Κυριακή 11 Μαρτίου 2012

Γ. Σεφέρης, Μυθιστόρημα ΙΣΤ

Στη σφενδονη, παλι στη σφενδονη, στη σφενδονη
ποσοι γυροι, ποσοι αιματινοι κυκλοι, ποσες μαυρες
σειρες. Οι ανθρωποι που με κοιταζουν,
που με κοιταζαν οταν πανω στο αρμα
σηκωσα το χερι λαμπρος κι αλαλαξαν

Οι αφροι των αλογων με χτυπουν, τ αλογα ποτε θ αποστασουν;
Τριζει ο αξονας, πυρωνει ο αξονας, ποτε ο αξονας θ αναψει;
Ποτε θα σπασουν τα λουρια, ποτε τα πεταλα
θα πατησουν μ ολο το πλατος πανω στο χωμα
πανω στο μαλακο χορταρι, μεσα στις παπαρουνες οπου
την ανοιξη μαζεψες μια μαργαριτα.
Ηταν ωραια τα ματια σου μα δεν ηξερες που να κοιταξεις
δεν ηξερα που να κοιταξω μητε κι εγω, χωρις πατριδα
εγω που μαχομαι εδω περα, ποσοι γυροι;
και νιωθω τα γονατα να λυγιζουν πανω στον αξονα
πανω στις ροδες πανω στον αγριο στιβο,
τα γονατα λυγιζουν ευκολα οταν το θελουν οι θεοι,
κανεις δε μπορει να ξεφυγει, τι να την κανεις τη δυναμη,
δε μπορεις
να ξεφυγεις τη θαλασσα που σε λικνισε και που γυρευεις
τουτη την ωρα της αμαχης, μεσα στην αλογισια ανασα,
με τα καλαμια που τραγουδουσαν το φθινοπωρο σε τροπο λυδικο,
τη θαλασσα που δε μπορεις να βρεις οσο κι αν τρεχεις
οσο κι αν γυριζεις μπροστα στις μαυρες Ευμενιδες που
βαριουνται,
χωρις συγχωρεση

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου