Εκ φύσεως, ο Άγγελος Τσιτώτας ήταν από εκείνους που επιβιώνουν αλλά δεν επιζούν. Σε ηλικία μόλις 23 ετών, πρωτοπόρος στην ΟΠΛΑ μέσα στη γερμανοκρατούμενη Λάρισα, κυκλοφορούσε κουμπουροφόρος και ξεπάστρευε μέλη του ΕΑΣΑΔ. Στον Εμφύλιο φιγουράριζε στις λίστες της Ασφάλειας στα πρώτα ονόματα. Αυτός όμως τους έγραφε εκεί που δεν πιάνει μελάνι. Υποσχέθηκε στον εαυτό του να μην τον πιάσουν ποτέ ζωντανό. Το 1946 τράβηξε για τον Κίσσαβο και έγινε μέλος της επίλεκτης Ανεξάρτητης Ομάδας του Δημοκρατικού Στρατού Λάρισας. Στις 27 Ιανουαρίου 1947, μπήκε νύχτα στην πόλη για πληροφορίες και είχε το "θράσος" να καταλύσει λίγα μέτρα από το πατρικό του σπίτι που βρισκόταν υπό στενή παρακολούθηση, μέσα στην αποθήκη της οικογένειας Φοντανά, στην οδό Υψηλάντου, ένα πλίθινο μαντρότοιχο με τσίγκους, όπου στεγάζονταν τρακτέρ, γεωργικά μηχανήματα και άλογα. Ο Αγγελος δούλευε στον Φοντανά από μικρός ως τεχνίτης και οδηγός και είχε αδελφική φιλία με τα παιδιά της οικογένειας. Το απόγεμα της Δευτέρας, 26 Ιανουαρίου 1947, κάποιος από την αποθήκη έστειλε έναν πιτσιρικά που έπαιζε απέξω να πάρει μια 100ρα κούτα τσιγάρα Ματσάγγου. Ο πιτσιρικάς όμως ήταν από τους υποψιασμένους, πρόωρα ώριμους εκείνων των χρόνων. Ήξερε ότι κανείς από τους Φοντανάδες δεν κάπνιζε Ματσάγγο. Μόλις εκτέλεσε την παραγγελία, τράβηξε καρφί για τη Νέα Αγορά να πει τα καθέκαστα στον Ιάκωβο, ένα από τα καρφιά της Ασφάλειας στο συνοικισμό. Αιφνιδιαστικά, κατά τις 7 το σούρουπο, η αποθήκη κυκλώθηκε από τη μισή χωροφυλακή της Λάρισας με επικεφαλής το διοικητή της Ασφάλειας. Και ξεκίνησε μια απελπισμένη μάχη. Κανένας δεν τολμούσε να πλησιάσει την αποθήκη καθώς ο Τσιτώτας γάζωνε σαν τρελός με το αυτόματό του. Χρειάστηκε να φτάσει επί τόπου ο επιτελάρχης του Β' Σώματος Στρατού, συνταγματάρχης Θρασύβουλος Ζαίμης με ένα λόχο μαυροσκούφηδων και ένα άρμα μάχης (!) που το διοικούσε ένας άγνωστος (τοτε) υπολοχαγός Τ/Θ με το όνομα Στυλιανός Παττακός. Οι πολιορκητές βάζουν μια ομοβροντία και κατόπιν φωνάζουν: "Άγγελε, εισαι κυκλωμένος από παντού. Βγες με τα χέρια ψηλά". Ακολούθησε μια απάντηση που άκουσαν μόνο οι πολιορκητές και λίγοι περαστικοί: "Οι μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού δεν παραδίνονται. Πεθαίνουν". Επακολούθησε πανδαιμόνιο. Ριπές, εκρήξεις χειροβομβίδων, μια μάχη ασβού με σιδερένια θηρία. Από τον ορυμαγδό της άνισης μάχης, οι κάτοικοι βγαίνουν από τα σπίτια τους να γλιτώσουν από τους αντάρτες που απ' ό,τι φαίνεται είχαν εισβάλλει στην πόλη. Τα μυδράλια του τανκ γαζώνουν τον πλίνθινο τοίχο και τον κονιορτοποιούν, η στέγη με τους τσίγκους κατέρρευσαν και ένα δοκάρι χτύπησε τον Άγγελο στο κεφάλι. Ένα μεγάλο καρφί τρύπησε το πρόσωπό του. Αιμόφυρτος και ανήμπορος έκανε την πιο γενναία πράξη που διανοείται ο άνθρωπος: έστρεψε το πιστόλι του στον κρόταφο και τράβηξε τη σκανδάλη. Δυο ακόμα αθώοι σκοτώθηκαν από τα πυρά μέσα στην αποθήκη.
Χωρίς ο Άγγελος να είναι σε θέση να το πληροφορηθεί, οι σύντροφοί του μετονόμασαν προς τιμήν του την ομάδα σε "Ομάδα Άγγελος Τσιτώτας", μια τακτική που θα ακολουθούσαν, μεταξύ άλλων, η RAF και ο ΕΛΑ, πολλές δεκαετίες αργότερα και σε εντελώς άλλα ιδεολογικά και πολεοδομικά συμφραζόμενα. Χωρίς πάλι να το ξέρει, ο Άγγελος ήταν ένας από τους πρώτους νεκρούς Έλληνες αντάρτες πόλεων....Και μια κατακόκκινη γραμμή παρακολουθεί ιστορικά στη διαδρομή του ένα ιστορικό φαινόμενο που μοιάζει να είναι το τελευταίο ταμπού στο αριστερό σύμπαν και για κάποιους ελάχιστους, η αυθεντικότερη πολιτική έκφραση.