Ο Γιώργος Σύρος γεννήθηκε στο χωριό Κοκκωτοί Μαγνησίας στις 12
Νοεμβρίου 1929. Ήταν το έβδομο παιδί της οικογένειας και ο μόνος που τελείωσε
(όπως λέει «μισοτελείωσε») το Γυμνάσιο. Στον Εμφύλιο τραυματίστηκε δύο φορές
σοβαρά και έχασε το δεξί του μάτι. Έζησε ως πολιτικός πρόσφυγας και έγινε μέλος
του Κεντρικού Συμβουλίου της ΕΠΟΝ στην Τασκένδη (1950). Ηταν από εκείνους που
εφάρμοσαν το ρητό «μαχητής και επιστήμονας». Στη Σοβιετική Ένωση σπούδασε και
ανακηρύχθηκε Διδάκτορας Επιστημών με ειδίκευση στα τηλεπικοινωνιακά συστήματα.
Δίδαξε στο Ινστιτούτο Τηλεπικοινωνιών της Τασκένδης και, μετά τον επαναπατρισμό
του, σε ανώτερα τεχνολογικά ιδρύματα στην Ελλάδα. Για εκείνον η συμμετοχή στο
ΔΣΕ ήταν κορυφαία στιγμή της ζωής του και η βάση έμπνευσής του για τη συγγραφή
δύο αυτοβιογραφικών βιβλίων που κυκλοφόρησαν πρόσφατα.
Στα χρόνια της
Κατοχής, η επαρχία Αλμυρού θεωρούνταν από τις φιλικά προσκείμενες στην Αριστερά
με αποτέλεσμα το 1945 να γνωρίσει σε μεγάλο βαθμό τη δράση παρακρατικών ομάδων
και ποικίλες διώξεις των οικογενειών που είχαν συμμετάσχει στον αγώνα του
ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Ως μέλος μιας τέτοιας οικογένειας, ο Γιώργος Σύρος πήγε στο οκτατάξιο
Γυμνάσιο Αλμυρού και λίγο πριν τελειώσει τις απολυτήριες εξετάσεις στην Ογδόη
τάξη, εγκατέλειψε τα θρανία για να ακολουθήσει το Δημοκρατικό Στρατό. «Με ρώτησε ο φυσικός ο Μητάκος: «Και πού θα
πας κύριε Σύρο τώρα που τελειώνετε;». Και του λέω με νόημα: «Θα πάω στη
δασολογική Θεσσαλονίκης. Γεννήθηκα στα βουνά και αγαπάω τα βουνά». Βέβαια δεν
είχα αποφασίσει τότε εντελώς αν θα πήγαινα στην κυριολεξία στα βουνά».
Ενώθηκε με
τους αντάρτες στις 27 Σεπτεμβρίου 1947, επέτειο μιας «ιστορικής μέρας», της
ίδρυσης του ΕΑΜ. Η απόφαση αυτή δεν ήταν εντελώς αυθόρμητη. «Είχα σχέσεις με το
Κίνημα, ήμουν μέλος της ΕΠΟΝ, όμως δεν ήμουνα «ιδεολογικά» έτοιμος». Βασικός
παράγοντας που τον ώθησε να εγκαταλείψει τα πάντα και να πολεμήσει ήταν μάλλον
το αίσθημα της εκδίκησης: «Καθοριστικό
ρόλο έπαιξε η φυλάκιση του αδερφού μου του Γιάννη (στελέχους της ΕΠΟΝ) στο
κρατητήριο του Αλμυρού. Όταν πήγα και τον επισκέφτηκα, είδα ότι τον είχαν
χτυπήσει στο πρόσωπο, τα μαλλιά του ήταν κολλημένα στο κεφάλι και ήταν
ξαπλωμένος σε ένα κρατητήριο που πρωτύτερα ήταν τουαλέτα, 4 τετραγωνικά –ίσα
που χωρούσε δηλαδή –και μάλιστα βρωμούσε. Θυμάμαι με μάλωσε. Σήκωσε το χέρι και
φώναξε: «Να πας να δώσεις εξετάσεις! Τα μαθήματά σου να κοιτάς! Γιατί ήρθες
εδώ;». Εγώ βέβαια εξοργίστηκα και φώναζα: «Τι κατάσταση είναι αυτή; Γιατί τον
έχετε έτσι;». Κι έρχεται ένας χωροφύλακας και μου λέει: «Τι φωνάζεις; Μήπως
θέλεις να χώσουμε κι εσένα στο κρατητήριο;». Και ακολούθησαν και
παρακολουθήσεις στο σπίτι μου, που με παρότρυναν να βγω στο βουνό. Ένα μικρό
αίσθημα εκδίκησης κι ένας φόβος για τον εαυτό μου, μήπως πιάσουν και μένα…».
Μαζί με το
συμμαθητή του, Λευτέρη Καραίσκο, συνάντησαν το Ανεξάρτητο Τάγμα Όθρυος του ΔΣΕ
στις πλαγιές του βουνού, και εντάχθηκαν στο λόχο του Χρήστου Βαζούρα. Στο
Αρχηγείο συνάντησε αρκετά στελέχη, γνωστά από τον ΕΛΑΣ, όπως τον «Φωτεινό», δεν
έγινε όμως αμέσως δεκτός «γιατί δεν είχε
οριστικοποιηθεί ακόμα η γραμμή του Κόμματος για μαζική κατάταξη στο Δημοκρατικό
Στρατό».
Στην πρώτη
συμπλοκή που συμμετείχε κοντά στο χωριό Κελεμενοί τραυματίστηκε ελαφρά από
θραύσματα στο δεξί χέρι. Ακολούθησε η μεγάλη μάχη του Αλμυρού στις 24-25
Φεβρουαρίου 1948 την οποία παρακολούθησε ο επικεφαλής του ΚΓΑΝΕ, Κώστας
Καραγιώργης. Η μάχη ήταν επιτυχημένη αλλά δύσκολη. Λόγω της μεγάλης νεροποντής,
οι σαμποτέρ δε μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τις εκρηκτικές ύλες ενώ τα ΠΙΑΤ και
τα αντιαρματικά έπαθαν βλάβες. «Εγώ τυχαία
σώθηκα επειδή ήμουν μικρός και στο χαντάκι δε με παίρναν τα βλήματα των
μυδραλίων των τανκς. Μου τρύπησε μόνο το γυλιό και το αδιάβροχο στην πλάτη. Το
άλλο πρωί το έβγαλα και ήταν κόσκινο». Αλλά το πραγματικό βάπτισμα του
πυρός ήρθε τον Οκτώβριο του 1948 σε μια επίθεση εναντίον δύναμης ΜΑΥ στη
Σπερχειάδα: «Ένα θραύσμα χειροβομβίδας εξοστρακίστηκε, μου έβγαλε το δεξί μάτι
και σταμάτησε στα ρουθούνια. Εγώ έχασα τις αισθήσεις μου –θυμάμαι μόνο ότι
άκουσα τη φωνή του λοχαγού μου του Γιάννη Φυτσιλή: «Γιωργάκο, κρατήσου»– με
φόρτωσαν σε ένα μουλάρι και με έβγαλαν στη Ρεντίνα». Στη μεταφορά του στο
νοσοκομείο συνάντησε τον αδελφό του ο οποίος σήκωσε τον πρόχειρο επίδεσμο και
είπε «πάει»! «Εγώ όταν τον άκουσα, νόμιζα
«πάει» σημαίνει θα πεθάνω, και καλά θα κάνω γιατί τυφλός τι να την κάνω τη
ζωή…Αλλά αυτός εννοούσε πάει το μάτι».
Η ανάρρωσή του
στα πρόχειρα νοσοκομεία του ΔΣΕ, με τα πενιχρά μέσα του βουνού, ήταν μια
περιπέτεια που κράτησε αρκετούς μήνες: «Το
θραύσμα έμεινε μέσα στα ρουθούνια. Για 13 μέρες ήμουνα τυφλός γιατί είχε
πρηστεί όλο το πρόσωπο. Και με μια θεραπεία όχι σωστή, έγινε χειρότερος ο πόνος
και το πρήξιμο γιατί με το ίδιο οξυζενέ που πλένανε τα τραύματα στα χέρια και
τα πόδια, έπλεναν και το μάτι μου. Δεν ήξεραν οι άνθρωποι, δεν ήταν
εκπαιδευμένοι νοσοκόμοι. Ευτυχώς πέρασε ο γιατρός ο Κουβαράς (ο καημένος,
εκτελέστηκε μετά) και τον άκουσα –δεν τον έβλεπα– που έλεγε: «Ρε παιδιά, θα τον
τυφλώσετε τον άνθρωπο! Με τσάι να πλένετε το μάτι!».
Το Μάρτιο του
1949 ήταν στη μεγάλη φάλαγγα που ξεκίνησε από το Τροβάτο των Αγράφων οδηγώντας
τραυματίες, αόπλους και επιστρατευμένους από τη Νότια Ελλάδα στο Γράμμο. Σε
νοσοκομείο της Κορυτσάς, ένας Ούγγρος οφθαλμίατρος με δύο ελληνίδες νοσοκόμες,
τον εγχείρησε και του τοποθέτησε τεχνητό μάτι αλλά δεν εντόπισε το θραύσμα το
οποίο αφαιρέθηκε το 1958 στην Τασκένδη. Για τον κ. Σύρο, η συγκινητική,
εγκάρδια συμπεριφορά των Αλβανών συμπυκνώνεται σε μια κοπελίτσα «η οποία ερχότανε κάθε πρωί, μου χάιδευε το
κεφάλι και μου ‘λεγε «μιρ μιρ», που στα αλβανικά σημαίνει «καλά». Αυτό δείχνει
την αλληλεγγύη του αλβανικού λαού στον αγώνα μας».
Έφτασε
στο Γράμμο πάνω στην ώρα για τις μάχες της επιχείρησης «Πυρσός». Στην 159 Ταξιαρχία
του Αχιλλέα Βάη (Πετρίτη) όπου εντάχθηκε, οι περισσότεροι μαχητές ήταν
Ηπειρώτες: «Καθόμασταν όλοι μαζί στη
φωτιά και τραγουδούσαν τα ηπειρώτικα τα τραγούδια, αυτά τα λυπητερά. Κι εγώ
κρυβόμουνα και δάκρυζα. Με συγκινούσαν πολύ! Δεν τα καταλάβαινα, ήταν σα
μοιρολόγια…». Ως διμοιρίτης εντάχθηκε στην άμυνα του Τσάρνο. Αν και το
καλοκαίρι του 1949 δεν υπήρχε πια πιθανότητα νίκης, «εμείς πιστεύαμε ακόμη. Ξέρεις, η νεολαία λέγαμε «θα τους συντρίψουμε,
θα τους κάνουμε…». Στην Κορυτσά μου έλεγε ο γιατρός να με στείλει στη
Βουδαπέστη που έχει οργανωμένες οφθαλμολογικές κλινικές, να μου βάλουν γυάλινο
μάτι κι εγώ διαμαρτυρόμουνα: «Μα τι λες γιατρέ; Εδώ πέφτει ο Γράμμος κι εγώ θα
πάω στην Ουγγαρία; Καλά είμαι, στείλε με πίσω!». Πιστεύαμε ακόμα».
Η κατάσταση
στο Γράμμο ήταν δύσκολη. Η αεροπορία έκανε τον τόπο κόλαση. Δεν θυμάται αν
άκουσε την ονομασία «ναπάλμ» από τους διμοιρίτες που τους δίδασκαν πώς να
προστατεύονται από τους βομβαρδισμούς, πάντως όλοι έβλεπαν τις μυστήριες βόμβες
που έκαιγαν τα έλατα. Στις 6 Αυγούστου 1949 τη νύχτα μια οβίδα πυροβολικού, από
αυτές που κατάβρεχαν τα υψώματα νύχτα-μέρα, τον τραυμάτισε για τρίτη φορά: «Ήταν να αντικαταστήσω ένα διμοιρίτη (ή
λοχαγό, δε θυμάμαι) στην πρώτη γραμμή, στο Ύψωμα της ΕΠΟΝ, όπως το είχαμε
ονομάσει. Ξέπλυνα λίγο το μάτι μου που είχε κολλήσει από τους καπνούς και
ροβόλησα προς τα κάτω. Δεν πρόλαβα να κάνω εκατό μέτρα και έπεσε μια αδέσποτη
του πυροβολικού. Ένα θραύσμα με χτύπησε στον κρόταφο και άλλο ένα στο δεξιό
πόδι. Αυτό βγήκε το 2006, 57 χρόνια μετά!…Έπεσα κάτω και φώναζα «το πόδι μου,
το πόδι μου!». Το χτύπημα στο κεφάλι ούτε το ένιωθα γιατί είχα πάθει και κάποια
διάσειση». Την ίδια μέρα σκοτώθηκε ο διοικητής της 16ης Ταξιαρχίας,
Σπύρος Παπαδημητρίου, τον οποίο θεωρεί έναν από τους ηρωικότερους αξιωματικούς
του ΔΣΕ.
Πληροφορήθηκε
την πτώση του Γράμμου στο νοσοκομείο του Ελμπασάν. «Είχαμε ετοιμαστεί για το τέλος, οφείλω να σου πω. Άλλο ήτανε ο
αυθορμητισμός που υπήρχε στην αρχή και άλλη η ψυχολογία όταν επιτέθηκε ο
Στρατός με όλα τα μέσα. Λέγαμε ότι θα τελειώσουμε…Αλλά δεν είχαμε ακόμα
σκεφτεί, ούτε το φιλοσοφούσαμε ότι θα πηγαίναμε πρόσφυγες. Το κατάλαβα όταν μας
έστειλαν σε ένα στρατόπεδο Σούκτ, έξω από τα Τίρανα. Ήταν Έλληνες πολλοί. Με
κάλεσαν το βράδυ και μου λένε: «Θα πάρεις τη γραφομηχανή και θα κάνεις στα
λατινικά τον κατάλογο όλων των μαχητών που είναι εδώ». Αυτή ήταν η τελευταία
πράξη». Λίγο αργότερα, μαζί με χιλιάδες άλλους αντάρτες επιβιβάστηκε στο
ρώσικο βαπόρι «Βλαδιβοστόκ» που θα τους μετέφερε από το Δυρράχιο στην κεντρική
Ασία. Έμεινε οχτώ μέρες νηστικός λόγω του τραύματός του στο κεφάλι. Όταν έφτασε
στην Τασκένδη, ζύγιζε 49 κιλά.
H συνέντευξη παραχωρήθηκε στα γραφεία της
ΠΕΑΕΑ (οδός Μαυρομματαίων) στις 7 Ιανουαρίου 2011
Κύριε Χανδρινέ καλησπέρα. Θα ήθελα να σας ρωτήσω σχετικά με ένα συγκεκριμένο τάγμα του ελάς, το 3/40 της άρτας (ή τζουμέρκων). καθότι ηπειρώτης ψάχνω πληροφορίες και αν θα μπορούσατε να με παραπέμψεται σε σχετική βιβλιογραφία (εκτός των βιβλίων του κουτσούκαλη, αναγνωστάκη και μαλτέζου τα οποία ψαχνω και φαίνονται παντελώς εξαντλημένα) όπως επίσης και αν έχετε πληροφορίες για τον ελας στη θεσπρωτία (φιλιάτες-παραμυθιά-ηγουμενίτσα). σου αφήνω εδώ το email μου mikehcc.mark@gmail.com για οποιαδήποτε απαντηση. Αν θες μην ανεβάσεις καν το κομεντ αλλά αν γίνεται να μου απαντήσεις στο μειλ. (συγγνώμη για τον ενικό, τον χρησιμοποιώ μιας και είμαστε συνομιλικοι). ευχαριστώ εκ των προτέρων.
ΑπάντησηΔιαγραφή-μιχάλης