Από ελευθερωτές της Ελλάδας, οι
Βρετανοί έγιναν σε λίγες μέρες πολέμιοι του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ με το οποίο συμπολέμησαν κατά
των Γερμανών. Χρησιμοποιώντας όρους όπως «συμμορίτες», «χούλιγκανς» και
«ληστές» στις περιγραφές τους, οι απλοί στρατιώτες αποκαλύπτουν άθελά τους τη
βαθιά σύγχυση της σύγκρουσης αλλά και την οπτική ενός στρατού που κλήθηκε να
παίξει έναν μάλλον αποικιοκρατικό ρόλο σε μια σύμμαχη χώρα.
Τη στιγμή που το πλήθος της διαδήλωσης έμπαινε στην πλατεία Συντάγματος
και άρχισαν τα πρώτα πυρά, ο συνταγματάρχης Charles E. Firth, επικεφαλής
της Βρετανικής Στρατιωτικής Αποστολής στην Ελλάδα βρισκόταν για υπηρεσιακούς
λόγους καθ’ οδόν για την έδρα του ΓΕΣ, απέναντι από την Πύλη του Αδριανού.
Θυμάται: «Έπρεπε να διασχίσουμε την
Πλατεία Συντάγματος και καθώς πλησιάσαμε είδαμε ένα μεγάλο πλήθος
παρευρισκόμενων από τη μία πλευρά πίσω από το διπλό φραγμό της αστυνομίας. Τότε
έγινε μια οχλαγωγία από την άλλη μεριά και εμφανίστηκε ένας τεράστιος όγκος
διαδηλωτών που κρατούσε λάβαρα, ύψωνε τις γροθιές σε χαιρετισμό και φώναζε
συνθήματα. Αρχίσαμε να περπατάμε ανάμεσα στις δύο γραμμές των αστυνομικών που
απλώνονταν στα δεξιά της πλατείας. Όταν φτάσαμε σε απόσταση περίπου 20 γιάρδες, ακούστηκαν
δυο ή τρεις πυροβολισμοί και το πλήθος έπεσε στο έδαφος. Εκείνη τη στιγμή
ξέσπασαν πυρά γύρω από όλη την πλατεία και κυρίως από την πλευρά της
αστυνομίας. Συνεχίσαμε το δρόμο μας. Ήταν ένα τόσο γιγαντιαίο πλήθος που θα
μπορούσε να είχε σαρώσει τις δύο γραμμές των αστυνομικών. Οι πρώτοι
πυροβολισμοί ακούστηκαν από πίσω μας και θυμάμαι πολύ καθαρά πως στεκόμασταν
πίσω από τις αστυνομικές γραμμές. Ήταν μεμονωμένοι πυροβολισμοί. Όταν
σταμάτησαν τα πυρά, οργανωμένες μάζες διαδηλωτών κατέκλυσαν τους κάθετους
δρόμους σαν να ήταν ήδη προετοιμασμένοι για αυτό».
Οι Βρετανοί δεν περίμεναν απευθείας επίθεση για να επέμβουν στον ελληνικό
εμφύλιο που ξεσπούσε γύρω τους. Ο ταγματάρχης Godfrey Walker του Συντάγματος Leicestershire (Λέστερσάιρ) βετεράνος του Ελ Αλαμέιν και του
Άντζιο ήταν ο πρώτος που με ένα λόχο και συνοδεία έναν συνταγματάρχη του
πυροβολικού επιχείρησε να άρει την πολιορκία των αστυνομικών τμημάτων το πρώτο
βράδυ (3 Δεκεμβρίου). Η πρώτη τους στάση ήταν σε ένα κατειλημμένο αστυνομικό
οίκημα επί της Πειραιώς και ο Walker θυμάται με αίσθηση γελοίου που απέπνεαν οι διαπραγματεύσεις
με τους ΕΛΑΣίτες: «Τα δόντια του [Έλληνα]
διερμηνέα μας χτυπούσαν νευρικά και το βρετανικό κράνος που φορούσε στο κεφάλι
του ανεβοκατέβαινε με τρέμουλο…Σκέφτηκα ότι σαν Έλληνας, καταλάβαινε
περισσότερα για την κατάσταση από ό,τι εγώ…». Το τμήμα εκκενώθηκε
αναίμακτα. Το δεύτερο, ένα από τα κεντρικά αστυνομικά τμήματα του Πειραιά,
αποδείχθηκε δυσκολότερη υπόθεση. Ανεβαίνοντας μαζί με το διερμηνέα την
εξωτερική σκάλα, συναντήθηκε στο κεφαλόσκαλο με τον αρχηγό των ανταρτών, «έναν ψηλό άντρα με χαρακτηριστικό γερμανικό
κράνος, τόσο φορτωμένος με σφαίρες και όπλα που μου θύμισε μιούζικαλ με
μεξικάνους ληστές…Αμέσως του είπα τα συνηθισμένα με ευγενικό τρόπο: «Θα πρέπει
να εκκενώσετε το κτίριο παιδιά». Ο
αντάρτης μουρμούρισε κάτι αυστηρά. Ρώτησα το διερμηνέα τι είπε. «Αν κάνεις μια
κίνηση, θα σε πυροβολήσω». Πρόσεξα τότε ότι μια ντουζίνα γερμανικά τουφέκια με
σημάδευαν από διάφορα σημεία…Οι συζητήσεις κράτησαν αρκετή ώρα και τελικά
καταλήξαμε σε συμβιβασμό: οι αντάρτες παρέμειναν, μαζί με μια διμοιρία
Βρετανών». Το γεγονός πως οι ΕΛΑΣίτες δεν είχαν εντολές να εμπλακούν σε
μάχη με Βρετανούς διευκόλυνε για τους
δεύτερους την κατάσταση. Το 2ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ που θα έπαιζε
σημαντικό ρόλο στις μάχες, αφοπλίστηκε από το 6ο Τάγμα
Αλεξιπτωτιστών στο Ψυχικό χωρίς να πέσει ούτε ένας πυροβολισμός. Όταν οι 800
πάνοπλοι και εμπειροπόλεμοι αντάρτες του βουνού βρέθηκαν κυκλωμένοι από
βρετανικές ξιφολόγχες έριξαν τα όπλα τους γιατί δεν είχαν εντολή να κάνουν το
αντίθετο.
Οι Βρετανοί ουσιαστικά δεν έγιναν του ΕΛΑΣ στόχος παρά μετά την τρίτη
μέρα των συγκρούσεων. Παρόλα αυτά ήταν από την πρώτη στιγμή πρωταγωνιστές καθώς
βρέθηκαν ανάμεσα σε διασταυρούμενα πυρά, όταν τις πρώτες μέρες ο ΕΛΑΣ
πολιορκούσε αστυνομικά τμήματα, δημόσια κτίρια ή έλυνε τις διαφορές του με την
Χωροφυλακή και τους Χίτες. Ο ναύτης William Hough (Γούλιαμ Χάου) που υπηρετούσε σε ένα από τα πολεμικά (ML 864) στο λιμάνι του
Πειραιά τη νύχτα της 3ης Δεκεμβρίου, βγήκε από το πλοίο με εντολή να
φτάσει στο σταθμό του Ηλεκτρικού. «Οι δρόμοι
ήταν τελείως έρημοι. Ξαφνικά μπροστά μου άκουσα έναν πυροβολισμό, τον οποίο
σύντομα διαδέχθηκαν ριπές πολυβόλων. Είχα βρεθεί σε διασταυρούμενα πυρά.
Επέστρεψα αμέσως στο πλοίο περνώντας πάνω από πτώματα στους δρόμους». Στις
5 Δεκεμβρίου στον Πειραιά το ολιγάριθμο Απόσπασμα Μπράντφηλντ (Bradfield) αποτελούμενο από
ναύτες και πεζοναύτες βρέθηκε πολιορκημένο από τον ΕΛΑΣ σε διάφορα κτίρια, όπως
τη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων, στο Χατζηκυριάκειο, όπου συστεγάζονταν τα αρχηγεία
του Βρετανικού και Ελληνικού Στόλου και σε ένα σταθμό ασυρμάτου στο Φάληρο. Οι
ναύτες είχαν λάβει τυφέκια και εντολές να βοηθήσουν τα αστυνομικά τμήματα. «Ριπές αυτομάτων και πυρά ελεύθερων σκοπευτών
άρχισαν. Έπρεπε να υποχωρήσουμε σε ένα κτίριο στην αποβάθρα για να αμυνθούμε»
(John Alderman-Τζων
Αλντερμαν). Τα πληρώματα των πλοίων στο Φάληρο αντάλλαζαν κάθε τόσο πυρά με
τους ΕΛΑΣίτες που προσπαθούσαν να οχυρώσουν το λόφο της Καστέλλας. «Μια σφαίρα μεγάλου διαμετρήματος τρύπησε το
παραπέτασμα του αντιαεροπορικού Bofors που
χειριζόμουν αστοχώντας για λίγο την ασφάλεια. Οι εντολές μας ήταν να μην
ανταποδίδουμε πυρά αλλά είδα ένα συνάδελφο που υπηρετούσε σκοπός να πολυβολεί
μανιασμένα τις θέσεις του ΕΛΑΣ» (Geoffrey Fletcher, ναρκαλιευτικό HMML 865).
Χωρίς αρκετές εφεδρείες, πολλές ελπίδες στηρίζονταν στην εμπλοκή της
αεροπορίας. Η περίφημη RAF
ήταν το πιο ισχυρό όπλο εναντίον των ανταρτών του ΕΛΑΣ που βρίσκονταν απελπιστικά εκτεθειμένοι
από αέρος. Ο Donald Kellond από το Westbury,
πιλότος ενός Beaufighter, θυμόταν μια
«έξοδο» από το αεροδρόμιο του Καλαμακίου: «Εντοπίσαμε το στόχο μας, μια
μεγάλη απομονωμένη μονοκατοικία με κήπο. Καθώς εφορμήσαμε κάθετα, μπόρεσα να
διακρίνω έναν άνδρα να μας πυροβολεί με πολυβόλο από την ταράτσα. Έφυγαν οι
ρουκέτες και νιώσαμε απότομα την εκπομπή των προωθητικών αερίων. Όταν
απογειωθήκαμε ξανά και κάναμε το δεύτερο γύρο για μια ακόμα επίθεση, στην
ταράτσα υπήρχε μια τεράστια τρύπα. Μετά την προσγείωση παρατηρήσαμε τρύπες στο
ντεπόζιτο». Όλοι οι ιπτάμενοι θυμόντουσαν πως, με τη θέα και μόνο των
αεροπλάνων, κυριολεκτικά οτιδήποτε μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως όπλο,
στρεφόταν προς τον ουρανό και πυροβολούσε, πολλές φορές με επιτυχία.
Σε δύο ή τρεις περιπτώσεις κατά τη
διάρκεια της Μάχης της Αθήνας, οι Βρετανοί έζησαν πραγματικά δύσκολες στιγμές.
Η πρώτη από αυτές ήταν όταν ο ΕΛΑΣ επιτέθηκε με ισχυρές δυνάμεις στους
στρατώνες των Παραπηγμάτων, όπου έδρευε το Αρχηγείο της 23ης Τεθωρακισμένης
Ταξιαρχίας, ο 331ος Λόχος RASC, ο 1238ος Λόχος Μηχανικού, η 463η Πυροβολαρχία
και μια διμοιρία όλμων του 11ου Συντάγματος Τυφεκιοφόρων μαζί με
σταθμούς διαβιβάσεων, αποθήκες υλικού και πυρομαχικών. Από το βράδυ της
προηγούμενης η αεροπορία παρατηρούσε μεγάλες συγκεντρώσεις ανταρτών και θέσεις
πυροβόλων στα περίχωρα της πόλης ενώ μονάδες του ΕΛΑΣ από τις ανατολικές
συνοικίες που προωθούνταν στο χώρο γύρω από το Στάδιο παρεμποδίστηκαν την
τελευταία στιγμή από καταδιωκτικά αεροπλάνα. Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι
ετοιμαζόταν μια μεγάλης κλίμακας επίθεση. Τις πρωινές ώρες της 13ης
Δεκεμβρίου, πριν ακόμα ξημερώσει, ξεκίνησε η επίθεση των ανταρτών μετά από ένα
μπαράζ όλμων. Συμπτωματικά, εκείνη τη νύχτα έφτανε στους στρατώνες μια φάλαγγα
φορτηγών με συνοδεία αλεξιπτωτιστών και Κομμάντος που μετέφερε πυρομαχικά από
τους στρατώνες του Ρουφ στα Παραπήγματα για μεγαλύτερη ασφάλεια. Υπεύθυνος φάλαγγας
ήταν ο δεκανέας James Rehill:
που άφησε μια ολοζώντανη περιγραφή της ολονύχτιας μάχης: «Τα μάτια μας είχαν
καρφωθεί στο σκοτεινό δρόμο...Ήταν όλα σιωπηλά σαν τάφος...Οδηγούσαμε σαν σε
γουέστερν. Ήταν εφιαλτικά. Βγήκαμε από την ελασιτοκρατούμενη ζώνη και φτάσαμε
στην ηρεμία της Πανεπιστημίου [....] Εγώ και ένας από τους Κομμάντος πήγαμε
στον αξιωματικό υπηρεσίας του στρατοπέδου ενώ σφαίρες έσκιζαν τον αέρα γύρω και
πάνω από τα κεφάλια μας. Ο Κομμάντο παρατήρησε πως βρισκόμασταν σε
διασταυρούμενα πυρά. Ξαφνικά ακούστηκε μια δυνατή έκρηξη, ένας ήχος από τζάμια
που πέφτουν και μια κάπως αστεία φωνή: «Επιλοχία! Επιλοχία!». Ήταν ο σκοπός που
βρισκόταν 50 γιάρδες
μακριά. Τότε όλη η κόλαση ελευθερώθηκε...Εκρήξεις, πυροβολισμοί παντού! Φτάσαμε
με δυσκολία πίσω στα φορτηγά για να αμυνθούμε και αναρωτήθηκα στιγμιαία αν θα
με περνούσαν στρατοδικείο σε περίπτωση που χρησιμοποιούσα χωρίς διαταγή κάποιες
από τις χειροβομβίδες που μεταφέραμε...Η επίθεση δυνάμωνε. Φαίνεται πως
υπήρχαν ισχυρές δυνάμεις [ανταρτών] στα αριστερά των στρατώνων και σε
υπερυψωμένο έδαφος αφού όλο το μέρος έμοιαζε να είναι σε μια πλαγιά.
Βρισκόμασταν πίσω από ένα χαμηλό τοίχο με σιλουέτες κτιρίων μπροστά. Στα δεξιά
μας ήταν ένα μικρό δρομάκι σα δίοδος. Τροχιοδεικτικά πυρά έβγαιναν από ένα
υπερυψωμένο πολυβόλο αλλά καρφώνονταν στο μαλακό έδαφος μακριά μας. Στο στενό
δρομάκι ακούγονταν εκρήξεις που πρέπει να προέρχονταν από ιταλικές αμυντικές
χειροβομβίδες. Κάποια στιγμή νόμιζα ότι είδα σκιές να προχωρούν και έριξα με το
αυτόματό μου. Υποχώρησαν...Κοιτώντας στα δεξιά, προς τον εχθρό, κι άλλες
εκκωφαντικές εκρήξεις. Φαίνεται πως είχαν καταφέρει να διεισδύσουν από εκείνο
το σημείο. Ήμασταν πλέον στο μέσο μιας μεγάλης επίθεσης και εγώ ήμουν ακόμη
υπεύθυνος εφτά φορτηγών με πολύτιμα
πυρομαχικά...Εκρήξεις συνεχίζονταν. Ένα αεροπλάνο έριξε φωτιστικές φωτοβολίδες
με αλεξίπτωτα. Τότε είδα ανθρώπους που έτρεχαν και πυροβολούσαν, έμοιαζαν με
λάμψεις, σα να βγήκαν από πίνακα του Γουσταύου Ντορέ. Είδα ένα κορίτσι με γούνα
και αντάρτικο δίκοχο να κατεβαίνει την πλαγιά κρατώντας μια ξύλινη γερμανική
χειροβομβίδα. Πρέπει να χτυπήθηκε γιατί συνέχισε την κατάβασή της με την πλάτη
και με μια κέρινη έκφραση στο πρόσωπο πριν η χειροβομβίδα σκάσει στα χέρια της.
Έκρυψα το πρόσωπό μου για να μη βλέπω το θέαμα...Τα ρούχα της έγιναν ένας
ματωμένος σωρός χωρίς σχήμα. Ένας στρατιώτης έβγαζε κραυγές πόνου. Το χέρι του
είχε κοπεί από τον καρπό. Η φωνή ενός Ινδού στρατιώτη –δε μπορούσες να
μπερδέψεις την προφορά– καλούσε τους αντάρτες «Σταμάτα Τζώννυ! Σταμάτα Τζώνυ!»
και ταυτόχρονα πυροβολούσε. Αντιλήφθηκα ανθρώπους πίσω μου και μια φωνή στα
αγγλικά: «Φίλοι είναι. Έλληνες αστυνομικοί, άστους να περάσουν». Ήταν μια ομάδα
με ελληνικά κράνη, χιτώνια και περικνημίδες. Πέρασαν αμίλητοι και εξαφανίστηκαν
στα δεξιά. Σαράντα γιάρδες μακριά μας, ένα φορτηγό τυλίχτηκε στις φλόγες και
χάθηκε μέσα σε μια έκρηξη καθώς τα πυρομαχικά ανατινάχτηκαν. Ο οπλίτης White, που είχε βγει να
επιθεωρήσει την κατάσταση στο δρόμο, γύρισε λέγοντας: «Ένας καημένος έχασε το
χέρι του...Τους σφυροκοπούν εκεί έξω!».
Οι Βρετανοί είχαν υπερφαλαγγιστεί. Ήδη στις 04.00, αντάρτες είχαν
ανατινάξει τον ύψους 6
μέτρων περίβολο,
είχαν εισβάλλει στο στρατόπεδο και πολιορκούσαν μανιασμένα τους
θαλάμους. Ο λοχίας George Valentine,
που βρισκόταν σε ένα από τα κτίρια του στρατοπέδου, θυμάται τη μάχη σώμα με
σώμα: «Στο θάλαμο μου ήμασταν 21 με τρία πολυβόλα Bren και 18 Τόμμυγκαν. Σύντομα η καλύβα
έγινε μια φλεγόμενη κόλαση...Κρατήσαμε ως τις 5.30 σκοτώνοντας όσους
προσπαθούσαν να περάσουν την πόρτα. Χειροβομβίδες έπεφταν μέσα αφήνοντας
νεκρούς και τραυματίες. Έριχνα με το Τομμυγκαν μου μέσα από τις τρύπες του
τοίχου και πρόσεξα ότι οι συμμορίτες έστηναν όλμους και μας φώναζαν σε σπασμένα
αγγλικά να παραδοθούμε...Ο διμοιρίτης συμφώνησε. Φώναξα στα ελληνικά:
«Εντάξει»...Ήταν ταπεινωτικό. Αρκετοί από αυτούς ήταν γυναίκες και μας
αφαιρούσαν στολές και κράνη» Οι αιχμάλωτοι οδηγούνταν ομαδικά μέσα από την
τρύπα του περιμετρικού τοίχου στις ταράτσες παρακείμενων κτιρίων και από κει
στις ανατολικές συνοικίες με σκοπό να προωθηθούν στο βουνό. Εν τω μεταξύ, η
μάχη συνεχιζόταν ως το ξημέρωμα. Ο Rehill βρισκόταν ακόμα με τους άνδρες του στο ίδιο σημείο: «Καθώς
άρχισε να χαράζει, μπόρεσα να διακρίνω στο γκρίζο πρωινό φως το λόφο απέναντί
μας. Εκατοντάδες άνθρωποι φορώντας κάθε είδους στολή, άλλοι ανέβαιναν, άλλοι
σκαρφάλωναν...Ήταν ο Λυκαβηττός. Ένα αεροπλάνο άνοιξε πυρ με εντυπωσιακό
θόρυβο. Το παλικάρι πρέπει να ήταν εκπληκτικός πιλότος για να πετάει με τέτοιο
φως και το γρασίδι του λόφου έμοιαζε να καπνίζει σε κάθε εφόρμηση. Οι
υποχωρούντες έπεφταν, αναδεύονταν και μπερδεύονταν. Ήταν το σημείο καμπής.
Σποραδικοί πυροβολισμοί ακούγονταν μόνο. Είδα ένα ασθενοφόρο που μάζευε
τραυματίες από το έδαφος...[Σύρθηκα μέχρι τα] πτώματα που κείτονταν σχεδόν σε
μια ευθεία γραμμή, σα να τους είχε σπείρει ένα γιγάντιο χέρι. Ήταν όλοι
ΕΛΑΣίτες. Ένα παιδί γύρω στα 16, είχε ένα διαμπερές και στα δύο πόδια και το
παντελόνι του ήταν σα να έχει περαστεί με μαύρη βαφή από το ξεραμένο αίμα. Είχε
ένα γερμανικό τουφέκι. Του το πήρα. Προσπάθησα να γυρίσω έναν κοντό άντρα
ανάσκελα. Φορούσε ένα ιταλικό κράνος και στολή –είχε πάθει ακαμψία. Είχε ένα
περίεργο χαμόγελο στο πρόσωπό του. Οι άλλοι ήταν επίσης νεκροί. Δύο είχαν πέσει
πάνω σε καμένο πετρέλαιο και είχαν φριχτά εγκαύματα στη μέση, τα πλευρά τους
έμοιαζαν με παλιό κιτρινισμένο χαρτί». Η επίθεση τελικά έληξε με την
επέμβαση αρμάτων Sherman που άρχισαν να σφυροκοπούν
τυφλά τα κτίρια σε όλη τη γύρω περιοχή με οβίδες των 75χιλ. Όταν οι Βρετανοί
ανασυντάχθηκαν, διαπίστωσαν πως οι απώλειές τους ήταν περίπου 100 αγνοούμενοι
(αιχμάλωτοι), 20 νεκροί και 50 τραυματίες, πολλοί σε μάχες σώμα με σώμα μέσα
στα κτίρια...«Κάποια από τα πτώματα των ανταρτών ανήκαν στους «αστυφύλακες»
που είχα δει. Ήταν ΕΛΑΣίτες με στολές αστυνομίας για να καταφέρουν να μπουν
στους στρατώνες. Άνδρες άρχισαν να μαζεύονται, ευτυχισμένοι που γλίτωσαν από
την καταστροφή της νύχτας. Ένας λοχίας σχολίαζε καθώς βγάζαμε καμμένα πτώματα στρατιωτών
από ένα διαλυμένο κτίριο: «Κοίτα! Να γλιτώσεις από την Αφρική και την Ιταλία
και να πας έτσι...». Μερικοί βρέθηκαν νεκροί στα κρεβάτια τους...» (James Rehill).
Όπως έδειχνε η εμπειρία της μάχης τη
νύχτα, ήταν οι αθόρυβες επιθέσεις των ανταρτών που φόβιζαν τους Βρετανούς. Ο
οπλίτης James Slater που υπηρετούσε στο Βασιλικό
Μηχανικό έδωσε ως εξής την τρομαχτική αίσθηση των νυχτερινών επιχειρήσεων: «Τη νύχτα οι σιωπές ήταν τρομαχτικές. Ξέραμε
πως εκεί έξω υπήρχαν άνδρες που καραδοκούσαν, που είχαν όλο το χρόνο στη
διάθεσή τους και περνούσαν ανάμεσα από εκπαιδευμένους φρουρούς κα δολοφονούσαν
άλλους φρουρούς χωρίς τον παραμικρό ήχο. Αυτός ήταν ο μεγαλύτερος φόβος μας
στην υπηρεσία: το μαχαίρι του εκτελεστή. Νιώθαμε σαν ακίνητοι στόχοι για τον
αντίπαλο».
Ο εχθρός σε αυτή τη μάχη ήταν αόρατος, μια ασύμμετρη απειλή. Για να
μεταφέρουν πυρομαχικά, οι ΕΛΑΣίτες χρησιμοποιούσαν γυναίκες και παιδιά ώστε να
ελαχιστοποιήσουν τους κινδύνους έρευνας και ανακάλυψης των υλικών. Με τον ίδιο
τρόπο μεταφέρονταν εκρηκτικές ύλες και όπλα μέσα σε εχθρική περιοχή. «Το
Αρχηγείο μας ενημέρωσε πως γυναίκες μέλη του ΕΛΑΣ ίσως προσπαθούσαν να μπουν
στο αεροδρόμιο του Καλαμακίου κουβαλώντας χειροβομβίδες, πιθανόν μέσα στα
παντελόνια ή τις κιλότες τους. Ο επικεφαλής της μοίρας μας κάλεσε τον
αξιωματικό πληροφοριών του σμήνους και του ανέφερε την προειδοποίηση. Εκείνος
απάντησε: «Μην ανησυχείτε κύριε, αν υπάρχουν βόμβες στις κιλότες, θα τις βρω.
Αν ήταν στις τσάντες τους, μπορεί να μου ξέφευγαν αλλά εκεί, όχι!». Ποτέ μου
δεν έμαθα αν βρήκαν τίποτε» (Donald
Kellond). Πιο τυχερός από τους σμηνίτες του Καλαμακίου βρέθηκε ο οπλίτης
Charles McAuley,
που υπηρετούσε στο Ψυχικό, κοντά στο Αρχηγείο του Σκόμπι: «Έπρεπε να κάνουμε
σωματική έρευνα στους ανθρώπους που έμπαιναν στην ελασιτοκρατούμενη περιοχή.
Μια ηλικιωμένη γυναίκα επέμενε ότι στο καλάθι της μετέφερε αυγά μα στην
πραγματικότητα κουβαλούσε χειροβομβίδες. Ένα νεαρό κορίτσι περπατούσε κάπως
παράξενα και της βρήκαμε από ένα ρεβόλβερ στο κάθε πόδι».
Σε σύγκρουση μέσα σε πόλη, οι θάνατοι αμάχων ήταν το δεδομένο της
σύγκρουσης. Τα πληρώματα των αρμάτων είχαν εντολή, όταν δέχονταν πυρά από
μπαλκόνια και παράθυρα, να κατεβάζουν τις προσόψεις των κτιρίων με τα πυροβόλα
τους χωρίς δισταγμό. Στον Πειραιά, ο οποίος επλήγη από οβίδες περισσότερο από
κάθε άλλη περιοχή, οι ναύτες δεν είχαν καμία αυταπάτη για το αποτέλεσμα των
βομβαρδισμών και των βολών από τα πλοία που σφυροκοπούσαν το Λόφο της
Καστέλλας: «Αρκετοί από μας ήταν
διστακτικοί γιατί ξέραμε ότι πολίτες θα βρίσκονταν στη γραμμή του πυρός. Μας
υπενθύμισαν πως η φρουρά των Αθηνών κινδύνευε και πως όσοι διάλεγαν να ταχτούν
με τον ΕΛΑΣ, ήταν σα να έκαναν την κηδεία τους. Τα βομβαρδιστικά μας έκαναν
επίθεση και βλέπαμε ΕΛΑΣίτες να τρέχουν μέσα από τα οχυρά τους…Οι δικές μας βολές
που ακολούθησαν ήταν πολύ ακριβείς. Το οχυρό σχεδόν διαλύθηκε. Ο βομβαρδισμός
σταμάτησε το σούρουπο. Ήταν πολύ θλιβερό να περιπολείς στο κατάστρωμα και το
μόνο που να ακούγεται να είναι ο ήχος γυναικών και παιδιών να θρηνούν» (Geoffrey Fletcher, ναρκαλιευτικό
HMML 865).
Η μεγαλύτερη ήττα των Βρετανών στη
Μάχη της Αθήνας ήταν η κατάληψη του αρχηγείου της RAF στην
Κηφισιά. Στα ξενοδοχεία Σέσιλ, Πεντελικόν και Απέργου βρίσκονταν πάνω από 1.000
άνδρες, πιλότοι και προσωπικό εδάφους οι οποίοι έγιναν στόχος επίθεσης τη νύχτα
της 18ης Δεκεμβρίου, όταν ισχυρές δυνάμεις της ΙΙ Μεραρχίας και του
Εφεδρικού ΕΛΑΣ Κηφισιάς με όλμους και εκρηκτικά επιτέθηκαν στα ξενοδοχεία. Τα
δέκα πυροβόλα Bofors που είχαν ταχθεί για άμυνα στον περίβολο δε μπορούσαν να κάνουν
τίποτα μπροστά στην ορμητικότητα των επιτιθέμενων. Ανατινάζοντας τους
εξωτερικούς τοίχους των κτιρίων, οι ΕΛΑΣίτες εισέβαλλαν στα κτίρια και
ακολούθησε μια ακόμη μάχη εκ του συστάδην. «Στο
Σέσιλ, κάθε διαθέσιμος όλμος και όπλο συνεισέφερε στο βομβαρδισμό. Καθώς οι
εκρήξεις κατάπιναν τους τοίχους και διέλυαν τα τζάμια, οι υπερασπιστές
στριμώχτηκαν μέσα στους διαδρόμους για να αμυνθούν. Μασούρια δυναμίτη που
πετάγονταν μέσα από τα παράθυρα έσκαγαν με εκκωφαντικό κρότο. Από παντού
ξεπηδούσαν φλόγες. Μια θέση πολυβόλου του ΕΛΑΣ χάθηκε μέσα σε ένα σύννεφο
σκόνης όταν κατέρρευσε η σκάλα όπου ήταν τοποθετημένο. Ακούστηκε η φωνή από
τηλεβόα να θριαμβολογεί και να πλησιάζει. Ένας οπλίτης της RAF πυροβόλησε και τον σώπασε φωνάζοντας: «Είναι κανείς άλλος από
σας εκεί έξω; Ελάτε να πάρετε!». Οι αντάρτες άρχισαν να εισβάλλουν στο κτίριο…Η
μάχη έληξε. Για πρώτη φορά στην ιστορία της βρετανικής αεροπορίας
αιχμαλωτιζόταν ένα ολόκληρο αρχηγείο. Όταν ο εχθρός κατέκλυσε το κτίριο,
επικεφαλής ήταν ένας γεροδεμένος άντρας με τεράστια μαύρη γενειάδα γεμάτος
περίστροφα και μαχαίρια. Πλησίασε το λοχία Τομ Πέρκινς και τον σημάδεψε με ένα
μάουζερ ενώ χαμογελώντας σαρδόνια του είπε στα αγγλικά: «Εξαιρετική μάχη,
λοχία, έτσι;». Ο Πέρκινς απέφυγε να του απαντήσει τι ακριβώς σκεφτόταν εκείνη
τη στιγμή…». (Henry Maul,
Scobie, Hero of Greece. The British Campaign 1944-5. 1975, σ. 187)
Περίπου 30 Βρετανοί σκοτώθηκαν στη νυχτερινή μάχη και πάνω από 500
αιχμαλωτίστηκαν. Οι ενισχύσεις
έφτασαν πολύ αργά για να κάνουν οτιδήποτε και απλώς περισυνέλλεξαν 100 διασκορπισμένους
άνδρες από τους οποίους οι 20 ήταν σοβαρά τραυματισμένοι. Η εγγραφή εκείνης της
ημέρας στο ημερολόγιο του Σκόμπι δεν θα μπορούσε να είναι πιο λακωνική:
«Αληθινή καταστροφή». Ένας από τους αιχμαλώτους της Κηφισιάς ήταν ο υπαξιωματικός
Cecil Robinson,
χειριστής ασυρμάτου: «Οι κομμουνιστές δεν
είχαν ιδέα τι θα μας έκαναν. Δεν είχαν σταθερή βάση και ο ανεφοδιασμός ήταν
πενιχρός. Καθώς οι Βρετανοί προέλαυναν, ο ΕΛΑΣ αποφάσισε να μα εκκενώσει στα
βόρεια. Αντί να ακολουθήσουμε όμως παραλιακό δρόμο, από όπου θα ήταν ευάλωτοι
σε επίθεση, μας πήγαν από τα κεντρικά βουνά. Πολύ άσχημο έδαφος και άσχημος καιρός.
Βαδίζαμε συχνά μέσα σε χιονοθύελλες. Μας ακολουθούσαν όμως Σπίτφαιρς, δείγμα
ότι η θέση μας ήταν γνωστή, κάτι που ενοχλούσε τους κομμουνιστές αλλά δε
μπορούσαν να κάνουν τίποτα για αυτό. Μας ανέβασαν σε ανοιχτά φορτηγά με θερμοκρασίες
κάτω του μηδέν. Έλληνες αιχμάλωτοι που δε μπορούσαν να περπατήσουν ή να
ακολουθήσουν εκτελούνταν επί τόπου και τα πτώματά τους αφήνονταν στην άκρη του
δρόμου...Οι κομμουνιστές ανάγκαζαν τους κατοίκους των χωριών να μας δίνουν
τρόφιμα…Καταλήξαμε στα Τρίκαλα και παρόλο που ήμασταν κρατούμενοι, τα βρετανικά
αεροπλάνα μας έκαναν ρίψεις τροφίμων. Κάποια από αυτά μπορέσαμε και τα πήραμε.
Την άνοιξη του ΄45 μας αντάλλαξαν και επέστρεψα στην Αγγλία μέσω Ιταλίας.
Υπέφερα από βρογχοπνευμονία…». Η συμπεριφορά των ανταρτών και του κόσμου
της εαμοκρατούμενης επαρχίας δεν ήταν ασφαλώς ιδιαίτερα φιλική. «Μας πήγαν στην Θήβα. Ένας όχλος ήταν
συγκεντρωμένος και μας πετούσαν πέτρες, έλεγαν κατάρες και μας έφτυναν, ενώ οι
αντάρτες φρουροί μας, σποραδικά μας χτυπούσαν με τους υποκόπανους φωνάζοντας:
«Εγγλέζοι ιμπεριλαιστές, θα πεθάνετε στα βουνά!»…Μας οδήγησαν έπειτα σε ένα
κρύο πέτρινο κτίριο και μια ορδή ανταρτών μας έγδυσε στην κυριολεξία αφήνοντάς
μας μόνο με χωριάτικα κουρέλια και κάποιους από εμάς με πανιά στα πόδια ή
εντελώς ξυπόλητους…» (Ronald Ashby, πιλότος της RAF). Κάποιοι από τους Βρετανούς αιχμαλώτους, άρρωστοι και χωρίς
τρόφιμα ή ρούχα θα διένυαν μέχρι και 700 χιλιόμετρα,
βαθιά στα βουνά της Κεντρικής Ελλάδας, μέχρι την ανακωχή που θα εξασφάλιζε και
την ανταλλαγή τους. Την τελευταία πράξη
σε έναν πόλεμο που όλοι θα προτιμούσαν να ξεχάσουν.