ. Η απόφαση αυτή δεν ήταν εντελώς αυθόρμητη. «Είχα σχέσεις με το Κίνημα, ήμουν μέλος της ΕΠΟΝ, όμως δεν ήμουνα «ιδεολογικά» έτοιμος». Βασικός παράγοντας που τον ώθησε να εγκαταλείψει τα πάντα και να πολεμήσει ήταν μάλλον το αίσθημα της εκδίκησης: «Καθοριστικό ρόλο έπαιξε η φυλάκιση του αδερφού μου του Γιάννη (στελέχους της ΕΠΟΝ) στο κρατητήριο του Αλμυρού. Όταν πήγα και τον επισκέφτηκα, είδα ότι τον είχαν χτυπήσει στο πρόσωπο, τα μαλλιά του ήταν κολλημένα στο κεφάλι και ήταν ξαπλωμένος σε ένα κρατητήριο που πρωτύτερα ήταν τουαλέτα, 4 τετραγωνικά –ίσα που χωρούσε δηλαδή –και μάλιστα βρωμούσε. Θυμάμαι με μάλωσε. Σήκωσε το χέρι και φώναξε: «Να πας να δώσεις εξετάσεις! Τα μαθήματά σου να κοιτάς! Γιατί ήρθες εδώ;». Εγώ βέβαια εξοργίστηκα και φώναζα: «Τι κατάσταση είναι αυτή; Γιατί τον έχετε έτσι;». Κι έρχεται ένας χωροφύλακας και μου λέει: «Τι φωνάζεις; Μήπως θέλεις να χώσουμε κι εσένα στο κρατητήριο;». Και ακολούθησαν και παρακολουθήσεις στο σπίτι μου, που με παρότρυναν να βγω στο βουνό. Ένα μικρό αίσθημα εκδίκησης κι ένας φόβος για τον εαυτό μου, μήπως πιάσουν και μένα…». 
Μαζί με το συμμαθητή του, Λευτέρη Καραίσκο, συνάντησαν το Ανεξάρτητο Τάγμα Όθρυος του ΔΣΕ στις πλαγιές του βουνού, και εντάχθηκαν στο λόχο του Χρήστου Βαζούρα. Στο Αρχηγείο συνάντησε αρκετά στελέχη, γνωστά από τον ΕΛΑΣ, όπως τον «Φωτεινό», δεν έγινε όμως αμέσως δεκτός «γιατί δεν είχε οριστικοποιηθεί ακόμα η γραμμή του Κόμματος για μαζική κατάταξη στο Δημοκρατικό Στρατό».
Στην πρώτη συμπλοκή που συμμετείχε κοντά στο χωριό Κελεμενοί τραυματίστηκε ελαφρά από θραύσματα στο δεξί χέρι. Ακολούθησε η μεγάλη μάχη του Αλμυρού στις 24-25 Φεβρουαρίου 1948 την οποία παρακολούθησε ο επικεφαλής του ΚΓΑΝΕ, Κώστας Καραγιώργης. Η μάχη ήταν επιτυχημένη αλλά δύσκολη. Λόγω της μεγάλης νεροποντής, οι σαμποτέρ δε μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τις εκρηκτικές ύλες ενώ τα ΠΙΑΤ και τα αντιαρματικά έπαθαν βλάβες. «Εγώ τυχαία σώθηκα επειδή ήμουν μικρός και στο χαντάκι δε με παίρναν τα βλήματα των μυδραλίων των τανκς. Μου τρύπησε μόνο το γυλιό και το αδιάβροχο στην πλάτη. Το άλλο πρωί το έβγαλα και ήταν κόσκινο». Αλλά το πραγματικό βάπτισμα του πυρός ήρθε τον Οκτώβριο του 1948 σε μια επίθεση εναντίον δύναμης ΜΑΥ στη Σπερχειάδα: «Ένα θραύσμα χειροβομβίδας εξοστρακίστηκε, μου έβγαλε το δεξί μάτι και σταμάτησε στα ρουθούνια. Εγώ έχασα τις αισθήσεις μου –θυμάμαι μόνο ότι άκουσα τη φωνή του λοχαγού μου του Γιάννη Φυτσιλή: «Γιωργάκο, κρατήσου»– με φόρτωσαν σε ένα μουλάρι και με έβγαλαν στη Ρεντίνα». Στη μεταφορά του στο νοσοκομείο συνάντησε τον αδελφό του ο οποίος σήκωσε τον πρόχειρο επίδεσμο και είπε «πάει»! «Εγώ όταν τον άκουσα, νόμιζα «πάει» σημαίνει θα πεθάνω, και καλά θα κάνω γιατί τυφλός τι να την κάνω τη ζωή…Αλλά αυτός εννοούσε πάει το μάτι».
Η ανάρρωσή του στα πρόχειρα νοσοκομεία του ΔΣΕ, με τα πενιχρά μέσα του βουνού, ήταν μια περιπέτεια που κράτησε αρκετούς μήνες: «Το θραύσμα έμεινε μέσα στα ρουθούνια. Για 13 μέρες ήμουνα τυφλός γιατί είχε πρηστεί όλο το πρόσωπο. Και με μια θεραπεία όχι σωστή, έγινε χειρότερος ο πόνος και το πρήξιμο γιατί με το ίδιο οξυζενέ που πλένανε τα τραύματα στα χέρια και τα πόδια, έπλεναν και το μάτι μου. Δεν ήξεραν οι άνθρωποι, δεν ήταν εκπαιδευμένοι νοσοκόμοι. Ευτυχώς πέρασε ο γιατρός ο Κουβαράς (ο καημένος, εκτελέστηκε μετά) και τον άκουσα –δεν τον έβλεπα– που έλεγε: «Ρε παιδιά, θα τον τυφλώσετε τον άνθρωπο! Με τσάι να πλένετε το μάτι!».
Το Μάρτιο του 1949 ήταν στη μεγάλη φάλαγγα που ξεκίνησε από το Τροβάτο των Αγράφων οδηγώντας τραυματίες, αόπλους και επιστρατευμένους από τη Νότια Ελλάδα στο Γράμμο. Σε νοσοκομείο της Κορυτσάς, ένας Ούγγρος οφθαλμίατρος με δύο ελληνίδες νοσοκόμες, τον εγχείρησε και του τοποθέτησε τεχνητό μάτι αλλά δεν εντόπισε το θραύσμα το οποίο αφαιρέθηκε το 1958 στην Τασκένδη. Για τον κ. Σύρο, η συγκινητική, εγκάρδια συμπεριφορά των Αλβανών συμπυκνώνεται σε μια κοπελίτσα «η οποία ερχότανε κάθε πρωί, μου χάιδευε το κεφάλι και μου ‘λεγε «μιρ μιρ», που στα αλβανικά σημαίνει «καλά». Αυτό δείχνει την αλληλεγγύη του αλβανικού λαού στον αγώνα μας».
            Έφτασε στο Γράμμο πάνω στην ώρα για τις μάχες της επιχείρησης «Πυρσός». Στην 159 Ταξιαρχία του Αχιλλέα Βάη (Πετρίτη) όπου εντάχθηκε, οι περισσότεροι μαχητές ήταν Ηπειρώτες: «Καθόμασταν όλοι μαζί στη φωτιά και τραγουδούσαν τα ηπειρώτικα τα τραγούδια, αυτά τα λυπητερά. Κι εγώ κρυβόμουνα και δάκρυζα. Με συγκινούσαν πολύ! Δεν τα καταλάβαινα, ήταν σα μοιρολόγια…». Ως διμοιρίτης εντάχθηκε στην άμυνα του Τσάρνο. Αν και το καλοκαίρι του 1949 δεν υπήρχε πια πιθανότητα νίκης, «εμείς πιστεύαμε ακόμη. Ξέρεις, η νεολαία λέγαμε «θα τους συντρίψουμε, θα τους κάνουμε…». Στην Κορυτσά μου έλεγε ο γιατρός να με στείλει στη Βουδαπέστη που έχει οργανωμένες οφθαλμολογικές κλινικές, να μου βάλουν γυάλινο μάτι κι εγώ διαμαρτυρόμουνα: «Μα τι λες γιατρέ; Εδώ πέφτει ο Γράμμος κι εγώ θα πάω στην Ουγγαρία; Καλά είμαι, στείλε με πίσω!». Πιστεύαμε ακόμα».
Η κατάσταση στο Γράμμο ήταν δύσκολη. Η αεροπορία έκανε τον τόπο κόλαση. Δεν θυμάται αν άκουσε την ονομασία «ναπάλμ» από τους διμοιρίτες που τους δίδασκαν πώς να προστατεύονται από τους βομβαρδισμούς, πάντως όλοι έβλεπαν τις μυστήριες βόμβες που έκαιγαν τα έλατα. Στις 6 Αυγούστου 1949 τη νύχτα μια οβίδα πυροβολικού, από αυτές που κατάβρεχαν τα υψώματα νύχτα-μέρα, τον τραυμάτισε για τρίτη φορά: «Ήταν να αντικαταστήσω ένα διμοιρίτη (ή λοχαγό, δε θυμάμαι) στην πρώτη γραμμή, στο Ύψωμα της ΕΠΟΝ, όπως το είχαμε ονομάσει. Ξέπλυνα λίγο το μάτι μου που είχε κολλήσει από τους καπνούς και ροβόλησα προς τα κάτω. Δεν πρόλαβα να κάνω εκατό μέτρα και έπεσε μια αδέσποτη του πυροβολικού. Ένα θραύσμα με χτύπησε στον κρόταφο και άλλο ένα στο δεξιό πόδι. Αυτό βγήκε το 2006, 57 χρόνια μετά!…Έπεσα κάτω και φώναζα «το πόδι μου, το πόδι μου!». Το χτύπημα στο κεφάλι ούτε το ένιωθα γιατί είχα πάθει και κάποια διάσειση». Την ίδια μέρα σκοτώθηκε ο διοικητής της 16ης Ταξιαρχίας, Σπύρος Παπαδημητρίου, τον οποίο θεωρεί έναν από τους ηρωικότερους αξιωματικούς του ΔΣΕ.
Πληροφορήθηκε την πτώση του Γράμμου στο νοσοκομείο του Ελμπασάν. «Είχαμε ετοιμαστεί για το τέλος, οφείλω να σου πω. Άλλο ήτανε ο αυθορμητισμός που υπήρχε στην αρχή και άλλη η ψυχολογία όταν επιτέθηκε ο Στρατός με όλα τα μέσα. Λέγαμε ότι θα τελειώσουμε…Αλλά δεν είχαμε ακόμα σκεφτεί, ούτε το φιλοσοφούσαμε ότι θα πηγαίναμε πρόσφυγες. Το κατάλαβα όταν μας έστειλαν σε ένα στρατόπεδο Σούκτ, έξω από τα Τίρανα. Ήταν Έλληνες πολλοί. Με κάλεσαν το βράδυ και μου λένε: «Θα πάρεις τη γραφομηχανή και θα κάνεις στα λατινικά τον κατάλογο όλων των μαχητών που είναι εδώ». Αυτή ήταν η τελευταία πράξη». Λίγο αργότερα, μαζί με χιλιάδες άλλους αντάρτες επιβιβάστηκε στο ρώσικο βαπόρι «Βλαδιβοστόκ» που θα τους μετέφερε από το Δυρράχιο στην κεντρική Ασία. Έμεινε οχτώ μέρες νηστικός λόγω του τραύματός του στο κεφάλι. Όταν έφτασε στην Τασκένδη, ζύγιζε 49 κιλά.    


H συνέντευξη παραχωρήθηκε στα γραφεία της ΠΕΑΕΑ (οδός Μαυρομματαίων) στις 7 Ιανουαρίου 2011

Ο συντροφικός άνθρωπος είναι η μεγαλύτερη κατάκτηση του ΔΣΕ


Ο Γιώργος Κατσής γεννήθηκε στην Άνω Κτημένη Καρδίτσας το 1928. Στην Κατοχή ήταν μέλος της ΕΠΟΝ. Ο πατέρας του Νικόλαος ήταν πρόεδρος του Λαϊκού Δικαστηρίου στο χωριού, ενώ ο μεγαλύτερος αδελφός του Κώστας σκοτώθηκε ως αντάρτης του ΕΛΑΣ. Το 1947, για να αποφύγει την καταδίωξη παρακρατικών ομάδων, πήγε αντάρτης στα Άγραφα και αργότερα στην 105 Ταξιαρχία του ΔΣΕ στο Γράμμο. Πήρε μέρος στην επική μάχη του Κλέφτη το 1948, βρέθηκε στην εμπροσθοφυλακή κατά τη διείσδυση στο Βίτσι και πολέμησε σε όλες τις μάχες για  την ανακατάληψη του Γράμμου το 1949 κινδυνεύοντας να σκοτωθεί στα Πατώματα. Φοίτησε στη Σχολή Ανθυπολοχαγών του Γενικού Αρχηγείου (ΣΑΓΑ). Τραυματίστηκε δύο φορές. Από το 1949 έως το 1986 έζησε ως πολιτικός πρόσφυγας στην Τασκένδη όπου σπούδασε και εργάστηκε ως αρχιμηχανικός. Σήμερα ζει στην Αθήνα και είναι μέλος του ΚΚΕ.  




-           Γιατί καταταγήκατε στο Δημοκρατικό Στρατό;

Για να πάρεις μια εικόνα, το 1945 δρούσαν στην Θεσσαλία δεκάδες ληστοσυμμορίες που σκότωναν και λεηλατούσαν. Τον Ιούνιο πιάσαν τον αδελφό μου το Μήτσο, τον κρέμασαν από ένα δέντρο, τον έκαναν κιμά από το ξύλο και μετά τον αφήσανε. Τον ξανάπιασαν για να τον εκτελέσουν αλλά γλίτωσε με επέμβαση του μακαρίτη του πατέρα μου. Από τότε, η οικογένειά μας ήταν στο στόχαστρο. Στις αρχές του ’46 πήγα τσοπανόπουλο στα πρόβατά μας. Εκείνη την περίοδο είχε κορυφωθεί η τρομοκρατία και κρατούσαμε περίπου 17 αντάρτες καταδιωκόμενους με επικεφαλής το Νάκο το Μπελή. Τους πηγαίναμε ψωμί. Στις 19 του Ιούλη μετακινήθηκαν και μαζί τους έφυγε κι ο αδερφός μου ο Μήτσος. Εμάς, με τον πατέρα, τη μάνα μου και τις αδελφές μου μας πήγαν «εξορία» στην Καρδίτσα κι ένας ανθυπομοίραρχος Χαλντούπης διέταξε τον πατέρα μου να πάει να φέρει τον αδερφό μου απ’ το βουνό: «Κύριε Νίκο, φέρε τα παιδιά σου και αύριο θα ‘σαι ελεύθερος». Εμάς μας απολύσανε αλλά τον πατέρα μου τον κρατήσανε, τον καταδικάσανε σε θάνατο, μετά σε ισόβια κι απολύθηκε το ’61! Ποιος; Αυτός που έφτασε πολεμώντας μέχρι το Σαγγάριο, έχασε κι έναν αδελφό του εκεί πέρα, και έφερε και το «μανλιχέρι» από κει (μ’ αυτό σκοτώθηκε ο αδερφός μου στον ΕΛΑΣ).

-           Πότε και σε ποια μονάδα ενταχθήκατε;
            Το ’47 τον Ιούλιο μήνα, αφού μας κυνηγούσαν, πήγα στο Αρχηγείο Αγράφων. Εκεί αρχηγός ήταν ο Γεδεών Λουλές και ο Θόδωρος Καλλίνος (Αμάρμπεης), αρχηγός –με συγχωρείς– με αρχίδια. Αυτός έβαλε τάξη κι όλες οι επιθέσεις γίνονταν κανονικά. Όταν πήγα αντάρτης, μας κάψαν το σπίτι, μας πήραν όλο το κοπάδι. Οι αδελφές μου (και η μικρότερη, 17 χρονών) αναγκαστικά ήρθαν μαζί μας. Το Σεπτέμβριο μιας μεγάλη πορεία –περίπου 4.000 ανθρώποι, τραυματίες, ανάπηροι, παιδιά– φύγανε απ’ τα Άγραφα για να περάσουν στην Ελεύθερη Ελλάδα. Να περάσουμε τα Τζουμέρκα και να βγούμε στο Μέτσοβο…Μετά 17 μερόνυχτα, βγήκαμε στο Μέτσοβο. Στις 25 Οκτωβρίου 1947 δώσαμε και την πρώτη μάχη, ήμουνα με μια ομάδα, 7-8 παιδιά απ’ το χωριό μου. Πού ξέραμε! Τρέχαμε μέσα στα δέντρα, τουφεκάγαμε μπαμ μπουμ! Εκεί έγινε το στρατόπεδο: γυναίκες, γέροι, μικρά παιδιά, να τους ταΐσεις, να τους ντύσεις μες στο χειμώνα…Εκεί, μετά τη Μάχη της Κόνιτσας (Δεκέμβριο μήνα), έγινε μια ανακατάταξη και απ’ την ομάδα ασφαλείας του Αρχηγείου, εγώ και κάποιοι άλλοι σύντροφοι πέσαμε στο τάγμα του Ηλία Αλευρά, στην 105η Ταξιαρχία με διοικητή τον Παύλο Τομπουλίδη, μόνιμο αξιωματικό. Περάσαμε από το Γράμμο στο Βίτσι, καθίσαμε στο Πισοδέρι (χωρίς μάχες) μέχρι περίπου τις αρχές του Μαΐου του ’48 όταν μετακομίσαμε στο Γράμμο και περάσαμε δυο αποστολές από την Κατάρα. Την Κατάρα την «καταραμένη» που λέω εγώ…Και μετά, με διαταγή, πήγαμε στα οχυρά που έπρεπε να κατασκευαστούν και να επανδρωθούν στο Γράμμο. Κι εμείς ταχθήκαμε στον Κλέφτη.

-           Μιλήστε μου λίγο για τις οχυρώσεις στο Γράμμο.

Κοίταξε να δεις, τα οχυρά –ή «αμπριά» που τα λέγαμε– ήταν ορύγματα σκαμμένα στο χώμα, σκεπασμένα με δυο ή τρεις σειρές κορμούς δέντρων και είχανε μια ή δυο θυρίδες πολυβόλου κατά την κατεύθυνση που περίμενες επίθεση. Ανάμεσα στα αμπριά υπήρχε το χαράκωμα επικοινωνίας. Όπου υπήρχε δυνατότητα βέβαια. Να μπορεί δηλαδή ανάμεσά τους να γίνεται επικοινωνία, εντολές για επίθεση, οπισθοχώρηση.

-           Όλα αυτά τα σκάψατε μόνοι σας;
Βέβαια! Υπήρχε και τάγμα πριν από μας που με διαταγή του Γενικού Αρχηγείου είχε φτιάξει τις οχυρώσεις στον Κλέφτη.

-           Ποια ήταν η διάταξή σας στη Μάχη του Γράμμου;
 Ο Κλέφτης ήταν στο Δυτικό Γράμμο όπου ήμασταν τρεις ταξιαρχίες, η 102, η 103 και η 105. Μέτωπο είχαμε από Σούσνιτσα, Τσομπάνη μέχρι τον Κλέφτη, με κατεύθυνση από τα νοτιοδυτικά προς τα ανατολικά. Στον Ανατολικό Γράμμο ήταν η Χ και η ΙΧ Μεραρχία του ΔΣΕ, με τις ταξιαρχίες 16, 18 και άλλες μονάδες. Όλοι υπαγόμασταν στην 670 Μονάδα, δηλαδή την τακτική διοίκηση του Γράμμου.

-           Θα μου περιγράψετε τη Μάχη του Κλέφτη;
Έξω απ’ την Κόνιτσα υπάρχει μια λαγκάδα που λέγεται «Τράπεζα». Εκεί είχαν στήσει 42 πυροβόλα. Τα είδαμε από ανιχνευτικές κρούσεις που κάναμε και καταλάβαμε ότι σήμερα-αύριο αρχίζουν οι επιχειρήσεις. Το κύριο ήταν να κρατήσει η κορυφογραμμή. Οι μάχες άρχισαν στις 20 Ιουνίου. Από το πρωί έρχονταν οι λεγόμενοι «γαλατάδες», τα ανιχνευτικά αεροπλάνα. Το δεύτερο σκέλος ήταν τα καταδιωκτικά, μετά το πυροβολικό και μετά ο στρατός. Έφταναν σε απόσταση 10-15 μέτρα. Τους πετούσαμε χειροβομβίδες όρθιοι και ρίχναμε τα Πάντσερ (αντιαρματικές γροθιές). Είναι καταστρεπτικό όπλο το Πάντσερ, και για σκοτωμό και για πανικό. Κάνει μεγάλο κρότο. Κι αν δεν ξέρεις να το κρατήσεις, τα αέρια θα σε τινάξουν. Το βράδυ κάναμε ανιχνεύσεις, και η μία πλευρά και η άλλη. Αυτό σε καθημερινή βάση. Και 3 φορές την ημέρα! 4 φορές την ημέρα! Στις 3 ή 4 Ιουλίου που μας παρακολουθούσε κι ο βασιλιάς απ’ τον Άη-Λια της Κόνιτσας είχε καεί ο τόπος…Τα έλατα κλαδεύτηκαν όλα από πάνω, όπως κλαδεύεις τ’ αμπέλι. Νομίζεις ότι δεν είχε μείνει ψυχή. Πτώματα, τραυματίες, κακό…Το βασικό ήταν οι ρουκέτες. Είχαν πολύ συνδυασμένα πυρά. Αλλά ο Κλέφτης δεν έπεσε. Πόσες επιθέσεις κάνανε! Εγώ σε όλη τη μάχη ήμουνα σύνδεσμος με τη διοίκηση, τον Ηλία τον Αλευρά και τον Πολιτικό Επίτροπο, τον Παύλο Κοντογιώργο, παλιός κομμουνιστής, αυτός με έκανε και μέλος του Κόμματος. «Γιώργο, πρόσεξε, φυλάξου!» έλεγε συνέχεια. Ο Κοντογιώργος ήταν «εμψυχωτής», πήγαινε στο χαράκωμα κι εμψύχωνε. Αυτό ήταν μεγάλο πράγμα σε κείνες τις κρίσιμες στιγμές. Ήταν ένα αμπρί που δεν έπεφτε με τίποτα. Με δυο μαχητές και δυο μαχήτριες με δύο πολυβόλα Μπρεν. Τους πήγαινα εγώ φαγητό και σφαίρες. Αυτό κράτησε μέχρι τις 11 Ιουλίου, περίπου 20 μέρες. Και μας αντικατέστησε το Τάγμα του Παλαιολόγου της 102 Ταξιαρχίας. Είχαν φτάσει δίπλα στον Κλέφτη αυτοί. Και στις μάχες τραυματίστηκε και ο Παλαιολόγου.


-           Πόσες απώλειες είχατε;
Το δικό μας το τάγμα μόνο είχε 50 νεκρούς (και δυο λοχαγοί, ο ένας σκοτώθηκε μπροστά μου) και κάπου 120 τραυματίες, μαζί κι η αδελφή μου η Ελένη. Να δεις πώς έκλαιγε όταν φεύγαμε…Αυτή ήταν η ιστορία του Κλέφτη. Να το πούμε για να το ξέρει ο κόσμος, το πρώτο πλήγμα στο ηθικό του Εθνικού Στρατού ήταν εδώ, στον Κλέφτη. Τους είχανε πει ότι σε 20 μέρες θα έχουν ανέβει στα βουνά και θα έχουν εξοντώσει τους ληστοσυμμορίτες.  

-           Ποια ήταν η επόμενη αποστολή σας;
Το επίλεκτο πια τάγμα του Αλευρά, παίρνουμε διάταξη απ’ τη Σαμαρίνα προς τη Ζούζουλη και Επταχώρι. Και καλύπταμε από τα αριστερά την 103 Ταξιαρχία του Υψηλάντη (Αλέκου Ρόσιου), διοικητής με αρχίδια, συγνώμη για την έκφραση…Οι μάχες που γινόντουσαν ήταν πολύ σκληρές. Όλη την πλευρά όπως είναι η Σαμαρίνα και τα αντερείσματα και βγαίνει η οροσειρά προς τα κάτω, την κάλυπτε η 103. Σκληρές μάχες. Εμάς δε μπορούσανε να μας σπάσουν πουθενά αλλά σπάσανε την 103 τελικά και κινήθηκαν να βγουν στον Άι-Λια της Φούρκας και να βγούνε στο Ταμπούρι. Με διαταγή του Γενικού Αρχηγείο στον Αλευρά γρήγορα να συμπτυχθούμε και να τους προλάβουμε στο Ταμπούρι. Φτάσαμε στο Ταμπούρι. Ο Αλευράς δίνει διαταγή σε ένα λοχαγό Γιούρα –Σλαβομακεδόνας– και με μια επίθεση ανατρέψαμε ένα λόχο του κυβερνητικού στρατού. Ο Γιούρας παλικάρι, δεν ήξερε τι θα πει πίσω. Έγινε ταγματάρχης και σκοτώθηκε αργότερα στο Μπίκοβικ. Δυο μέρες μας σφυροκοπούσαν από όλες τις πλευρές και με αεροπλάνα. Εδώ σκοτώθηκε και μια χωριανή μου, φιλενάδα με την αδελφή μου. Παίρνουμε διαταγή και περνάμε απέναντί απ’ το Σαραντάπορο, στην Κάτω Αρένα. Πιάσαμε την πλαγιά. Το βράδυ περνάνε μια διλοχία δίπλα απ’ το ποτάμι, κάτω απ’ τις θέσεις μας. Με μια επίθεση λοιπόν, πιάσαμε αιχμαλώτους, και τους ανατρέψαμε, φύγανε προς το Κάντσικο. Έπειτα πιάσαμε την Άνω Αρένα, από εκεί αρχίζει η οροσειρά που βγαίνει στο 2522 (την κορυφή του Γράμμου). Εκεί ήταν γυμνό το μέρος και όλο πέτρα. Χτύπαγε δηλαδή η ρουκέτα και τραυματιζόσουνα απ’ τις πέτρες που χτύπαγαν πάνω στα αμπριά.

Η διείσδυση στο Γράμμο

Μέχρι τις 19 Αυγούστου όλα αυτά. Προετοιμαζόμασταν για το «άλμα» από το Βίτσι στο Γράμμο. Στη Γκίνοβα είχαν συγκεντρωθεί όλα τα τμήματα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδος, πάρα πολλές δυνάμεις. Και κει πήραμε την εντολή. Θα περνούσαμε ανάμεσα στα φυλάκια του Στρατού στη Γκίνοβα και την Αλεβίτσα. Ώρα περίπου έντεκα παρά τη νύχτα, τρέχει ο λόχος και μαζί ο Παύλος ο Κοντογιώργος, αυτός ο αξέχαστος άνθρωπος. Είχαν συρματοπλέγματα αυτοί και ήταν καλά οχυρωμένοι αλλά εμείς είχαμε και Πάντσερ που ήταν φοβερό όπλο για την επίθεση. Σπάσαμε το χαράκωμα, εξοντώσαμε το φυλάκιο κι αυτοί μαζεύτηκαν προς τα πάνω και άνοιξε ο δρόμος από τα πυρά που κρατούσαν τον αυχένα. Εκεί τραυματίστηκα στο δεξί χέρι, ακόμα μέσα την έχω τη σφαίρα…Μαζί με τον Επίτροπο τραυματίστηκα και περάσαμε μαζί τα σύνορα, σε νοσοκομείο στην Αλβανία. Εμένα με πήγαν στο Ελμπασάν και δεν τον ξαναβρήκα τον Κοντογιώργο. Ήταν απ΄τα γερά στελέχη. Κομμουνιστής-Μπελογιάννης δηλαδή. Να πούμε και το όνομα του αξιωματικού που ήταν ο «αρχιτέκτονας» της διείσδυσης στο Βίτσι: ήταν ο Γιώργος Κατεμής, λοχαγός του αστικού στρατού, μετά επιτελάρχης στο Αρχηγείο Αγράφων. Τον γνώρισα καλά μετά στην Τασκένδη.  

-           Αν δεν κάνω λάθος τραυματιστήκατε ξανά μετά από λίγες μέρες
Ναι. Έκατσα στο Ελμπασάν κάπου 20 μέρες και γύρισα λίγο πριν ξαναρχίσουν οι επιχειρήσεις. Έφτασα στην Κρυσταλλοπηγή και με στείλανε σε ένα τάγμα με έναν Θεσσαλό ταγματάρχη. Στις 11 Σεπτεμβρίου έγινε η μεγάλη επίθεση στο Μάλι-Μάδι. Και ήμουνα ο πρώτος που τραυματίστηκε! Βλήμα στο δεξί χέρι. Φσσσσσ, το αίμα τιναζόταν σαν πίδακας, είχε γεμίσει η χλαίνη αίματα. Και γυρίζω ξανά στο Ελμπασάν. Λέει: «Εσύ χτες δεν έφυγες;!» (γέλια). Και ευγνωμονώ έναν Ούγγρο γιατρό που ήταν εκεί και μου διόρθωσε το χέρι και μπόρεσα μετά να δουλεύω στις οικοδομές.
            Τέλος πάντων, ξαναγύρισα στο Βίτσι, έμεινα κανα-δυο μήνες στο Τάγμα του Γκιτσούλη και το Δεκέμβριο με στέλνουνε στη Σχολή Αξιωματικών του Γενικού Αρχηγείου (ΣΑΓΑ) στο Λαιμό Πρέσπας.

-           Πείτε μου δυο λόγια για την εκπαίδευση στη Σχολή

Για να λέμε τα πράγματα σωστά, η εκπαίδευση διήρκεσε πολύ λίγο διάστημα. Ήταν ένα βουναλάκι εκεί στο Λαιμό των Πρεσπών. Τα σύνορα απέναντι. Στο βουναλάκι και μέσα στο χωριό γίνονταν όλες οι ασκήσεις με πραγματικά πυρά. Ασκήσεις τακτικής. Επιτιθέμενοι και αμυνόμενοι. Σε μικρό χρονικό διάστημα γίνονταν οι ασκήσεις, δηλαδή τα μαθήματα ήταν πολύ λίγα. Η θεωρία γινόταν στη λέσχη που ήταν μέσα στο χωριό, το Λαιμό. Τι ήταν η Σχολή Αξιωματικών– για να γίνει κατανοητό: Η Σχολή ήταν η εφεδρεία του Γενικού Αρχηγείου του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας. Για να χρησιμοποιηθεί στις πιο δύσκολες επιχειρήσεις. Η Β’, Γ’ και Δ’ Σειρά ήταν στο Γράμμο. Η Ε’ και η ΣΤ’ που ήμουν εγώ ήταν στο Λαιμό. Ήμασταν η τελευταία σειρά. Από 1000 αποφοιτήσαμε κάπου 400.

-           Ποιοι ήταν οι εκπαιδευτές σας;
Ο Ζήσης ο Ζώκας, ο Χρυσόστομος ο Μπουροζίκας, ο Γιώργος Νικολάου (Νώντας), ο Γιώργος ο Βλαχάς (Φωτεινός), όλοι τους λαϊκά στελέχη. Διοικητής της Σχολής ήταν ο Νίκος Νικητίδης (Κόλιας), αξιωματικός της αεροπορίας. Αργότερα σκοτώθηκε.

-           Ποια ήταν η πρώτη μάχη που πήρατε μέρος με τη Σχολή;
Η πρώτη μάχη της Σχολής ήταν η Μάχη της Φλώρινας. Αποτελούσαμε δύναμη ταξιαρχίας με δύο τάγματα. Και το Αρχηγείο –και καλά έκανε– δεν την έστειλε την Ταξιαρχία μέσα στην πόλη γιατί θα είχαμε μεγάλη καταστροφή. Μας έβαλε να πάρουμε τη Μικρή και τη Μεγάλη Βίγλα. Και τα τμήματα που μπήκαν μέσα στη Φλώρινα ήταν ο Σκοτίδας, ο Βαϊνάς, ο Ζυγούρας (Παλαιολόγος) και ο Λευτεριάς με τη 14η Ταξιαρχία που καταστράφηκε τελείως και σκοτώθηκε κι ο ίδιος. Η δική μας περίπτωση, το Τάγμα του Μπουροζίκα: Εμείς πήγαμε να καταλάβουμε τη Μικρή Βίγλα. Είναι ένα άνοιγμα με χωράφια, είχε και λίγο χιονάκι. Μας βλέπανε μια χαρά στο χωράφι και μας περιμένανε πολύ καλά! Και μόλις φτάσαμε στα χαρακώματα, μας πελέκησαν…Το παρακάτω τάγμα –το ΙΙ– είχε πολλές απώλειες στη Μεγάλη Βίγλα. Εμείς λιγότερες γιατί ήμασταν έξω απ’ τον κλοιό. Ο κλοιός ήταν πολύ άσχημα μελετημένος. Σε έφραζαν από παντού. Η 14η Ταξιαρχία  με το Λευτέρη το Λαζαρίδη το μακαρίτη (σκοτώθηκε γρήγορα), δεν είχε διοικητή και αποκλείστηκε. Και το μόνο τάγμα που έφυγε ήταν οι σαμποτέρ που σπάσανε τον κλοιό –ήταν κι ο αδελφός μου μέσα– και βγήκανε απ’ τη χαράδρα. Οι καταστροφές ήταν μεγάλες. Μόνο η Ταξιαρχία του Παλαιολόγου είχε επιτυχίες. Γιατί ο κλοιός ήταν παντού. Από την επίθεση, πέρασαν στην άμυνα και μετά…Μας κλειδώσαν ρε παιδί μου, έγινε μακελειό! Και τα πιο πολλά θύματα δεν ήταν σκοτωμένοι στη μάχη αλλά αιχμάλωτοι που τους εκτέλεσαν. Χειρότεροι από τους Γερμανούς. Φασίστες! Δραματικά πράγματα. Στα δικά τους τα ντοκουμέντα το γράφουν με τρόπο. Και μπαίνει ένα ερώτημα γι αυτούς που θα το γράψουν: Αν χρειαζότανε να χάσουμε 800 άτομα (που χάσαμε), πρέπει να πεις ότι αξίζει η θυσία γιατί θα έχουμε επιτυχία. Αλλά να ξέρεις ότι αύριο «φεύγεις» και να χάνεις ένα επίλεκτο κομμάτι του Δημοκρατικού Στρατού, είναι ανεπίτρεπτο. Για μένα, η Μάχη της Φλώρινας δεν έπρεπε να γίνει.   

Φονικές μάχες σε Κάντσικο και Πατώματα (Απρίλιος 1949)

            Μετά τη Φλώρινα, παίρνουμε εντολή από το Γενικό Αρχηγείο να γίνει η διείσδυση στο Γράμμο. Το Μάρτη μήνα ξεκινήσαμε από το Λαιμό, περάσαμε το Μοσχοχώρι, κάτω απ’ το Νεστόριο. Ακριβώς στις 25 Μαρτίου κάναμε «λούφα», να μη γίνουμε αντιληπτοί. Αλλά αυτοί βγήκαν απ’ το Νεστόρι να κάνουν αναγνώριση. Κι έπεσαν απάνω μας! Θέλαμε δε θέλαμε ανοίξαμε πυρά. Πιάσαμε 25 αιχμαλώτους και γίναμε πια αντιληπτοί. Και φεύγοντας από κει διασχίσαμε 7 μερόνυχτα όλα τα Γρεβενά και φτάσαμε στους Φιλιππαίους. Από τους Φιλιππαίους φτάσαμε στη Σαμαρίνα. Εκεί πιο πάνω είναι ένας αυχένας όπου ξεκουραστήκαμε μια βραδιά κι από κει άρχισε η επιδρομή την 1η του Απριλίου για το Ταμπούρι. Περάσαμε από κάτω για να πάμε στο Κάντσικο (σημερινή Δροσοπηγή). Το λάθος κοίταξε τώρα: Επειδής ήξερα το μέρος πολύ καλά, λέω στον Κόλια: «Σύντροφε διοικητή, κάτι πατήματα βλέπω», «Έλα μωρέ Γιώργο (με ξέραν καλά), οι Βλάχοι είναι που βόσκουν τα πρόβατα». Δεν το πήραμε σοβαρά…Είχε βγει μια διλοχία στο Ταμπούρι και κατέβηκε πιο κάτω στο αντέρεισμα που λέγεται τώρα Αγία Παρασκευή και κάθονταν. Με μια κίνηση μπορούσαμε να τους πιάσουμε όλους αιχμάλωτους. Μόλις άρχισε το πρώτο μπαμ στο Κάντσικο, σαν την οχιά που πας να την πειράξεις, ξύπνησε κι αυτή η διλοχία. Και πάνω στο Ταμπούρι που είχα μείνει εγώ με μια διμοιρία, μας πελεκήσανε! Αεροπορία, πυροβολικό…Κι εμείς κατεβήκαμε πιο κάτω. Το λάθος ήταν που είδαμε τα πρώτα δείγματα στο ντορό και δεν το πήραμε σοβαρά…Και όλο τον καιρό της μάχης στο Κάντσικο είχαμε να αντιμετωπίσουμε το Ταμπούρι που ήταν στα χέρια τους, το αντέρεισμα προς τη Γύφτισσα και το Κάντσικο. Μπήκαμε στο Κάντσικο, δε μπορέσαμε να σπάσουμε. Απ’ τον Αι-Λια της Φούρκας μέχρι τη Γύφτισσα, όλη η Σχολή πολεμούσε. Μπαίνει στη μάχη το ΙΙ Τάγμα με τον Αντώνη τον Τσακμάκη. Πήρε ένα φυλάκιο κι εκεί σταματήσαμε. Αιμορραγία. Ψωμί δεν είχαμε, νερό δεν είχαμε. Εντολή επίθεση την ίδια μέρα. Εν τω μεταξύ αυτοί είχανε πιάσει 7 αιχμαλώτους δικούς μας. Και κάναμε την επίθεση, σπάσαμε τη διλοχία και δεν ξέραν από πού να φύγουν. Και βάλαν τους δικούς μας τους αιχμαλώτους να φωνάξουν σε μας ότι θέλουν να παραδοθούν. Παραδοθήκαν οι περισσότεροι τελικά. Πολλά θύματα στο Κάντσικο, σκοτώθηκε ο ίδιος ο Κόλλιας και λοχαγοί και τραυματίστηκε κι ο Υψηλάντης.
            Περάσαμε στην Κάτω Αρένα κι εγώ εντάχθηκα στο Λόχο Ανιχνευτών. Πηγαίναμε από διαδρομές που τις ήξερα πολύ καλά. Ένα περιστατικό, έτσι για ποικιλία: Μια φορά κάναμε ενέδρα κοντά στην Αγία Παρασκευή. Από τις δυο πλευρές του δρόμου, μέσα σε πυκνούς θάμνους. Πέρασε η φάλαγγα –ένα τάγμα ήταν– και μόλις πέρασε ο τελευταίος ημιονηγός με το όπλο χιαστί, χαπ, τον αρπάζουμε. Και μέσα στη χαράδρα πήραμε απ’ αυτόν «γλώσσα», όπως λέγαμε τη συλλογή πληροφοριών. Και μάθαμε απ’ αυτόν ότι ήταν τάγμα που είχε βγει απ’ τη Σαμαρίνα –είχαν βάσεις μεγάλες.
            Στις 30 Μαΐου έγινε στην Πέτρα Μούκα (ένα μέρος που βγαίνει νερό απ’ την πέτρα. Να το πιεις, σίδερο) μια μεγάλη σύσκεψη για να χτυπήσουμε τη βάση του Στρατού στα Πατώματα του Γράμμου. Ήταν κι ο Γούσιας κι ο επιτελάρχης της ΙΧ Μεραρχίας, ο Γιώργος Ασσούρας. Και ο Στέργιος ο Κόκκας κι ο Αντώνης ο Τσακμάκης, διοικητής του ΙΙ Τάγματος της Σχολής. Καταλήξαμε ότι πρέπει να γίνει πρώτα μια πολύ καλή ανίχνευση. Αυτοί στα Πατώματα είχαν τρεις σειρές συρματοπλέγματα κι ενδιάμεσα σειρές νάρκες. Και μετά τα αμπριά. Μιλάμε για φρούριο άπαρτο! Το μεγαλύτερο οχυρό που υπήρχε στο Γράμμο. Ο Μπαλοδήμος ο μέραρχος έλεγε: «Η Αθήνα θα πέσει, τα Πατώματα δεν θα πέσουν». Πήγανε παιδιά απ’ το μηχανικό δυο βραδιές και κατάφεραν χωρίς ν’ αντιληφθούνε, να απενεργοποιήσουν τις νάρκες. Ανίχνευση πολύ καλή. Και μετά έγινε η επίθεση. Μπροστά στο συρματόπλεγμα ήταν μια πέτρα και καλυπτόμασταν (όπως πάντα, απ’ τα πυρά κοιτάζεσαι πού να προφυλαχθείς). Αλλά εκεί είχανε 8 καναδέζικους όλμους και την είχαν επισημάνει την πέτρα. Ξέρεις, εγώ δεν φοβήθηκα στο βουνό ούτε αεροπορία ούτε τίποτα, παρά μόνο τον όλμο. Δεν ήξερες από πού θα σου ‘ρθει! Όσο καλός μαχητής να ήσουνα, δε μπορούσες να φυλαχτείς ούτε κάτω από πέτρα ούτε κάτω από δέντρο. Σ’ αυτή ακριβώς την πέτρα, τραυματίζεται θανάσιμα ο Αντώνης ο Τσακμάκης. Του κόπηκε το πόδι…Κι αναλαμβάνουμε εμείς την επίθεση. Πήραμε τα δυο μπροστινά πολυβολεία αλλά δε μπορέσαμε να προχωρήσουμε καθόλου. Από τα αριστερά ήμασταν εγώ, ο Καστανάς ο Φάνης κι ένας Γιώργος Πόντιος, πολυβολητής. Έρχεται από πίσω μου ο Αχιλλέας ο Προυτσάλης (που είχε αναλάβει διοικητής της Σχολής) και με χτυπάει στο ώμο: «Γιώργο, τι κάνεις εδώ; Επίθεση!». Αριστερά ήταν ένα πολυβολείο με 7 άτομα. Από πίσω του ήταν ένα άλλο με 25 άτομα. Εμείς είχαμε πυρά με τον μπροστινό. Μόλις είπαμε «επίθεση» και σηκώνεται ο πολυβολητής μας ο Γιώργος, μπαμ πάρτον κάτω. Εγώ ρίχνω δυο χειροβομβίδες, περνάω το πολυβολείο με τους 7 και πάω κατευθείαν σε κείνο με τους 25. Από πίσω μου όμως βγήκε ένας λοχίας να με καθαρίσει αλλά πρόλαβε ο Καστανάς ο Φάνης που ερχόταν πίσω μου και μπαμ μπαμ μπαμ…Και πιάσαμε 20 άτομα. Βγήκαν έξω, τρέμανε…Θυμάμαι αυτό το λοχαγό τους. «Από πού είσαι;», «Απ’ την Καρδίτσα», «Α, κι εγώ απ’ το Μουζάκι. Πάρε πατρίδα, πάρε!». Μου έδωσε το ρολόι του, να μην τον σκοτώσω…Ήταν κι ένας ταγματάρχης σκοτωμένος, πήρα τη χλαίνη του... Εφτά άτομα με μια γυναίκα μπροστά τους πήγαμε όλους στην Πέτρα Μούκα. Αυτοί μπορούσαν να φύγουν αλλά απ’ το φόβο τους (κάθε πέτρα κι αντάρτης σου λέει), δεν κάναν τίποτα. Και σε ένα άλλο ύψωμα που ήταν απέναντι, την Οξιά, κάναμε μια κρούση την άλλη μέρα και το εγκατέλειψαν από φόβο μην πάθουν τα ίδια. Κι έμεινε όλος ο Σαραντάπορος ελεύθερος για το Δημοκρατικό Στρατό. Ο Στρατός δεν το περίμενε, εμείς ήμασταν για υποχώρηση και να χουμε τέτοια επιτυχία! Σ’ αυτή τη μάχη είχαμε πολλά θύματα και πολλές ανδραγαθίες…Σκοτώθηκε κι ένας χωριανός μου.

-           Δεν φοβόσασταν σε όλες αυτές τις μάχες; Ήσασταν 20 ετών.
Εγώ το μόνο που φοβήθηκα στον πόλεμο, ήταν να μην πιαστώ αιχμάλωτος. Ήθελα να σκοτωθώ επί τόπου. Γιατί θυμόμουν αυτό που είχανε κάνει στον αδελφό μου που έμεινε κρεμασμένος 8 ώρες. Ό,τι και να μου κάναν δε με πείραζε, αρκεί να με σκοτώναν επί τόπου.

-           Φτάνατε τόσο κοντά που μπορούσατε να ακούτε τους φαντάρους να μιλάνε;
Ξέρεις τι είναι να πας το βράδυ σε έναν αυχένα και ν’ ακούς απέναντι στα υψωματάκια το ράδιο; Απ’ τα Πατώματα ακουγόταν η Συννεφιασμένη Κυριακή. Και να το ακούς μέσα στο δάσος…Πανόραμα. Άλλο πράγμα!

-           Θέλω μια γενική εκτίμησή σας για τον αγώνα του Δημοκρατικού Στρατού.
Ο Δημοκρατικός Στρατός ήταν ένας λαϊκός στρατός σε εθελοντική βάση. Και οι άνθρωποι, ο περισσότερος κόσμος, βγήκανε στο βουνό απ’ την αδικία, την τρομοκρατία και τους σκοτωμούς. Δε βγήκε ο κόσμος απ’ τη θέλησή του, τον εξανάγκασαν οι τρομοκράτες, οι ταγματασφαλίτες, οι ληστές, όλοι άνθρωποι των κακουργημάτων. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες ή έπρεπε να πας φυλακές κι εξορία ή να βγεις στο βουνό. Οι άνθρωποι που πολέμησαν στον ΕΛΑΣ δε μπορούσαν ν’ αντέξουν σ’ αυτές τις συνθήκες. Και μέσα σ’ αυτούς, εκείνο που δε γνώρισε καμία άλλη ιστορία στον κόσμο, είναι που είχαμε 20-25% γυναίκες, 17 και 18 χρονών γυναίκες που πήγαιναν μπροστά στην επίθεση και σκοτώνονταν. Ο λαϊκός στρατός διαμορφώθηκε με την εμπειρία του μέσα από τις μάχες κι απ’ το μίσος του για το καθεστώς (όχι τη χώρα αλλά το καθεστώς, τους πουλημένους ανθρώπους). Και οι επιτυχίες μεγάλες αν συγκρίνεις το 1 προς 10 και το 1 προς 50 στον οπλισμό. Από πού βγαίνει αυτή η πίστη, η αφοσίωση, το θάρρος, να πολεμάνε σαν επιστήμη άνθρωποι αγράμματοι (γιατί οι περισσότεροι ήταν αγροτόπαιδα); Ήτανε η πίστη στα ιδανικά του ΕΛΑΣ που είδε ο κόσμος στα βουνά την Κατοχή, που δεν υπήρχαν αδικίες, ο κόσμος ήταν ελεύθερος. Κι αυτήν την ελπίδα την κληρονόμησε ο λαϊκός στρατός. Τα στελέχη του Δημοκρατικού Στρατού ήταν λαϊκά, με μια λέξη. Αυτό το ενδιαφέρον του κάθε στελέχους από το διμοιρίτη μέχρι τον ταγματάρχη προς τους μαχητές δεν το είχε κανένας αστικός στρατός: «Έχεις παπούτσια; έχεις χλαίνη; έχεις να φας;». Πάρε τη Σχολή Αξιωματικών. Όλοι οι αξιωματικοί, μηδενός εξαιρουμένου, είχαν ήθος, σε χαιρετούσαν σαν όμοιό τους. Δεν υπήρχε διάκριση ανάμεσα στους μαχητές και τους αξιωματικούς, ούτε στο φαγητό ούτε στο ντύσιμο. Και η διαπαιδαγώγησή μας έκανε τον άνθρωπο να είναι λαϊκός, κοινωνικός και συντροφικός σε όλα τα επίπεδα. Πώς να πετύχουμε το σκοπό μας, πώς να σώσουμε τους τραυματίες…Πού είδες ταγματάρχη να πηγαίνει μπροστά; Κινητό χειρουργείο με γιατρούς αιχμαλώτους από το Στρατό που μείνανε μαζί μας; Μόνο στο Δημοκρατικό Στρατό θα τα δεις αυτά τα πράγματα…Αυτός ο ηρωισμός δεν υπήρχε σε κανένα κίνημα του κόσμου. Οι κατακτήσεις αυτές είναι πολύ μεγάλες. Κι ακόμα στους περισσότερους που υπάρχουμε στη ζωή, ο κοινωνικός, ο συντροφικός άνθρωπος υπάρχει μες στο χαρακτήρα μας.


Η συνέντευξη δόθηκε στην Πλατεία Αττικής, στις 3 Ιανουαρίου 2011   

Δεν ήθελα να σκοτώνω, ήταν Έλληνες γαμώτο…

     Ο Κώστας Σκαλτσάς γεννήθηκε στις 25 Δεκεμβρίου 1918 στο Πράσινο Γορτυνίας, γιος ενός εύπορου κτηματία που είχε ζήσει χρόνια στην Αμερική. Πέρασε από τρία γυμνάσια, γιατί ήταν «λίγο ζωηρός». Ο πόλεμος του ’40 έκοψε τα όνειρά του να γίνει δικηγόρος. Επιστρατεύτηκε και πολέμησε στο αλβανικό μέτωπο αλλά ο πόλεμος που σημάδεψε όλη τη μετέπειτα ζωή του ήταν ο Εμφύλιος. Αρχικά υπηρέτησε ως ανθυπολοχαγός στην Εθνοφυλακή και από το 1946 σε μάχιμη μονάδα. Για τις «τρέλες», όπως τις λέει, που έκανε, προβιβάστηκε πέντε φορές επ’ ανδραγαθία και το 1948 μονιμοποιήθηκε στο στρατό με το βαθμό του λοχαγού και εύφημο μνεία της VIII Μεραρχίας. Στις μεγάλες μάχες του Γράμμου το 1948 ήταν ο πρώτος που ανέβηκε στο ύψωμα του «Κλέφτη» και αναφέρεται ονομαστικά στην επίσημη ιστορία του ΓΕΣ. Το 1952 πολέμησε ως διοικητής λόχου στην Κορέα όπου ανδραγάθησε και παρασημοφορήθηκε. Υπηρέτησε στο Επιτελείο, στην Κύπρο (1964-1967) και αποστρατεύτηκε το 1974. Ζει σήμερα στη Νέα Σμύρνη, γεμάτος αναμνήσεις από πολέμους αλλά και μια μόνιμα εύθυμη διάθεση που ξαφνιάζει ευχάριστα τους συνομιλητές του.  

   

«Στον πόλεμο του ’40 με είχανε βάλει τσολιά. Ήμουνα σε Σύνταγμα Ευζώνων γιατί ήμουνα και λεβεντόπαιδο, μην κοιτάς τώρα…» λέει γελώντας…Η Κατοχή τον βρήκε στο χωριό του, το Πράσινο. Η εμφάνιση των αντιστασιακών οργανώσεων και ο αρχικός ενθουσιασμός, τον έκαναν να ενταχθεί στο ΕΑΜ αλλά σύντομα αποχώρησε και έγινε μάλιστα δαχτυλοδεικτούμενος από τους «κομμουνιστές» του χωριού του. Μετά τα Δεκεμβριανά, κλήθηκε ξανά να υπηρετήσει τη θητεία του στην Εθνοφυλακή. «Μας φώναξε το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας στην Αθήνα, ως έφεδρο αξιωματικό (εγώ δεν το ήξερα ότι με είχανε ονομάσει στην Αλβανία). Ήταν να γίνει ένα σύνταγμα από αξιωματικούς και πήγαμε στο Μεσολόγγι να κάνουμε επιστράτευση και μετά ο καθένας θα πήγαινε αλλού. Στο Μεσολόγγι καθίσαμε 1-2 μήνες περίπου. Είχα γνωρίσει πολλούς ανθρώπους, μεταξύ αυτών και το δεσπότη που ήταν απ’ τα Καλάβρυτα…Κάποτε ετοιμαστήκαμε να κάνουμε μια εξόρμηση γιατί είχε εμφανιστεί στην περιοχή αυτός ο κομμουνιστής που του έχουνε και αγάλματα τώρα». Αυτός ο «κομμουνιστής» δεν ήταν άλλος από τον Άρη Βελουχιώτη που είχε ξαναπάρει το δρόμο των βουνών.
            Στις αρχές του 1946 η μονάδα μεταστάθμευσε στην Κόνιτσα όπου άρχιζαν πια οι μάχες με τους αντάρτες. «Εγώ στις μάχες απέφευγα να χτυπήσω κανέναν. Ήσαν Έλληνες γαμώτο κέρατό τους…Έκανα όμως πολλές τρέλες με το λόχο μου –έμπαινα από το αλβανικό έδαφος και τους πλευροκοπούσα κλπ– και οι δικοί μου φοβόντουσαν μήπως σκοτωθώ». Η πρώτη σοβαρή εμπλοκή σε μάχη ήταν η Μάχη της Κόνιτσας το Δεκέμβριο του 1947. «Τι είχα περάσει εγώ εκεί, ούτε ο Χριστός δε γλίτωνε. Και την άλλη μέρα ήρθε και η βασίλισσα η Φρειδερίκη με τα πόδια, εκεί που ούτε τζιπ δεν πέρναγε». Το 1948, εξαιτίας ενός οικογενειακού «ρουσφετιού», το ΓΕΣ ενέκρινε την τοποθέτησή του ως εκπαιδευτή στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών (ΣΕΑ) Κέρκυρας. «Μόλις το άκουσα εγώ, είπα δεν πάω. Να ακυρωθεί». Ο στρατηγός Σκαλτσάς κρατά ακόμα στο προσωπικό αρχείο του την έγγραφη διαταγή του υποστράτηγου Ανδρέα Μπαλοδήμου, διοικητή της VIII Μεραρχίας Ηπείρου με την οποία αποδιδόταν έπαινος στο λοχαγό του 583 Τάγματος Πεζικού για την άρνησή του να εγκαταλείψει το λόχο του, «καίτοι μετατεθείς, επιδειξάμενος ούτω ανωτέρα αντίληψιν των στρατιωτικών του καθηκόντων και πλήρην κατανόησιν του σήμερον διεξαγομένου αγώνος».
Τον Ιούλιο του 1948 ήρθε μια ακόμα προαγωγή επ’ ανδραγαθία για μια ακόμα «τρέλα»: «Πάνω από την Κόνιτσα ήταν ένα ύψωμα που λεγόταν «Κλέφτης». Ήτανε δυο ταξιαρχίες εκεί, η 74 και η 75. Εγώ είχα πάρει άδεια 5 μέρες να πάω στο χωριό μου γιατί η μάνα μου δεν ήταν καλά. Και όταν γύρισα είδα το τάγμα με διοικητή τον Κουμανάκο και είχε σχεδόν διαλυθεί. «Κύριε διοικητά, τι γίνεται;», «Έχουν μεγάλες δυνάμεις» λέει. Εγώ, χωρίς να ρωτήσω κανέναν, παίρνω 15 άνδρες κι ανεβαίνω πάνω…Ήταν πολύ δασωμένη η περιοχή. Ενώ βαδίζαμε, βλέπω σε ένα σημείο, ένα πολυβολείο. Εκεί που σκεφτόμαστε πώς να προσανατολιστούμε, ακούω μια φωνή από έναν κομμουνιστή που ήταν σκοπός πάνω σε ένα δέντρο: «Σύντροφε Νίκο, ήρθα να σε αντικαταστήσω». Όπως κατέβηκε κάτω αυτός, μας είδε! «Ρε, μας φάγαν οι φασίστες!». Βγαίνω έξω, πρόλαβα να συλλάβω κι έδωσα διαταγή να μην τους πυροβολήσει κανείς. Ρίξαμε κι εμείς μερικές τουφεκιές στον αέρα κι αυτό ήταν. Όταν άκουσαν τα πυρά [οι αντάρτες] που κατείχαν θέσεις χαμηλότερα από το ύψωμα, που είχαν διώξει το Τάγμα, σου λέει τι γίνεται πάνω; Και ήρθαν χωρίς να ξέρουν. Τους ρίξαμε αλλά τι να κάνουμε 15 με 700; Οπότε τι κάνω; Παίρνω ένα μεγάφωνο κι αρχίζω: «Α’ Μοίρα Καταδρομών, μ ακούς Δημήτρη;! –Μην παραδοθούν χωρίς οπλισμό! Β’ Μοίρα Καταδρομών, άσε το τηλέφωνό σου ανοιχτό!» Κι αυτοί το έσκασαν και μπήκαν στην Αλβανία και εγώ πήρα επ’ ανδραγαθία!».

Ο σεβασμός του αντιπάλου ήταν βασικός ηθικός και πολεμικός κανόνας για τον 30χρονο τότε λοχαγό. Ακόμα και σήμερα, επαναλαμβάνει χαρακτηριστικά πως απέφυγε να σκοτώσει ανθρώπους, ακόμα και την ώρα της μάχης, ενώ σεβόταν πάντα τη ζωή των αιχμαλώτων: «Τις περισσότερες ζημιές κάναν αυτοί που ήσαν στα μετόπισθεν, στη μεταφορά πυρομαχικών, στους τραυματίες, σ΄ αυτές τις τρίχες...Παίρναν τους αιχμαλώτους που δίναμε εμείς και κάνανε το παλικάρι και σκοτώνανε. Εγώ αυτό δεν το ‘θελα ποτές…Άκου να δεις: Κάποτε με στέλνουν να ενισχύσω μια ταξιαρχία πάνω από την Άρτα. Σε ένα μοναστήρι πιάσαμε όλους τους συμμορίτες. Και διοικητής τους ήταν ένας συνταγματάρχης μόνιμος. Δεν είχανε φύγει ακόμα οι αιχμάλωτοι, κι έρχεται ένας φαντάρος που τον είχα ιπποκόμο: «Κύριε διοικητά, είναι ένας ταγματάρχης του ΣΕΜ εδώ που είδε μια όμορφη κοπέλα –αντάρτισσα– και ήθελε να τη βιάσει. Την είδα, έκλαιγε», «Τι λες ρε;» του λέω. Εκείνος ο ταγματάρχης ήταν με το στρατηγό τον Κετσέα και τους άλλους και κουβεντιάζανε…Λέω: «Μπορώ να κάνω μια ερώτηση στον κύριο ταγματάρχη από δω; Γιατί ρε πήγες να καβαλήσεις την κοπέλα; Εμείς κάνουμε αυτές τις παλιανθρωπιές για να δείξουμε ότι είμαστε ανώτεροι άνθρωποι απ’ αυτούς που κυνηγάμε;». Αυτός λέει: «Στρατηγέ, πώς επιτρέπετε στο λοχαγό σας να μου μιλάει έτσι! Δε σου επιτρέπω!». Τον πλακώνω λοιπόν στις γροθιές…Ο ΜΠαλοδήμος το ‘μαθε και τι κάνει; Τον μεταθέτει αυτόν κι εμένα μου κοπανάει 20 μέρες φυλακή αλλά με εντολή στον Κουμανάκο: Ούτε θα του το πεις ούτε θα το γράψεις στις διαδοχικές σημειώσεις…Έπειτα από ένα γράμμα, παίρνω ένα γράμμα από έναν παπά από το Βόλο και μ’ εξυμνούσε, έγραφε ότι διαβάζει κάθε μέρα στη λειτουργία το όνομά μου και παρακαλούσε το Θεό να με έχει καλά. Ήταν η κόρη του…».      
  
Η συνέντευξη δόθηκε στη Νέα Σμύρνη, στις 28 Δεκεμβρίου 2010


Τους βγάζαμε με φλογοβόλα από τα πολυβολεία...


Ο Δημήτρης Μπίκος γεννήθηκε στο Μοναστήρι Τριφυλλίας το 1928. Όπως συνέβη με όλους τους συνομηλίκους του, η παιδική και εφηβική του ηλικία σημαδεύτηκαν από τα βίαια γεγονότα της Κατοχής. Υπηρέτησε ως εθελοντής στο στρατό  και πολέμησε για δύο χρόνια στη Δυτική Μακεδονία, στις μεγάλες μάχες του Γράμμου και του Βίτσι με το 601 Τάγμα Πεζικού. Συμπλήρωσε 30 μήνες υπηρεσίας στην πρώτη γραμμή, «όσους κανένας αξιωματικός», όπως λέει ο ίδιος. Τον Οκτώβριο του 1949, ως λοχίας πλέον, εισήλθε στη Σχολή Ευελπίδων από όπου αποφοίτησε το 1952 ως μόνιμος ανθυπολοχαγός πεζικού. Αντιτέθηκε στη Χούντα και υπηρέτησε ως ταγματάρχης στην Κύπρο όπου και τραυματίστηκε κατά τη διάρκεια του Αττίλα Ι το 1974. Αποστρατεύτηκε το 1985 με το βαθμό του αντιστράτηγου. Κοιτάζοντας πίσω, συμπεραίνει πως οι αξιωματικοί που γνώρισε στις μάχες του Εμφυλίου, ήταν οι καλύτεροι που συνάντησε στη 45χρονη σταδιοδρομία του, εκείνοι που τηρούσαν κατά γράμμα τους κανόνες πολέμου και έδιναν πρώτοι το παράδειγμα.  


Ο στρατηγός Μπίκος ανδρώθηκε στη Μεσσηνία του 1944, δηλαδή σε χρόνο και τόπο όπου ο εμφύλιος ξέσπασε στην αγριότερη εκδοχή του. Όπως λέει ο ίδιος, «εγώ στην Κατοχή δεν έζησα τη ναζιστική τρομοκρατία, εμείς καθημερινή τρομοκρατία νιώσαμε μόνο από τους κομμουνιστές. Παιδί ήμουνα, και άκουσα πρώτη φορά από τον πρόεδρο Λαϊκού Δικαστηρίου τις λέξεις: «Εσχάτη των ποινών». Και πήγα στον πατέρα μου να τον ρωτήσω τι σήμαινε αυτό…». Είδε με τα μάτια του τα πτώματα από τις αντεκδικήσεις στο Μελιγαλά, ενώ πήγαινε από το χωριό του για την Καλαμάτα: «Φοβερό το θέαμα αλλά δεν του έδινες σημασία τότε. Τους είχαν πετάξει στην Πηγάδα. Τους είχαν δεμένους από τα χέρια με συρματόπλεγμα, πατέρα με γιο –γνωστούς μου. Στο δρόμο Μελιγαλά-Καλαμάτα έβλεπες ανθρώπους κατακρεουργημένους. Φοβερό μακελειό». Στο σπίτι της οικογένειας Μπίκου κατέλυαν αντάρτες καθημερινά, ενώ ο πατέρας του 16χρονου τότε Δημήτρη, Κωνσταντίνος, γραμματέας της κοινότητας και χαρακτηρισμένος ως «αντιδραστικός» (αν και πολιτικά ανήκε στο Κέντρο), είχε συλληφθεί και ανακριθεί από την εαμική οργάνωση και διέφυγε τελικά από το εκτελεστικό απόσπασμα μόνο χάρη στη μεσολάβηση ενός συναδέλφου του υπαξιωματικού.
Το διάστημα της εαμοκρατίας (Σεπτέμβριος 1944-Φεβρουάριος 1945) στη Μεσσηνία με τα αιματηρά γεγονότα στο Μελιγαλά, τους Γαργαλιάνους, την Καλαμάτα και την Πύλο, δημιούργησε μια πραγματική δεξαμενή εκδίκησης όσων είχαν ενταχθεί στην αντικομμουνιστική παράταξη ή θεωρούσαν εκ των πραγμάτων τους εαυτούς τους, αντιπάλους του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Αμέσως μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας, «υπήρξε αντίδραση και μάλιστα μεγάλη από όσους είχανε θύματα από τους κομμουνιστές. Και στο δικό μας χωριό ήρθαν οι Χίτες και σκοτώσαν μια ξαδέλφη μου. Με φωνάξανε από το σχολείο και άρχισα και φώναζα νευριασμένος στον αρχηγό τους, τον Τζουλή, ήταν συμμαθητής μου στο σχολείο…Δεν είχε κάνει τίποτα η κοπέλα, 20 χρονών. Δυστυχώς δεν υπήρχε αντίδραση στους πραγματικούς υπεύθυνους αλλά στους συγγενείς. Γίνονταν αυτά…». Ο νεαρός Δημήτρης μισούσε τόσο τον αρχηγό του ΕΛΑΣ Μεσσηνίας, (μόνιμο αξιωματικό και σήμερα αντιστράτηγο) που τον θεωρούσε υπεύθυνο για την παραλίγο εκτέλεση του πατέρα του, ώστε έκανε κάτι που σήμερα το θεωρεί τρέλα: «Το Μάρτιο του ’45 ξημερώσαμε εγώ μαζί με άλλα 4 παιδιά –παλιόπαιδα ήμασταν– έξω από το σπίτι του στο χωριό του. Ευτυχώς δεν ήταν μέσα γιατί θα τον σκότωνα. Θα έβαφα τα χέρια μου με αίμα…». Ο διχασμός κατέτρωγε ακόμα και την ίδια την οικογένεια, αφού τα ξαδέλφια του ήταν ενταγμένα στην Αριστερά και οι διαπληκτισμοί μαζί τους σχεδόν καθημερινοί. Κάποιοι σκοτώθηκαν αργότερα σε μάχη. Με αυτό τον τρόπο, λίγο-πολύ ασυνείδητο, τα εμφύλια πάθη ανακυκλώνονταν και έπαιρναν μαζικές διαστάσεις. «Δεν ξέραμε τότε, ήμασταν παιδιά, και δε μπορώ να αξιολογήσω τα πράγματα, όπως τα αξιολογώ τώρα. Αλλά θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό γιατί είχα τον πατέρα μου ο οποίος ήταν άνθρωπος του βιβλίου και πολύ ενημερωμένος: Ό,τι μου λέγαν οι ινστρούχτορες του ΚΚΕ στο σχολείο (επί εαμοκρατίας), πήγαινα μετά στο σπίτι και ρωτούσα τον πατέρα μου και εκείνος μου τα εξηγούσε διαφορετικά».
  
Εθελοντής στο στρατό

Κάτω από τις συνθήκες που επικρατούσαν στην επαρχία, ο στρατός προσέφερε μια ασφαλή διέξοδο: «Εγώ φοβόμουνα στο χωριό μη με πάρουν οι αντάρτες. Και έκανα τα χαρτιά μου για να πάω στην αεροπορία, ο νονός του αδελφού μου ήταν αξιωματικός της αεροπορίας. Η μάνα μου έβαλε τις φωνές. Ο πατέρας μου έλεγε «όπου θέλει το παιδί». Τελικά δεν έγινε τίποτα και εγώ με άλλα δυο παιδιά πήγαμε εθελοντές στο στρατό».
Το Μάρτιο του 1947, ο 19χρονος εθελοντής κατατάχτηκε στο 601 Τάγμα Πεζικού που έδρευε στη Μυτιλήνη. Εκεί είχε και την πρώτη του συμμετοχή σε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις μικρής κλίμακας. «Ήταν ένας κατσαπλιάς στη Λέσβο που δεν θυμάμαι πώς τον έλεγαν. Και τον κυνηγούσαμε…». Στη συνέχεια, το Τάγμα μετακινήθηκε στους Μαυραναίους Γρεβενών, στο κέντρο της ανταρτοκρατούμενης επικράτειας του Γράμμου, από όπου συμμετείχε σε όλες τις επιχειρήσεις. Βασικός αντίπαλος το Αρχηγείο Δυτικής Μακεδονίας του ΔΣΕ και ένας αρχηγός ανταρτών που είχε ήδη γίνει γνωστός από τη συμμετοχή του στην επίθεση του Λιτοχώρου, ο Αλέκος Ρόσιος, φιλόλογος από τη Σιάτιστα, με ψευδώνυμο «Υψηλάντης»: «Ταγματάρχη είχαμε τον Κωνσταντίνο Χαρμπίλα, Καλαματιανός, 37 χρονών παιδί. Πολύ σκληρός και θαρραλέος. Και μας έλεγε συνέχεια θυμάμαι: «Ρε παιδί μου, όπου και να πάμε, τον Υψηλάντη έχουμε μπροστά μας!». Και στο Γράμμο και στο Βίτσι».
Το βάπτισμα του πυρός ήταν σχεδόν ανεπαίσθητο καθώς η νεαρή ηλικία απάλυνε το σοκ από το αίμα και τις μάχες: «Ο πρώτος νεκρός που είδα ήταν ένας στρατιώτης που πήγαινε δίπλα μου και την έφαγε στο κεφάλι. Όταν είσαι παιδί, είσαι πολύ ψύχραιμος. Ένιωσα βέβαια ότι τώρα σκοτώθηκε ένας άνθρωπος αλλά όχι όπως τώρα που συγκλονίζεσαι…Εξάλλου, το ’47 οι επιχειρήσεις δεν ήταν επιχειρήσεις αντιπαράθεσης: ήταν ανταρτοπόλεμος. Κυνηγάγαμε τους συμμορίτες κι αυτοί φεύγανε ή μας κάναν ενέδρες. Το 48 άρχισε η αντιπαράθεση. Αυτό ήταν και το πρώτο σφάλμα που κάναν οι κομμουνιστές: αν τα βάλεις με τον Εθνικό Στρατό, θα ηττηθείς, δεν υπάρχει περίπτωση. Αυτοί δεν έπρεπε να σταματήσουν τον ανταρτοπόλεμο. Αν δεν τον σταματούσαν, θα είχαμε ακόμα μάχες…».



Μακελειό στο Γράμμο

Η κατάσταση άρχισε να σοβαρεύει την επόμενη χρονιά. Οι μάχες του 1948 στο Γράμμο διήρκεσαν τρεις αιματηρούς μήνες. «Πήρα μέρος σε όλες τις μάχες, σε όλα τα υψώματα.  Το βράδυ μας χτυπάγανε με τα πολυβόλα και μετά μας αρχίζανε με τα χωνιά: «Ελάτε ρε δω να χορτάσετε μουνί! (είχανε γυναίκες αυτοί). Παλιοφασίστες, κωλόπαιδα της Φρειδερίκης!». Κι εμείς τους λέγαμε: «Άντε γαμηθείτε ρε παλιομαλάκες!». Παλιόπαιδα τώρα, μες στο χαράκωμα…Εγώ σαν παιδί τα θεωρούσα αστεία όλα αυτά…Ήταν κι ένας ανθυπασπιστής ο οποίος φοβότανε στο χαράκωμα και πήγαινα όρθιος από πάνω απ’ το κεφάλι του κι έριχνα –ενώ οι άλλοι έβαζαν από απέναντι. Το έκανα για να φοβηθεί περισσότερο, κατάλαβες; Άμα είχα μυαλό, δεν θα τα ‘κανα αυτά. Αλλά όποιος φοβάται, πεθαίνει. Κι αυτός ο ανθυπασπιστής αργότερα τραυματίστηκε θανάσιμα από νάρκη ενώ περνούσε ένα ποταμάκι…».
Όταν η μνήμη ταξιδεύει στις μάχες του Γράμμου, η αφήγηση του στρατηγού γίνεται ενιαία και συνεχόμενη: «Οι μάχες ήταν πάρα πολύ σκληρές. Καταλαμβάναμε τα υψώματα με πάρα πολλά θύματα. Θυμάμαι δε μια περίπτωση όπου ένας κρητικός λοχίας –θα χει πεθάνει τώρα –παίρνει τηλέφωνο το διοικητή και λέει: «Τραυματιστήκανε όλοι οι αξιωματικοί του λόχου. Το λόχο τον έχω αναλάβει εγώ». Σα να τ’ ακούω τώρα…Και μου λέει ο διοικητής: «Σήκω, τρέξε, πάμε στο λόχο μου». Και ο λόχος είχε καταλάβει το ύψωμα, με ένα λοχία! Τέτοια πράγματα γινόντουσαν….  Πάνω από την Κοτύλη του Γράμμου υπάρχει ένας κατακόρυφος βράχος 200 μέτρα ύψος, απότομος –ούτε φίδι δεν ανέβαινε. Στην κορυφή ήταν το ύψωμα «Γούπατα» όπου έγιναν πάρα πολύ σκληρές μάχες. Και το ύψωμα πάρθηκε με προδοσία. Παρουσιάστηκε ένας αντάρτης σε έναν ψυχωμένο λοχαγό και τον οδήγησε στην κορυφή. Έτσι πήραμε τα Γούπατα. Το όνομα του λοχαγού το ξέρει άραγε κανένας; Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είπε σε ένα λόγο του πρόσφατα ότι εκεί στην Κοτύλη εκτελέσαμε 4 αντάρτισσες, τις ρίξαμε από το βράχο. Δεν είπε βέβαια ότι κι εμείς βρήκαμε ένα λοχία από το Τάγμα μας κρεμασμένο ανάποδα…».
Έπρεπε να φτάσει ο Αύγουστος του ’48 για να καταλάβουν οι στρατιώτες ποιοι ήταν εκείνοι που τους είχαν δυσκολέψει τόσο στην προώθηση και την κατάληψη των υψωμάτων: «Όταν ανεβήκαμε στα ’’Ψωριάρικα’’ τα περίφημα, βλέπω έναν αντάρτη σκοτωμένο. Του ανοίγω τη μπλούζα, στήθος γυναικείο…Κοριτσάκι! Φορούσε στρατιωτικά. Το γδύνω κι ήταν αμάλλιαστο χαμηλά! Λέω: «Κύριε διοικητά, κοιτάξτε ποιους είχαμε απέναντι!». Πιο πέρα ήταν άλλο ένα παιδάκι που είχε σκάσει από τα αέρια του βομβαρδισμού. Είχαμε απέναντί μας λόχο νεολαίας. Μας πολεμούσανε παιδάκια…Την αδελφή δε αυτής της αντάρτισσας την πιάσαμε αιχμάλωτη αργότερα και μου ‘λεγε: «Μια μέρα θα σε σφάξω εσένα. Σκοτώσατε την αδελφή μου!». Γινόντουσαν φοβερά πράγματα εκεί πέρα…».
Για την άσχημη διεξαγωγή της Μάχης του Γράμμου, το λάθος βαραίνει την κυβερνητική πλευρά που υποτίμησε τον αντίπαλο: «Οι στρατιωτικοί της εποχής βλέπανε –λανθασμένα– ότι μέχρι τότε οι συμμορίτες φεύγανε. Αλλά δεν είχαν γνώση του τι θα πει κομμουνιστής. Αυτοί πολεμούσαν σκληρά, πάρα πολύ σκληρά. Κι αντί να τελειώσει ο Γράμμος σε λίγες μέρες, κράτησε τρεις μήνες. Θυμάμαι ο διοικητής του Β’ Σώματος Στρατού, πρότεινε τότε στην κυβέρνηση Σοφούλη κατάπαυση πυρός και έναρξη συνομιλιών. Κι ο Σοφούλης που ήταν πρωθυπουργός είπε όχι...».





Ο Παπάγος και η νίκη στο Γράμμο

Ο διορισμός του Αλέξανδρου Παπάγου στην θέση του αρχιστρατήγου άλλαξε τα δεδομένα κυρίως στον ψυχολογικό τομέα. Οι στρατιώτες που την περσινή χρονιά έβριζαν τους στρατηγούς τους για ενδοτικότητα και αδυναμία εκμετάλλευσης των επιτυχιών, τώρα έβλεπαν πως θα πολεμούσαν για πρώτη φορά υπό έναν άξιο διοικητή, υπεράνω προσωπικών αντιδικιών: «Ο Παπάγος ήταν πάρα πολύ σκληρός αξιωματικός. Με πειθαρχία από τον αντιστράτηγο μέχρι τον τελευταίο φαντάρο. Και ήξερε να διαλέγει αξιωματικούς-πολεμιστές. Σκέψου, ενώ υπήρχαν αντιστράτηγοι και υποστράτηγοι αρχαιότεροι, αυτός έκανε αρχηγό σώματος στρατού το Μανιδάκη. Ο οποίος τι ήταν; Διοικητής του Συντάγματος Πυροβολικού στην Ταξιαρχία Ρίμινι. Δεν ξέρω τι προσόντα είχε ο Παπάγος, αλλά ξέρω τι εντύπωση μου έκανε εμένα σαν παιδάκι, όταν ήρθε και μας έκανε επιθεώρηση στο Νεστόριο, όλη την Ταξιαρχία. Πήγαινε μπροστά ο Παπάγος και πίσω ο «Βεντήρ-Αγάς» (ο Βεντήρης). Αισθανθήκαμε ότι επιτέλους είχαμε αρχηγό».    
Το χειμώνα του 1948-49, το Τάγμα ξεχειμώνιασε στα υψώματα του Βίτσι, από όπου το Φεβρουάριο παρακολούθησε τη Μάχη της Φλώρινας, χωρίς να μπορεί να βοηθήσει. Στην Πρεκοπάνα (Περικοπή) της Φλώρινας μια ταξιαρχία ανταρτών αναχαιτίστηκε και σχεδόν διαλύθηκε από τα συνδυασμένα πυρά ορειβατικού και πεδινού πυροβολικού. «Γέμισε με πτώματα ανταρτών το μέρος. Κι όταν ανεβήκαμε πάνω, βρήκαμε πάνω μόνο ένα φαντάρο ασυρματιστή μέσα σε ένα αμπρί ο οποίος δεν είχε πάρει χαμπάρι τίποτα! Ούτε ότι είχαν επιτεθεί ούτε ότι είχαν υποχωρήσει…».  
Το 1949 ο συσχετισμός των δυνάμεων είχε πια αλλάξει. Η υπεροπλία του Στρατού ήταν συντριπτική και μεγάλο ρόλο έπαιζαν πλέον οι μονάδες καταδρομέων (τα ΛΟΚ) και η αεροπορία. «Από το Μάγκοβιτς μας έβαζαν με όλμους των 120 χιλιοστών. Μας χτυπούσαν πάντα την ώρα που πηγαίναμε για φαγητό, συνήθως το πρωί, το μεσημέρι και το βράδυ. Και είχαμε ένα παρατηρητή ο οποίος φώναζε ΄΄έβαλλε΄΄. Και εμείς ’’μετ’ ασφαλείας’’. Η δειλία όχι μόνο δεν ήταν ανεκτή αλλά τιμωρούνταν πλέον με θάνατο, όπως συνέβη στην περίπτωση ενός λοχία που αυτοτραυματίστηκε στο πόδι για να αποφύγει τη μάχη, πέρασε από έκτακτο στρατοδικείο στο Άργος Ορεστικό και τουφεκίστηκε. Τα ίδια συνέβαιναν και στο στρατόπεδο των ανταρτών. Σε σχέση με αυτά που είχαν προηγηθεί την προηγούμενη χρονιά, οι τελευταίες μάχες ήταν ευκολότερες: «Ο Γράμμος το 1949 έπεσε σε 7 μέρες. Στις 24 Αυγούστου 1949 ήμασταν στην «Αμμούδα» του Γράμμου. Ενώ ήμασταν στη γραμμή εξορμήσεως, μας ειδοποιούν ότι είχε έρθει ο βασιλιάς. Για θάρρος. Για ηθικό. Και μετά άρχισαν 150 πυροβόλα να βάζουν όλα μαζί και ήρθε και η αεροπορία –τα Helldivers, που πρώτη φορά τα έβλεπα– με βόμβες ναπάλμ. Μαζί μας ήτανε κι ένας ταγματάρχης Εγγλέζος. Όρθιος! Μπροστά στη γραμμή, πρώτος. Τον βούτηξα να τον καθίσω κάτω να μη φάει καμιά σφαίρα. Εκεί, στα συρματοπλέγματα οι αντάρτες πολεμούσαν. Τα σηκώναμε απάνω ή τα κόβαμε με ψαλίδι. Και απ’ τα πολυβολεία τους βγάζαμε με ΠΙΑΤ και φλογοβόλα. Τους καίγαμε…Θυμάμαι στο Τσάρνο, όπως ήταν μια στροφή δρόμου, υπήρχε ένα αντιαρματικό πυροβολείο που δεν άφηνε κανένα άρμα να περάσει. Τότε μας είχαν φέρει τα 106χστ. Και πήγε ένας φανταράκος με 106 και με το πρώτο-δεύτερο βλήμα, τον τραυμάτισε θανάσιμα το συμμορίτη. Τον τίναξε στο βράχο…». Το 601 Τάγμα ήταν παρόν και την τελευταία μέρα της δεύτερης Μάχης του Γράμμου, την τελευταία μέρα του Εμφυλίου Πολέμου: «Όταν έπεσαν όλα τα υψώματα, στις 29 Αυγούστου, φωτίστηκε όλη η γραμμή στο Γράμμο και το Βίτσι με φωτοβολίδες, φωτιστικά και τροχιοδεικτικές. Όλη τη νύχτα! Τι να έβλεπες; Πανηγύρι όλη τη νύχτα. Δεν αφήσαμε σφαίρα για σφαίρα. Δεν κοιμήθηκε κανένας. Τα επινίκεια!».     
Για το συνομιλητή μας, βετεράνο των μαχών του Εμφυλίου αλλά και όλων των μεταπολεμικών γεγονότων, η πολιτική ερμηνεία της εμφύλιας σύγκρουσης είναι πολύ συγκεκριμένη: το ΚΚΕ είναι κόμμα «του εγκλήματος και της προδοσίας», ο πόλεμος που άρχισε το 1946 και έληξε το 1949 ήταν «συμμοριτοπόλεμος» και οι αντάρτες «συμμορίτες». Κατά τη γνώμη του, εκτός από τη στρατιωτική ανωτερότητα, ο όρος «συμμοριτοπόλεμος» δίνει και την πραγματική «εθνική» διάσταση της σύγκρουσης: «Το 25 με 50% από τους συμμορίτες ήταν Σλαβομακεδόνες. Για αυτό τους λέγαμε και τους λέμε συμμορίτες». Ισχυρίζεται μάλιστα πως, σε αντίθεση με το ΔΣΕ, ο Εθνικός Στρατός σεβόταν κατά κανόνα τους αιχμαλώτους, γεγονός που αποδεικνύεται και από την προσωπική του εμπειρία: «Το ’49 το Μάιο μήνα ήμασταν σε ένα ύψωμα, «Κούτσουρο» το λέγανε. Είχαμε δύο συμμορίτισσες αιχμάλωτες στο χαράκωμα. Εμείς, παιδιά 20 χρονών τώρα, βλέπαμε τις γυναίκες όπως τις βλέπαμε…Το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να τους ρίξω ψειρόσκονη. Αυτές φοβηθήκανε. «Τι φοβάστε ρε; Ξαπλώστε εδώ χάμω να κοιμηθείτε». Κατά τις 03.00 μας επιτέθηκαν οι συμμορίτες. Αυτές τρέμανε…Εγώ βγήκα στο χαράκωμα και με το αυτόματο γερμανικό, άρχισα να βάζω. Αυτοί δεν επέμεναν γιατί δέχτηκαν σφοδρά πυρά και υποχώρησαν. Τον επόμενο Σεπτέμβριο, στο Άργος Ορεστικό, δυο κορίτσια σαν τα κρύα τα νερά με χαιρετάνε! «Ρε κορίτσια, τι αλλαγή είναι αυτή;», «Δε σε ξεχνάμε, λέει, από το Κούτσουρο, για τη συμπεριφορά σου, που δε μας πείραξες». Οι άλλοι όμως δεν κρατούσαν αιχμαλώτους, μας σκοτώνανε...Με βάση τα επίσημα στοιχεία, έχουμε 4.101 στρατιωτικούς αγνοούμενους»  Κλείνοντας τη συνέντευξη, με καλεί να σκεφτώ πως οι πολιτικοί που σήκωσαν το μεγαλύτερο βάρος και κόστος της εμφύλιας αντιπαράθεσης, δεν ανήκαν «στους επάρατους της δεξιάς» αλλά ήταν ακραιφνείς δημοκράτες, όπως ο Γεώργιος Παπανδρέου, ο Σοφοκλής Βενιζέλος, ο Θεμιστοκλής Σοφούλης και ο Νικόλαος Πλαστήρας.


Η συνέντευξη δόθηκε στο Μαρούσι, στις 28 Δεκεμβρίου 2010