Παρά την
κατάληψη του Γράμμου από τον Εθνικό Στρατό το καλοκαίρι του 1948, στο Βίτσι και
τις μάχες φθοράς του φθινοπώρου, στις αρχές Φεβρουαρίου του 1949 παρέμεναν στη
Δυτική Μακεδονία άθικτες τρεις αντάρτικες μεραρχίες –η ΙΧ, Χ και ΧΙ. Περίπου
10.000 αντάρτες είχαν συγκεντρωθεί στο Βίτσι από όπου ετοιμάζονταν να
πραγματοποιήσουν επιθέσεις μεγάλης κλίμακας. Δεδομένης της κλιμάκωσης του αγώνα
και της στρατηγικής συγκέντρωσης που επιδίωκαν οι δύο αντίπαλοι πριν την τελική
αναμέτρηση, το επόμενο χτύπημα των ανταρτών δεν θα μπορούσε να είναι παρά μόνο
η κατάληψη μιας μεγάλης πόλης. Είχε προηγηθεί ο θρίαμβος στη Νάουσα (11-15
Ιανουαρίου), όταν τρεις ταξιαρχίες διέλυσαν την άμυνα της πόλης και την
κατέλαβαν για τρεις μέρες αποσπώντας σημαντικές ποσότητες εφοδίων και
επιστρατευμένων νέων. Τη νέα ηγεσία του Γενικού Αρχηγείου του ΔΣΕ που ανέλαβε
τα καθήκοντά της μόλις στις 30 Ιανουαρίου, αποτελούσαν δυο «απόλεμα» κομματικά
στελέχη, ο Γιώργος Βοντίτσιος («Γούσιας»), πρώην διοικητής του Αρχηγείου
Ρούμελης και ο Δημήτρης Βλαντάς οι οποίοι ονομάστηκαν Αντιστράτηγος και
Υποστράτηγος αντίστοιχα. Η αποκαρδιωτική ένδεια των στρατιωτικών τους γνώσεων
και η μονολιθικότητα της κομματικής τους συμπεριφοράς ήταν τα χειρότερα εφόδια
για ένα στρατό που, βαδίζοντας αργά αλλά σταθερά προς την ήττα, χρειαζόταν
απεγνωσμένα ορθή καθοδήγηση. Οι δύο «στρατηγοί» ήθελαν να αρχίσουν την θητεία
τους με μια εντυπωσιακή επιτυχία που θα υπονόμευε το κύρος της αντίπαλης
στρατιωτικής ηγεσίας που είχε επίσης αλλάξει, μετά την ανάληψη της
αρχιστρατηγίας από τον Αλέξανδρο Παπάγο. Το επιθετικό ξέσπασμα του Δημοκρατικού
Στρατού στις αρχές του 1949 θα έπρεπε να φτάσει στο απόγειό του αν έπρεπε να
διατηρηθεί ζωντανή η ελπίδα συνέχισης του αγώνα.
Ποια πόλη θα
ήταν ο στόχος; Η Κοζάνη αποκλειόταν λόγω της πολύ ισχυρής αριθμητικής παρουσίας
του στρατού και, τελικά επιλέχθηκε η Φλώρινα η οποία είχε επιλεγεί ως στόχος
από τον προηγούμενο Νοέμβριο αλλά η επιχείρηση είχε ματαιωθεί. Η ηγεσία του ΚΚΕ
είχε κατανοήσει πλήρως και τη συμβολική σημασία που είχε για το κυβερνητικό
στρατόπεδο η υπεράσπιση των αστικών κέντρων. Κατάληψη μεγάλης πόλης θα σήμαινε
πάνω από όλα πλήγμα στο ηθικό του αντιπάλου, όπως έδειξαν τα πρόσφατα
παραδείγματα της Νάουσας και του Καρπενησίου που είχαν αναστατώσει την
κυβέρνηση των Αθηνών. Εξάλλου, οι επιθέσεις στις πόλεις ενδεχομένως να έδιναν
επιτέλους στο αντάρτικο αυτό που αναζητούσε από το 1947: Μια σταθερή εδαφική
επικράτεια στα πεδινά και ένα αστικό κέντρο ως βάση στρατιωτικής εξόρμησης,
στρατολόγησης αλλά κυρίως ως βάση για τη διεκδίκηση της πολυπόθητης πολιτικής
αναγνώρισης της «Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης (ΠΔΚ)» από το εξωτερικό. Θα
ήταν, με τα λόγια των ίδιων των στελεχών του ΚΚΕ, «η αρχή της αποφασιστικής στροφής».
Η διαφορά με το 1947 ήταν πως πλέον δεν υπήρχε καμία πολυτέλεια χρόνου ενώ ο
συσχετισμός δυνάμεων είχε αλλάξει δραματικά. Παρόλα αυτά, ο πόλεμος ήταν μακριά
από το τέλος του και το κύκνειο άσμα του ΔΣΕ επρόκειτο να είναι πολύ ισχυρό.
Ως προωθημένος
τρόπον τινά θύλακας του στρατού στον ανταρτοκρατούμενο χώρο, η Φλώρινα
φρουρούνταν από πολύ ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις. Η πόλη ήταν έδρα της ΙΙ
Μεραρχίας του αντιστράτηγου Νικόλαου Παπαδόπουλου (με το παρωνύμιο «Παππούς») η
οποία είχε στη διάθεσή της τρεις ταξιαρχίες και το 104ο Σύνταγμα
Πεδινού Πυροβολικού για την εξασφάλιση της ευρύτερης περιοχής. Γύρω από τη
Φλώρινα, οι 3η και 21η Ταξιαρχίες με τα τάγματα 501, 502,
503, 504, 505 και 506, είχαν οργανώσει ένα ισχυρό αμυντικό πλέγμα με οχυρές
θέσεις σε περισσότερα από 30 μικρά και μεγάλα υψώματα με κυριότερα τα Σολίσιτο
(1641), 1215-Γκιούπκα, Ύψωμα 1033, Σκοπιά, Μπέλα Βόντα. Οι οχυρώσεις και το
δύσβατο έδαφος έκαναν την προσβολή της ίδιας της πόλης να μοιάζει το ευκολότερο
κομμάτι μιας επιθετικής επιχείρησης. Μια ακόμα ταξιαρχία, η 22η,
στάθμευε αρκετά μακριά από την πόλη, στη Βεύη-Κλειδί και το Αμύνταιο. Αν και δε
μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για τους αριθμούς, η αριθμητική δύναμη των
υπερασπιστών της πόλης την παραμονή της επίθεσης βρισκόταν ανάμεσα στους 9.000-10.000
άνδρες.
Για την πιο
μεγάλη επιθετική έως τότε επιχείρηση του ΔΣΕ, το Γενικό Αρχηγείο χρησιμοποίησε
κάτι λιγότερο από τη μισή παρατακτή δύναμη της Δυτικής Μακεδονίας. Διατέθηκε
ολόκληρη η Χ Μεραρχία (14η και 103η Ταξιαρχία) και η ΧΙ
Μεραρχία (18η και 108η Ταξιαρχία) με ενισχύσεις από την
Ταξιαρχία Σαμποτέρ, το Λόχο Κυνηγών Αρμάτων, τον Αντιαεροπορικό Ουλαμό και την
Αντιαρματική Πυροβολαρχία. Επίσης, η Σχολή Αξιωματικών του Γενικού Αρχηγείου, η
107η Ταξιαρχία με δύο τάγματα και 3 ορειβατικές πυροβολαρχίες και το
Τάγμα Μεταφορών. Βασική ιδέα ενέργειας ήταν η καταστροφή όλων των περιμετρικών
φυλακίων που εκτείνονταν σε μεγάλο αμυντικό βάθος και η διείσδυση στην πόλη από
τα βόρεια και βορειοδυτικά με ταυτόχρονη ματαίωση οποιασδήποτε αποστολής ενισχύσεων
από τα νότια ή από τα βόρεια (Αμύνταιο). Ως βασικές προϋποθέσεις επιτυχίας
ορίστηκαν η κυριαρχία στη «ραχοκοκκαλιά» Ύψωμα 1641 (Σολίσιτο)-1033 που
βρισκόταν βόρεια του αμαξιτού δρόμου και η εδραίωση στη θέση Γκιούπκα
-1115-1215 στα νότια της Φλώρινας. Για την επίθεση μέσα στην πόλη διατέθηκε
ολόκληρη η 14η Ταξιαρχία με τα τάγματα 580, 589 και 601. Το 589
Τάγμα που θα εισέβαλλε στην καρδιά της πόλης με σκοπό να καταλάβει όλα τα
δημόσια κτίρια (νομαρχία, διοίκηση χωροφυλακής) έλαβε ως ενίσχυση ολόκληρο το
Λόχο Κυνηγών Αρμάτων και μια διλοχία της Ταξιαρχίας Σαμποτέρ που αντιπροσώπευαν
υπολογίσιμη δύναμη πυρός και θα χρησιμοποιούνταν για καταστροφές κτιρίων και
οχυρώσεων, κατασκευή οδοφραγμάτων και εμπυρευματίσεις. Στο αριστερό πλευρό της
14ης Ταξιαρχίας (χωρίς όμως καμία επαφή με τα τμήματά της), θα
ενεργούσε η 18η Ταξιαρχία που θα έπληττε τους στρατωνισμούς στα
βόρεια της πόλης. Η ΙΧ Μεραρχία θα αναλάμβανε να απασχολήσει τα τμήματα της 21ης
Ταξιαρχίας στα υψώματα Κουλκουθούρια-Δερβέν που δέσποζαν αρκετά χιλιόμετρα προς
τα δυτικά. Σε κάθε ταξιαρχία προσκολλήθηκε ένας ουλαμός αντιαεροπορικής άμυνας
ενώ η 107η Ταξιαρχία που θα χτυπούσε το Σολίσιτο (τοποθεσία-κλειδί
για τη μάχη) ενισχύθηκε από μια ορειβατική πυροβολαρχία. Εφεδρεία της διοίκησης
ορίστηκε η Σχολή Αξιωματικών του Γενικού Αρχηγείου (ΣΑΓΑ) στη θέση «Μπούφι» με
μια εξίσου απαιτητική αποστολή: Τα Ι και ΙΙ Τάγματα της ΣΑΓΑ (που αντιστοιχούσε
σε δύναμη ταξιαρχίας) θα επιχειρούσαν να καταλάβουν τη Μικρή Βίγλα και τη
Μεγάλη Βίγλα αντίστοιχα, υψώματα που δεσπόζουν της Φλώρινας. Μεγάλη σημασία
δόθηκε –ίσως για πρώτη φορά σε τόσο μεγάλο βαθμό– στη νοσοκομειακή υποστήριξη.
Η Υγειονομική Υπηρεσία του Γενικού Αρχηγείου με υπεύθυνο το γιατρό Επαμεινώνδα
Σακελλαρίου συγκέντρωσε χίλιους τραυματιοφορείς στην περιοχή του Βίτσι οι
οποίοι κατανεμήθηκαν σε διάφορους σταθμούς παραλαβής, επίδεσης και διακομιδής
από την Φλώρινα μέχρι το Πισοδέρι. Μια ομάδα με υπεύθυνο το Γιώργο Τζαμαλούκα
θα λειτουργούσε ως προωθημένο χειρουργείο στην έξοδο της πόλης ενώ στο Πισοδέρι
βρίσκονταν ακόμα έξι χειρούργοι. Η παρουσία τόσο μεγάλης υγειονομικής δύναμης
είχε τεράστια ψυχολογική επίδραση στους μαχητές που γνώριζαν πως σε περίπτωση
τραυματισμού τους, δεν θα ήταν μόνοι.
Με συνολική
δύναμη 7.000 μαχητών και μαχητριών, επρόκειτο για τη μεγαλύτερη στρατηγική
συγκέντρωση δυνάμεων που είχε πετύχει ως τότε ο ΔΣΕ. Η συγκέντρωση βαρέως
οπλισμού ήταν επίσης εντυπωσιακή. Υπήρχαν συνολικά 15 ορειβατικά πυροβόλα των
75χστ., οχτώ αντιαρματικά πυροβόλα των 37 και των 42χστ. και έξι αντιαεροπορικά
πυροβόλα, πάνω από 500 εκτοξευτές μπαζούκας και αντιαρματικές γροθιές και
εκρηκτικές ύλες διαφόρων ειδών. Ο οπλισμός είχε κατανεμηθεί προσεκτικά ώστε να
υπάρχουν τέσσερις όλμοι και τέσσερα πολυβόλα σε κάθε τάγμα ή διλοχία.
Αν και η
επίθεση σχεδιάστηκε μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια, υποτιμούσε δραματικά την
αριθμητική ισχύ και το αμυντικό πλέγμα του αντιπάλου στην πόλη αλλά και την
ευρύτερη περιοχή. Στο κέντρο της επιχείρησης, μια κεραυνοβόλα διείσδυση θα
έφερνε τη διάσπαση των πιο αδύναμων σημείων της άμυνας και θα ανέτρεπε την
αριθμητική υπεροχή του αντιπάλου. Αλλά η διάταξη του Εθνικού Στρατού αποτελούσε
ουσιαστικά ένα ευρύ μέτωπο του οποίου η Φλώρινα ήταν μόνο ένα μικρό τμήμα και η
κατάληψη των υψωμάτων δεν αρκούσε. Όπως παρατηρεί και ο Γιώργος Μαργαρίτης, η
διάταξη δεν ήταν περίκλειστη και έμοιαζε περισσότερο με ανάπτυγμα μετώπου
στραμμένο προς τις θέσεις των ανταρτών στο Πισοδέρι και τη Βίγλα, γεγονός που
δημιουργούσε αναρίθμητα τακτικά προβλήματα στον επιτιθέμενο. Επίσης, η ΙΙ
«μοναρχοφασιστική» Μεραρχία του Εθνικού Στρατού ήταν αξιόμαχη δύναμη, με
διοικητή τον υποστράτηγο Νικόλαο Παπαδόπουλο, έναν ικανότατο πολεμιστή με το
παρατσούκλι «Παππούς» (λόγω της εμφάνισής του και λιγότερο της ηλικίας του)
πρώην υποδιοικητή της ΙΙΙ Ορεινής Ταξιαρχίας το 1944, προγόνου δηλαδή της
μονάδας που διοικούσε και τώρα. Το μεγαλύτερο προτέρημα του Στρατού ήταν πως διέθετε
«άριστες πληροφορίες για τον αντίπαλο,
είχε διαισθανθεί την επίθεση και μάλιστα λέγεται ότι είχε προλάβει να ενεργήσει
ασκήσεις των ανδρών του στα πιθανά σημεία επιθέσεως» (Αλέξανδρος Ζαούσης).
Στην αντίπερα όχθη, ο τομέας των πληροφοριών ήταν η αχίλλειος πτέρνα. Η
παρατήρηση και η συλλογή πληροφοριών έγινε με τρόπο παιδαριώδη, σχεδόν
αυτοκτονικό. Αν πιστέψουμε την κατοπινή κριτική της μάχης από τους ανώτατους
αρχηγούς Γούσια και Βλαντά, δεν έγινε σχεδόν καμία σωστή αναγνώριση στόχων,
ούτε καν από τους ταγματάρχες που θα επιχειρούσαν μέσα στην πόλη. Με απλά
λόγια, οι άνδρες θα βάδιζαν στα τυφλά…Και για έναν αντάρτικο στρατό, όπως ο
ΔΣΕ, που βάσιζε σχεδόν τα πάντα στον αιφνιδιασμό αυτά τα δεδομένα ισοδυναμούσαν
με προδιαγεγραμμένη ήττα. Ωστόσο, το ηθικό των επιτιθέμενων ήταν σε πολύ υψηλά
επίπεδα και δύσκολα κανείς θα μπορούσε, το βράδυ της 11ης
Φεβρουαρίου 1949, να προβλέψει την έκβαση μιας μάχης στην οποία 7.000
φανατισμένοι και καλά εξοπλισμένοι αντάρτες θα αντιμετώπιζαν 9.000 εξίσου
αποφασισμένους και οχυρωμένους στρατιώτες.
Η επίθεση εκδηλώθηκε στις 03.30 το πρωί της 12ης Φεβρουαρίου. Οι αμυντικές θέσεις
του στρατού ήταν ήδη οργανωμένες και η παρατήρηση των κινητών σκοπών και
φυλακίων βρισκόταν στο έπακρο. Στην πόλη επικρατούσε πλήρης συσκότιση σε σπίτια
και καταστήματα, κατόπιν αυστηρών εντολών του «Παππού». Οι επιθέσεις του ΔΣΕ
εκδηλώθηκαν ταυτόχρονα σε όλα τα σημεία, προσπαθώντας να αντισταθμίσουν την απώλεια
του αιφνιδιασμού. Αφού παρακάμφθηκαν τα εξωτερικά στηρίγματα της άμυνας, όλα τα
τμήματα κρούσης προωθήθηκαν με ταχύτητα στους στόχους τους. Οι αντάρτες
πολεμούσαν με πείσμα, γρήγορα όμως φάνηκαν τα προβλήματα: Τα πυρά του αντιπάλου
ήταν πολύ ισχυρά, οι θέσεις των πολυβολείων άγνωστες στους διμοιρίτες, ενώ
χάθηκε σύντομα η επαφή ανάμεσα στα μαχόμενα τμήματα και τις διοικήσεις των
ταξιαρχιών. Τα 580 και 589 Τάγματα της 14ης Ταξιαρχίας του Λευτέρη
Λαζαρίδη («Λευτεριά») επιτέθηκαν ορμητικά αλλά αντιμετωπίστηκαν ακαριαία από τη
φρουρά που τους περίμενε με τα όπλα στα χέρια. Όπως γράφτηκε αργότερα στην
έκθεση της μάχης, η διλοχία που είχε ταχθεί ως εμπροσθοφυλακή της 14ης
Ταξιαρχίας έπεσε θύμα της βιασύνης της και της αδυναμίας της να προσπεράσει το
δυτικό συρματόπλεγμα. Ο συνωστισμός των μαχητών στην τομή του συρματοπλέγματος
έδωσε την ευκαιρία σε δύο πολυβολεία, με απόσταση 80 μέτρων το ένα από το άλλο,
να θερίζουν τους μαχητές με τα διασταυρούμενα πυρά τους. Το «ρήγμα» έμοιαζε
περισσότερο με παγίδα στην οποία εγκλωβίστηκε ολόκληρη η Ταξιαρχία. Τα πυροβόλα
των ανταρτών δε μπορούσαν να βάλλουν από φόβο μήπως πλήξουν φίλια τμήματα με
αποτέλεσμα κανένα πολυβολείο να μην καταληφθεί μέσα στη Φλώρινα και η επίθεση
από τα δυτικά να αποκρουστεί. Η 18η Ταξιαρχία προσέγγισε τους
στρατώνες της 3ης Ταξιαρχίας του Εθνικού Στρατού στα βόρεια, αλλά
έχοντας να διασχίσει τη μεγαλύτερη απόσταση, επισημάνθηκε σύντομα από τις
θέσεις όλμων στα φυλάκια και τα γύρω υψώματα με αποτέλεσμα να χαλαρώσει η
επιθετική της ορμή. Σε όλη την περίμετρο, η μάχη είχε γενικευτεί και όπλα κάθε
διαμετρήματος, κραυγές και ουρλιαχτά έδιναν την εντύπωση δαντικής κόλασης.
Τα
βαρέα όπλα από τα υψώματα αποδεκάτιζαν τους αντάρτες. Γύρω στις 07.00, μετά από
άγριες μάχες στα υψώματα που κόστισαν σοβαρές απώλειες, η 107η
Ταξιαρχία κατέλαβε το Σολίσιτο (1641) και αμέσως κινήθηκε για το Ύψωμα 1033
θέλοντας να προστατεύσει τη 18η που βαλλόταν ανηλεώς από τα
αντερείσματα. Χρειάστηκαν τρεις πολύ αιματηρές προσπάθειες και η «επί τόπου»
αντικατάσταση μερικών διοικητών για να αντιληφθεί η διοίκηση της Ταξιαρχίας ότι
έπρεπε να χρησιμοποιήσει πυροβολικό. Μετά από μερικές επιτυχείς βολές, το ύψωμα
έπεσε. Στη Μικρή και τη Μεγάλη Βίγλα, οι νεαροί μαθητές της ΣΑΓΑ που
επιχείρησαν να περάσουν τα χαρακώματα, αποδεκατίστηκαν από σφοδρά πυρά. «Μας περίμεναν πολύ καλά, εξάλλου μας έβλεπαν
όλη μέρα που παίρναμε θέσεις μάχης στο ανοιχτό χωράφι», θα πει αργότερα
ένας μαχητής. Εκτός από το Σολίσιτο και το Ύψωμα 1033, μια τολμηρή διμοιρία
ανταρτών της 108ης Ταξιαρχίας κατέλαβε τη Γκιούπκα και το Ύψωμα 1181
και απείλησε τη Σκοπιά. Τέσσερα πυροβολεία του Στρατού εγκαταλείφθηκαν στους
επιτιθέμενους. Ωστόσο, αυτές οι επιτυχίες δε μπορούσαν να αποτρέψουν την
αποτυχία μέσα στην πόλη. Πραγματοποιώντας
αλλεπάλληλες επιθέσεις κατά κύματα, τα τμήματα της 14ης Ταξιαρχίας
εκμηδενίζονταν, ενώ όσοι κατάφερναν να προχωρήσουν, κυκλώνονταν και
καταστρέφονταν. Η κατάσταση ήταν δραματική και ο χρόνος μετρούσε αντίστροφα. Τα
ξημερώματα, η επίλεκτη Διλοχία Σαμποτέρ και ο Λόχος Κυνηγών Αρμάτων που είχαν
ταχθεί ως υποστήριξη της 14ης Ταξιαρχίας και περίμεναν άπρακτοι το
πεζικό να ανοίξει το δρόμο, δέχθηκαν μια αιφνιδιαστική πλευρική επίθεση με
θεριστικά πυρά και καθηλώθηκαν κοντά στο κτίριο της Γεωργικής Σχολής, στη
βορειοδυτική έξοδο της Φλώρινας, δηλαδή πριν καν εισβάλλουν στην πόλη. Αν
κάποιοι επέζησαν ήταν χάρη στη γενναιότητα και την επάρκεια οπλισμού και
πυρομαχικών: «Ο μαχητής του Λόχου μου
Νίκος Γκορτώνης ήταν το πρώτο θύμα από αυτά τα πυρά. Ήταν δίπλα μου. Τον είδα
πώς τον θέρισε μια εχθρική ριπή. Στη συνέχεια βλέπουμε να σκοτώνονται άλλοι
τρεις μαχητές μας. Όλοι μας αντικρίζουμε τώρα το θάνατο κατά πρόσωπο. Αυτή η
αναταραχή είναι γενική. Ακούγονται αγωνιώδεις κραυγές απόγνωσης, συγκίνησης και
πόνου: «Δεν θα μείνουμε σήμερα κανένας ζωντανός. Θα σκοτωθούμε όλοι…Τι κάνουν
οι διοικητές μας;…» […] Και ακολουθεί στη συνέχεια μια ορμητική προέλαση προς
τα εμπρός, η οποία συνοδευόταν από μια ταυτόχρονη εκδήλωση μαζικών πυρών με
αδιάκοπες ριπές και εκτοξεύσεις πάντσερ (αντιαρματικές γροθιές)…Τραβάμε ίσια μέτωπα
για τα εχθρικά χαρακώματα, κόντρα στις χαριστικές βολές των εχθρικών πολυβόλων
[…] Χτυπούμε, σαρώνουμε και εξοντώνουμε την εχθρική αντίσταση. Ένας λόχος
φαντάρων το έβαλαν στα πόδια πανικόβλητοι. Όταν δρασκελούσαμε το αντέρεισμα,
πατούσαμε πάνω σε εχθρικά πτώματα, ενώ η επιφάνεια του εδάφους ήταν βαμμένη με
ανθρώπινο αίμα. Από το ρήγμα που ανοίχθηκε συμπτύχθηκαν οι εναπομείναντες
ζωντανοί σύντροφοί μας» (Δημήτρης Κατσής, διοικητής λόχου Ταξιαρχίας
Σαμποτέρ)
˙
Το μεσημέρι της 12ης
Φεβρουαρίου, έφτασαν ενισχύσεις από το 507 και το 509 Τάγματα Πεζικού της 22ης
Ταξιαρχίας που ρίχθηκαν στη μάχη για τα υψώματα και κατάφεραν να ανακαταλάβουν
το 1033. Στην κορυφή εντόπισαν τα πτώματα των ανδρών της διμοιρίας του 502
Τάγματος Πεζικού που υπεράσπιζε τη θέση και το άψυχο σώμα του επικεφαλής τους,
ανθυπολοχαγού Χαράλαμπου Καστρισιαννάκου. Η επίθεση των ανταρτών καρκινοβατούσε
ήδη όταν το απόγευμα άρχισε να φτάνει τμηματικά στο πεδίο της μάχης από
Κλαδορράχη-Τρύπια Πέτρα η 77η Ταξιαρχία, γεγονός που έγειρε αποφασιστικά
την πλάστιγγα προς την πλευρά του Εθνικού Στρατού. Η μάχη συνεχίστηκε με
μικρότερη ένταση για ένα ακόμα βράδυ με το στρατό να έχει περάσει ήδη σε
ενεργητική αντεπίθεση και την πόλη να μην αντιμετωπίζει πια κίνδυνο. Στις 13
Φεβρουαρίου, τρεις ταξιαρχίες, κινούμενες με υπερδιπλάσιες δυνάμεις και
υποστήριξη αεροπορίας, σε σχέση με τους καταπονημένους αντάρτες, απειλούσαν
πλέον τον Αυχένα Πισοδερίου και όλα τα μετόπισθεν του ΔΣΕ μέχρι το Βίτσι. Το
αντάρτικο πυροβολικό αναγκάστηκε να βάλλει από τα υψώματα για να ανακόψει την
προέλαση αλλά δε μπορούσε να προστατεύσει τις ατέλειωτες φάλαγγες των ανταρτών
και των μεταγωγικών που υποχωρούσαν από την Φλώρινα βαλλόμενες συνεχώς από τα
αεροπλάνα. Η μερίδα του λέοντος των τραυματιών του ΔΣΕ ήταν απώλειες της υποχώρησης.
Ούτε η άλλη πλευρά έμεινε αναίμακτη. Στις μάχες της τρίτης ημέρας έχασε τη ζωή
του και ο διοικητής του 509 Τάγματος Πεζικού, ταγματάρχης Κυριάκος Φιλιππάκος.
Ωστόσο, οι αντεπιθέσεις δεν έγιναν με τόση ορμή ώστε να επιτρέψουν μια
ολοκληρωτική καταστροφή του Δημοκρατικού Στρατού, καθώς η άγνοια για τις
ακριβείς δυνάμεις των ανταρτών στα δυτικά παρέμενε καθοριστικός παράγοντας για
το σχεδιασμό τέτοιων κινήσεων. Όταν τα πυρά σίγησαν οριστικά στις 14
Φεβρουαρίου, οι άνδρες του Παπαδόπουλου δεν θέλησαν να διακινδυνεύσουν την
επιτυχία και δεν έγιναν εκτεταμένες εκκαθαρίσεις στην ευρύτερη περιοχή «προς
διατήρησιν ηθικού δια μελλοντικάς επιχειρήσεις», όπως έγραψε ένας ανώτερος
αξιωματικός.
Σύμφωνα
με τον πολεμικό ανταποκριτή της «Βραδυνής», Γιώργο Λυδία που έσπευσε στην
αιματοβαμμένη Φλώρινα με αεροπλάνο ενώ ήταν ακόμη σε εξέλιξη οι επιχειρήσεις, η
συμμετοχή της αεροπορίας ήταν καθοριστική, ιδιαίτερα στον τομέα του ηθικού: «Βόμβαι μεγάλου διαμετρήματος –εσχάτως
χρησιμοποιούμεναι– πίπτουν ως βροχή εν μέσω των εν πανικώ καταδιωκόμενων
συμμοριτών. Η αεροπορία συμμετέχει ενεργώς εις την συνεχιζομένην εξολόθρευσιν
των συμμοριτών, δι’ ακαταπαύστων ρουκετοβολισμών, πολυβολισμών και βομβαρδισμών
[…] Είδα την δοκιμασθείσα Φλώρινα από
χαμηλοτάτου ύψους, ως πάντοτε ζωηροτάτην εις κίνησιν πεζών και οχημάτων. Πολλαί
σημαίαι έδιδον την εντύπωσιν ότι ο λαός πανηγυρίζει την μεγάλην νίκην του κατά
του σλαβοκομμουνισμού. Κατά μίαν μάλιστα, από ελαχίστου ύψους διέλευσιν του
αεροπλάνου μας υπεράνω της μεγάλης κεντρικής οδού και της πλατείας, εκατοντάδες
πολιτών έσειον τα καπέλλα των και τα μαντήλια των, ενώ από παράθυρα και
εξώστας, γυναίκες, άνδρες και παιδιά, προέβαιναν εις παρομοίας ζωηράς
εκδηλώσεις» (Η Βραδυνή, 14
Φεβρουαρίου 1949). Όπως φαίνεται και από την παραπάνω ανταπόκριση, η πόλη βρήκε
πολύ γρήγορα τους κανονικούς της ρυθμούς. Οι συγκοινωνίες αποκαταστάθηκαν
σχεδόν αμέσως. Ολόκληρη τη δεύτερη ημέρα, τα συνεργεία του Στρατού εκκαθάριζαν
την πόλη και περισυνέλλεγαν αιχμαλώτους και τραυματίες αντάρτες οι περισσότεροι
από τους οποίους προωθούνταν στα νοσοκομεία της πόλης. Αυτό βέβαια δεν ήταν
πάντα ο κανόνας: «Εγώ
τραυματίστηκα βαριά στο αριστερό πόδι και δεν μπορούσα να περπατήσω. Η ομάδα
τραυματιοφορέων με βοήθησε και με έβαλε πάνω στο άλογο, εγώ, όμως, έπεσα από το
άλογο και έμεινα εκεί 24 ώρες. Με βρήκαν δύο φαντάροι και ο υπολοχαγός
Βυζάντιος του Α2. Ο υπολοχαγός Βυζάντιος τράβηξε αμέσως το πιστόλι του να με
πυροβολήσει. Τότε, ένας στρατιώτης, Γκίζας Αλέκος, από τα Φάρσαλα, εμπόδισε τον
υπολοχαγό Βυζάντιο να με πυροβολήσει λέγοντάς του: "Μικρό παιδί είναι,
τραυματίας, μην το κάνεις αυτό". Ενας από τους φαντάρους μου είπε ότι ο
υπολοχαγός αυτός εκτέλεσε 52 τραυματισμένους εκείνη την ημέρα…Αφού σώθηκα,
τελικά, πέρασα στρατοδικείο και καταδικάστηκα σε 10 χρόνια φυλακή με αναστολή.
Στη φυλακή έμεινα 12 μήνες. Μετά το 1950, όμως, πέρασα από το Κακουργιοδικείο
της Φλώρινας. Στο Κακουργιοδικείο παραβρέθηκε ως
μάρτυρας κατηγορίας ενάντιά μας, ο ίδιος ο υπολοχαγός Βυζάντιος. Ενας από τους
δικαστές του Κακουργιοδικείου έκανε πολλές ερωτήσεις στον υπολοχαγό Βυζάντιο
και ανοιχτά τον επετίμησε γιατί ’’εκτέλεσε εν ψυχρώ 50 τραυματισμένα άτομα’’»
(Σεραφείμ Φλώρος, Λόχος Κυνηγών Αρμάτων). Οι ισχυρισμοί περί «συρφετού
επιστρατευμένων» που πολεμούσαν υπό την απειλή των όπλων ήταν μια μόνο πτυχή
της πραγματικότητας. Η επίθεση των ανταρτών είχε διεξαχθεί με πάθος και
φανατισμό, ενώ ισχυρή εντύπωση προκάλεσε το υψηλό ποσοστό των γυναικών που
βρέθηκαν ανάμεσα στους αιχμαλώτους και τους νεκρούς. Ο αμερικανός ανταποκριτής
Έντγκαρ Κλαρκ που ταξίδεψε από την Θεσσαλονίκη στη Φλώρινα δήλωσε
εντυπωσιασμένος από το θέαμα πτωμάτων, νεκρές «συμμορίτισσες» που βρέθηκαν
σπαρμένα σε ένα λόφο, δείγμα ότι «πολέμησαν
με αγριότητα και έπεσαν όλες με τα αυτόματα στα χέρια τους» (Εμπρος, 26 Φεβρουαρίου 1949).
Στη Φλώρινα σημειώθηκε η
μεγαλύτερη επιθετική ενέργεια του Δημοκρατικού Στρατού η οποία εξελίχθηκε,
σύμφωνα με τους αριθμούς, στη σφοδρότερη και πλέον πολυαίμακτη μάχη του
Εμφυλίου Πολέμου. Από την πλευρά του Στρατού, οι απώλειες ήταν συγκριτικά
μικρές. Σκοτώθηκαν 4 αξιωματικοί (ανάμεσά τους και ο ταγματάρχης Φιλιππάκος)
και 40 οπλίτες, τραυματίστηκαν 17 και 207 αντίστοιχα και 33 αναφέρθηκαν ως
αγνοούμενοι, εκ των οποίων δύο ανθυπολοχαγοί. Για τους επιτιθέμενους, το τίμημα
υπήρξε με μια λέξη τρομακτικό. Το κυβερνητικό στρατόπεδο καταμέτρησε 702
πτώματα στο πεδίο της μάχης και ακόμα 350 συλληφθέντες ή παραδοθέντες. Μέσα
στην ίδια την πόλη και τις βορειοδυτικές της παρυφές, βρέθηκαν 483 νεκροί
αντάρτες και οι 294 από τους παραδοθέντες-συλληφθέντες. Στους νεκρούς συγκαταλέγονταν
πολλά στελέχη, λοχαγοί και ταγματάρχες, ανάμεσά τους και ο διοικητής της 14ης
Ταξιαρχίας, Λευτέρης Λαζαρίδης («Λευτεριάς») το σώμα του οποίου βρέθηκε σε
μικρή απόσταση από το πεδίο της μάχης δίπλα σε δεκάδες άλλα. Οι ελάχιστοι
επιζώντες κατέθεσαν πως είχε σκοτωθεί από τους πρώτους. Εξίσου συντριπτικός
ήταν ο αριθμός των τραυματιών. Σύμφωνα με τα αναλυτικά στοιχεία που για πρώτη
φορά συνέλεξε η Υγειονομική Υπηρεσία του ΔΣΕ, 1.557 αντάρτες τραυματίστηκαν και
χρειάστηκε να τους παρασχεθούν πρώτες βοήθειες, να τους γίνει επίδεση ή να
προωθηθούν σε χειρουργεία (οι σοβαρότερες περιπτώσεις μεταφέρθηκαν σε
νοσοκομεία της Αλβανίας). Κανένα από τα αντάρτικα τμήματα δεν έμεινε αλώβητο
μέσα σε αυτό το μακελειό. Τα τμήματα της πρώτης γραμμής αφανίστηκαν, όπως
φαίνεται και από την αφήγηση του μαχητή της αποδεκατισμένης Διλοχίας Σαμποτέρ,
Στέφανου Ρέλια: «Μετά το βράδυ της 12ης,
κανείς μας δεν γνώριζε ολέθριες εκτάσεις των τρομακτικών απωλειών που υπέστη ο
λόχος μας. Γι αυτό οι σώοι συναγωνιστές που είχαν απομείνει, αυτόβουλα και
ανοργάνωτα τραβήξαμε ο καθένας για την Οξιά. Τότε είδαμε από τη Διλοχία μας 12
άτομα. Μόλις η μαχήτρια του Λόχου μας, Ολυμπία Τσεκούρα αντίκρισε αυτό το
θλιβερό και συγκλονιστικό φαινόμενο, που είχαμε απομείνει συνολικά 12 και
μάλιστα ανάμεσά τους να μην υπάρχει ούτε ένας μικρός ή μεγάλος διοικητής, την
πιάνει αμέσως ένας μεγάλος λυγμός και το βάζει στα κλάματα κι αρχίζει να
φωνάζει: «Τι μεγάλο κακό είναι αυτό που μας βρήκε. Κοιτάξτε πόσοι μείναμε.
Πήγαμε στη Φλώρινα 200 και γυρίσαμε 12. Πού είναι τα παιδία μας; Πού είναι τα
παλικάρια μας; Οι λεβέντες μας; Πού είναι οι διμοιρίες μας; Οι λοχαγοί μας;
Αφήστε με, δεν θέλω να ζήσω άλλο…». Το πεδίο της μάχης ήταν σπαρμένο από
εγκαταλειμμένο πολεμικό υλικό και για πρώτη φορά, ο Εθνικός Στρατός διαπίστωνε
πόσο καλά εξοπλισμένος και προετοιμασμένος ήταν ο αντίπαλός του αυτή τη φορά.
Λαφυραγωγήθηκαν συνολικά 4 όλμοι των 81 χιλ.,
1 όλμος των 60 χιλ., 1 Α/Α τυφέκιο των 20χιλ., 90 πολυβόλα Bren, 3 πολυβόλα Breda, 120 αυτόματα, 405
τυφέκια, 1 αντιαρματικός εκτοξευτής, 126 νάρκες, 1 πιστόλι φωτοβολίδων, 660
βλήματα όλμου και 103.000 φυσίγγια. Τον κατάλογο των λαφύρων συγκέντρωνε η
μεγαλύτερη ποσότητα βαρέων όπλων που είχαν λαφυραγωγηθεί ποτέ, ειδικά για αγώνα
εναντίον οχυρωμένων στόχων, συγκεκριμένα
440 εκτοξευτές μπαζούκας, 133 σταυροί καταστροφής συρματοπλεγμάτων και
160 εμπρηστικές φιάλες (βόμβες μολότωφ). Στο άψυχο σώμα του Λευτεριά, βρέθηκαν
όλες οι διαταγές και το αναλυτικό σχέδιο επιχειρήσεων το οποίο δημοσιεύτηκε
κατ’ επανάληψη στις εφημερίδες τις αμέσως επόμενες μέρες (και από εκεί μας
είναι σήμερα γνωστό) με σκοπό να προκληθεί εντύπωση στην κοινή γνώμη από τη
λεπτομέρειά του αλλά και την πλήρη αποτυχία μιας τόσο μελετημένης και φιλόδοξης
επιχείρησης. Το πρωί της 16ης Φεβρουαρίου έφτασαν στην πόλη ο
αρχιστράτηγος Παπάγος και ο στρατηγός Βαν Φλητ οι οποίοι μίλησαν σε όλους τους
στρατιώτες για τη σημασία της επιτυχίας τους και εξήραν τη γενναιότητά τους.
Είναι προφανώς
πως ο αντίκτυπος του γεγονότος δεν έφτασε με τον ίδιο τρόπο στα δύο στρατόπεδα.
Ο ορυμαγδός της μάχης ταξίδεψε αμέσως στην Αθήνα μέσα από τις ανταποκρίσεις των
εφημερίδων που έκαναν λόγο για «πρωτοφανή πανωλεθρία των συμμοριτών» και για
μάχη που άνοιξε «τον τάφον του
συμμοριτισμού εις την κεντρικήν και δυτικήν Μακεδονίαν». Πέρα από τις
ρητορικές υπερβολές και την προπαγανδιστική τους διάθεση, αυτά τα δημοσιεύματα
φωτογράφιζαν την πραγματικότητα. Η αιματηρή συντριβή στη Φλώρινα, από την οποία
ο ΔΣΕ δεν ανέκαμψε ποτέ, αδυνάτισε πολύ την αντάρτικη διάταξη στη Δυτική
Μακεδονία και επέτρεψε στα τμήματα του Στρατού να πλήξουν επικίνδυνα την
αμυντική διάταξη του Βίτσι το αμέσως επόμενο διάστημα. Από την άλλη, η πρόσληψη
της πανωλεθρίας στη Φλώρινα από το ΚΚΕ δεν είχε τις απαραίτητες δόσεις
αυτοκριτικής και ρεαλισμού που απαιτούσαν οι περιστάσεις. Από στρατιωτικής
άποψης, η αποτυχία ήταν απόλυτη. Εκτός από τις τεράστιες απώλειες, αναδείχθηκε
ένα πλήθος από εγγενείς αδυναμίες. Το πυροβολικό δεν χρησιμοποιήθηκε όπως θα
έπρεπε, η αναγνώριση των στόχων ήταν πλημμελής και η σύνδεση μάχιμων τμημάτων και
διοικήσεων ανύπαρκτη. Το ίδιο το γεγονός ότι μέσα σε δύο μέρες τέθηκαν εκτός
μάχης κάπου 2.000 αναντικατάστατοι μαχητές, δεν αντιμετωπίστηκε με την πρέπουσα
σοβαρότητα, ενώ οι αιτίες της ήττας αναζητήθηκαν σε δευτερεύοντες παράγοντες
και χρωματίστηκαν από την ίδια αλαζονική αίσθηση παντογνωσίας που χαρακτήριζε
τα ανώτερα κομματικά κλιμάκια. Στην εκτενή έκθεση που συνέγραψαν (ή τουλάχιστον
υπέγραψαν) τα ηγετικά στελέχη του ΔΣΕ, Γιώργος Βοντίτσιος (Γούσιας) και
Δημήτρης Βλαντάς για τη μάχη και τα συμπεράσματά της και η οποία δημοσιεύτηκε
στο περιοδικό «Δημοκρατικός Στρατός» δύο μήνες αργότερα (Απρίλιος 1949),
διακρίνει κανείς αφόρητες γενικότητες, αοριστολογίες και επιμονή στην άποψη
περί ορθού σχεδίου επιχείρησης και πως η μάχη «μπορούσε να πετύχει». Αν αφαιρέσει
κανείς τον τυφλό επαναστατικό «βολονταρισμό» που σχεδόν επιβάλλεται προκειμένου
να διατηρείται το ηθικό ενός επαναστατικού στρατού, αυτές οι θέσεις ήταν
προφανώς εκτός πραγματικότητας και, αν δε μιλούσε κανείς για ανθρώπινες ζωές,
θα θύμιζαν κακόγουστο αστείο. Ο Επαμεινώνδας Σακελλαρίου, που ως αρχίατρος του
ΔΣΕ και υπεύθυνος για την περίθαλψη εκατοντάδων τραυματιών είδε με τα ίδια του
τα μάτια την φοβερή αιμορραγία ανθρώπινου δυναμικού, κατέγραψε στα
απομνημονεύματά του τη δική του εντύπωση από τη Μάχη της Φλώρινας: «Την παρουσίαζα ως εξής: σαν τον παλαιστή που
συγκεντρώνει τις δυνάμεις του και κάνει την τελευταία του αντεπίθεση, αλλά
τρώει τα μούτρα του μια για πάντα. Έτσι το βλέπω. Αλλά σπάει τα μούτρα του…Τα
σπάσαμε. Για αυτές τις μάχες δε μπορείς να πεις τίποτα καλό…». Παλιοί
αντάρτες και αξιωματικοί άρχισαν να δυσανασχετούν με τα απόλεμα κομματικά
στελέχη που οδηγούσαν το ΔΣΕ σε αλόγιστη σπατάλη αίματος αν και αναγνώριζαν πως
επιθέσεις τύπου Φλώρινας ήταν μονόδρομος.
Σαν ταιριαστό
τέλος στην ανελέητη και χωρίς ανθρώπινη διάσταση ανθρωποσφαγή του Εμφυλίου, οι
800 περίπου αντάρτες που έπεσαν στη Φλώρινα εκτέθηκαν σε σειρές σε ένα τεράστιο
χωράφι στην έξοδο της πόλης. Αιχμάλωτοι οδηγήθηκαν στο σημείο για να
αναγνωρίσουν τους ομαδάρχες, τους διμοιρίτες και τους λοχαγούς και τους
ταγματάρχες τους. Αργότερα τα πτώματα τάφηκαν ομαδικά σε τεράστιους λάκκους. Τα
οστά παραμένουν μέχρι σήμερα ανώνυμα, απόρροια μιας γενικότερης απώθησης των
γεγονότων της μάχης στην τοπική μνήμη. Η αχνή εικόνα μιας ανείπωτης τραγωδίας
που συντελέστηκε πριν 63 χρόνια.
Και έτσι σώθηκε η Ελλάδα. Τότε...
ΑπάντησηΔιαγραφήΑντικειμενική ιστορια. Εύγε.
ΑπάντησηΔιαγραφή