Η διαδεδομένη
αντίληψη πως οι εβραϊκοί πληθυσμοί της Ευρώπης οδηγήθηκαν τυφλά και υπάκουα σαν
«πρόβατα επί σφαγή» στα χιτλερικά στρατόπεδα εξόντωσης δεν αντιστοιχεί απόλυτα
στην ιστορική πραγματικότητα. Η βαρύτητα του Ολοκαυτώματος στην ιστοριογραφία,
τη συλλογική μνήμη και το δημόσιο λόγο, μοιραία υποφωτίζει το γεγονός πως
εκατοντάδες χιλιάδες Εβραίοι αντιστάθηκαν δυναμικά και πολύμορφα στην χιτλερική
γενοκτονία. Αποτελώντας κύριο στόχο των ναζιστικών διώξεων, η υποστήριξή τους
από τα εθνικοαπλευθερωτικά κινήματα όλων των κατεχόμενων χωρών ήταν μεγάλη και
η συμμετοχή τους σε αυτά μαζική.
Στη Γαλλία,
ήδη από το φθινόπωρο του 1941, το κομμουνιστικό κόμμα (PCF) στρατολόγησε πολλούς νεαρούς Εβραίους
για τις ομάδες που θα πραγματοποιούσαν βομβιστικές ενέργειες εναντίον
γερμανικών στόχων και δολοφονίες Γερμανών στρατιωτικών. Οι περισσότεροι ήταν
μετανάστες από άλλες χώρες. Μετά τους πρώτους εκτοπισμούς (Απρίλιος 1942), η
συμμετοχή έγινε μαζικότερη και πιο συστηματική, μέσα από τις γραμμές του FTP-MOI (Francs-Tireurs et Partisans
/ Main
d’ oeuvre immigree), της ειδικής
οργάνωσης που συντόνιζε ένοπλα τμήματα στα κατεχόμενα αστικά κέντρα (Παρίσι,
Λυών, Μασσαλία, Τουλούζη). «Αυτοί οι
νεαροί Εβραίοι», που είχαν πυκνώσει τις γραμμές του PCF, «βρίσκονταν ήδη σε επαναστατική κατάσταση, περισσότερο ή λιγότερο στην
παρανομία. Τουλάχιστον κάποιος συγγενής ή ολόκληρη η οικογένειά τους είχε
συλληφθεί, και είχαν σίγουρα πολύ περισσότερο μίσος από οποιονδήποτε για τους
εχθρούς, είτε επρόκειτο για Γερμανούς είτε για «collabo».
Γνώριζαν πολύ καλά τι τους περίμενε σε περίπτωση σύλληψης και, με απλά λόγια,
δεν είχαν τίποτε να χάσουν[1]. Στη μεγάλη λίστα
των μαρτύρων της γαλλικής αντίστασης ξεχωρίζουν τα εβραϊκά ονόματα αυτών των
παράτολμων ανταρτών πόλης, όπως του Πολωνοεβραίου Marcel (Mendel) Langer που
εκτελέστηκε από τους Γερμανούς στις φυλακές του Saint-Denis στην Τουλούζη, τους Emile Bertrand και Simon Frid, μαχητές της ομάδας «Καρμανιόλα» στη Λυών οι οποίοι κατέληξαν
στην γκιλοτίνα στις 2 Νοεμβρίου και 4 Δεκεμβρίου 1943 αντίστοιχα. Ξεχωρίζουν
επίσης τα 10 μέλη της δραστήριας ένοπλης ομάδας του FTP-MOI στο Παρίσι που εκτελέστηκαν μαζί με
τον αρχηγό τους, Μissak Manouchian στις 21 Φεβρουαρίου 1944 και έγιναν σύμβολο της
αντισημιτικής προπαγάνδας των Ναζί και των Γάλλων δοσιλόγων ως
«αρχιτρομοκράτες» και «μέλη της στρατιάς του εγκλήματος».
Καλύτερη
απόδειξη πως στον αντίποδα της υποταγής στους Ναζί υπήρχε η επιλογή της μάχης ήταν
το Γκέττο της Βαρσοβίας τον Απρίλιο του 1943, η εξέγερση στο στρατόπεδο του
Σόμπιμπορ (Μάιος 1943) και του Sonderkommando στο Μπίρκεναου (7
Οκτωβρίου 1944) και φυσικά οι δεκάδες χιλιάδες Εβραίοι που πολέμησαν στους
παρτιζάνικους στρατούς της Σοβιετικής Ένωσης, της Λευκορωσίας, της Ουκρανίας,
της Λιθουανίας, της Πολωνίας, της Γιουγκοσλαβίας, της Βουλγαρίας και της
Ελλάδας. Στη Γιουγκοσλαβία, 4.572 άνδρες και γυναίκες εντάχθηκαν στο Εθνικό
Απελευθερωτικό Μέτωπο και τον Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό (Παρτιζάνοι) του Τίτο,
αριθμός που αντιστοιχεί στο 7% του προπολεμικού εβραϊκού πληθυσμού της χώρας[2]. Ακόμα
και στη Βουλγαρία, τη μόνη χώρα που οι Εβραίοι τελούσαν υπό επίσημη κρατική
«προστασία» και δεν κινδύνευαν με εκτοπισμό, το ποσοστό συμμετοχής στην Αντίσταση
ήταν αναλογικά αρκετά υψηλό. Σε απόλυτους αριθμούς, 460 Βούλγαροι Εβραίοι καταδικάστηκαν
για τη συμμετοχή τους στην κομμουνιστική αντίσταση της χώρας –29 από αυτούς σε
θάνατο–, ενώ, από τους 260 που υπολογίζεται ότι πολέμησαν ως αντάρτες, οι 125
σκοτώθηκαν σε μάχες[3]. Στους νεκρούς συγκαταλέγονταν
μορφές που θεωρούνταν για δεκαετίες εθνικοί ήρωες στη Λαϊκή Δημοκρατία της
Βουλγαρίας λόγω της ενεργούς συμμετοχής των στο Κομμουνιστικό Κόμμα και στη
Νεολαία, όπως ο πρωτοπόρος Leon Tadger,
δραπέτης στρατοπέδου εργασίας που εκτελέστηκε στις 17 Νοεμβρίου 1941 για
σαμποτάζ, ο Emil Shekerdjiysky,
στέλεχος της νεολαίας και πολιτικός κομισάριος του παρτιζάνικου αποσπάσματος «Dragovishtitza» που σκοτώθηκε
στις 3 Αυγούστου 1944 σε μάχη με τη χωροφυλακή, η Violetta Yakova και πολλοί άλλοι.[4]
Πρωτογενές
κίνητρο για την ένταξη στην Αντίσταση ήταν το ένστικτο της αυτοσυντήρησης.
Εξίσου σημαντική ήταν η διάθεση για εκδίκηση. Διάθεση γεννημένη μέσα σε
συνθήκες ακραίας φυσικής και ψυχικής καταπίεσης. Η οδυνηρή αλήθεια για την
τραγική μοίρα των ομοθρήσκων –γειτόνων, φίλων και συγγενών– στα στρατόπεδα
εξόντωσης ήταν η καθοριστική στιγμή που θα οδηγούσε στη μοιρολατρία (τους
περισσότερους), στην αυτοκτονία ορισμένους αλλά και αρκετούς στην εξέγερση.
Ένας Πολωνοεβραίος που συμμετείχε στην εξέγερση στο στρατόπεδο του Sobibor, θυμάται τη στιγμή
που όλα του τα συναισθήματα συμπήχθηκαν σε οργή για τους διώκτες του: «Μιας και έμοιαζε ευχαριστημένος από την
εργασία μου, μια μέρα ρώτησα το Βάγκνερ (σ.σ. βοηθός του διοικητή του
στρατοπέδου) αν υπάρχουν νέα για τους
δικούς μου. Μου απάντησε ευγενικά πως ήταν καλά και θα τους συναντούσα σύντομα...Στις 18 Μαΐου, μια [εβδομάδα μετά την άφιξή
μου στο στρατόπεδο], ένας φίλος μου έστειλε ένα σημείωμα: «Πες ένα kaddish για τους δικούς σου, είναι νεκροί». Από εκείνη την ημέρα
δε ζούσα παρά για να εκδικηθώ…»[5].
[1] Claude Collin, Carmagnole et
Liberté. Les étrangers dans la Résistance en Rhône-Alpes. Presses Universitaires de Grenoble, 2000, σ. 27.
[3] Saving of the Jews in Bulgaria
1941-1944. State
Publishing House “Septemvri”, Sofia ,
1977 [κατάλογος ομώνυμης έκθεσης, χωρίς αρίθμηση σελίδων].
[4] Στο ίδιο.
[5] Μαρτυρία Stanislaw
Szmajner. Στο: Novitch Miriam, Sobibor. Martyre et Revolte. Centre de Publication Asie orientale.
Universite Paris 7, 1978, 5
μπράβο ιάσωνα για το ψάξιμο και την ενημέρωση πάνω στα θέματα του Β παγκοσμίου ΠΟΛΈΜΟΥ
ΑπάντησηΔιαγραφήΥΓ
Πάντως η ταινία του Ταραντίνο άδοξοι μπάσταρδοι ήταν εντελώς fail αν και ειχε πάρει κάποια ιστορικά στοιχεία