Η αρχή του κακού: «Τον Ιανουάριο του σωτήριου έτους 1348, τρεις γαλέρες προσορμίστηκαν στη Γένοβα, οδηγημένες από έναν τρομερό άνεμο από την Ανατολή, μολυσμένες φριχτά και φορτωμένες με μπαχαρικά και άλλα πολύτιμα αγαθά. Όταν οι κάτοικοι της Γένοβας το πληροφορήθηκαν, και είδαν πόσο γρήγορα κολλούσε ο ένας από τον άλλον, έδιωξαν μακριά από το λιμάνι πλοία και πληρώματα με φλεγόμενα βέλη και άλλες πολεμικές μηχανές. Γιατί κανείς δεν τολμούσε να τους αγγίξει, ούτε να συναλλαχθεί μαζί τους. Γιατί εάν το έκανε, θα πέθαινε σίγουρα. Και έτσι σκόρπισαν τη μόλυνση από λιμάνι σε λιμάνι» (De Smet, Breve Chronicon clerici anonymi. Recueil des Chroniques de Flandres, Vol. III)
Μεσσίνα, Ιταλία: «Ο Αρχιεπίσκοπος της Κατάνιας έφτασε στη Μεσσίνα μεταφέροντας μαζί του αγιασμο. Και στην πόλη εμφανίστηκαν δαίμονες με τη μορφή σκύλων, που έφεραν τρομερά πλήγματα στα σώματα των ανθρώπων. Και οι πολίτες τρομοκρατήθηκαν και δεν έβγαιναν από τα σπίτια τους. Ωστόσο, από κοινή ανάγκη και κάτω από τις εκκλήσεις του αρχιεπισκόπου, αποφάσισαν να περπατήσουν αποφασισμένα σε όλο το μήκος της πόλης κάνοντας λιτανεία. Καθώς όλος ο πληθυσμός βάδιζε στους δρόμους, ένας μαύρος σκύλος, με ζωγραφισμένο ξίφος στα πέλματά τους, εμφανίστηκε και ορμούσε δαγκώνοντας τους πάντες και σκόρπιζε τα κεριά και τις λαμπάδες και τα κηροπήγια στους βωμούς. Ολοι οι κάτοικοι της Μεσσίνα καταλήφθηκαν από τρόμο» (Michael of Piazza)
Σιέννα, Ιταλία: «Πατέρας εγκατέλειπε το παιδί του, γυναίκες, άντρες...αφού αυτή η ασθένεια έμοιαζε να μεταδίδεται με την αναπνοή, ακόμα και με το βλέμμα. Και έτσι απλώς πέθαιναν. Και δε βρισκόταν κανείς να θάψει τους νεκρούς ούτε με αμοιβή ούτε από συμπόνοια. Και σε όλη τη Σιέννα ανοίχθηκαν μεγάλοι λάκκοι και γέμισαν με σωρούς πτωμάτων. Και εγώ, ο Ανιόλο της Τούρα, με παρατσούκλι ο "χοντρος", έθαψα τα πέντε παιδιά μου με τα ίδια μου τα χέρια, όπως έκαναν και πολλοί άλλοι. Και έτσι υπήρχαν τόσοι πολλοί νεκροί και τόσο ελαχιστα καλυμμένοι με χώμα που τα σκυλιά τους τραβούσαν και καταβρόχθιζαν τα πτώματα» (Cronica Senese di Agnolo di Tura del Grasso, Muratori, Rerum Italicarum Scriptores, 15, VI)
Αγγλία: «Το έτος 1348, στην κομητεία του Ντόρσετ, λίγο πριν τη μεγάλη γορτή του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή, προσορμίστηκαν δύο πλοία, ένα ερχόμενο από το λιμάνι του Μπρίστολ. Ενας από τους ναύτες είχε φέρει μαζί του τους σπόρους της τρομερής πανούκλας και, από αυτόν, μολύνθηκαν οι άνδρες της μικρής πόλης του Μελκομπ. Ηταν οι πρώτοι που μολύνθηκαν σε όλη την Αγγλία» (Α. Grandsen, "A 14th Century Chronicle from the Grey Friars at Lynn". Eng. Hist. Rev., Vol. LXXII, 1957)
Φλωρεντία: «Και μέσα στην ακρότητα των βασάνων και όσων υπέφερε η πόλη μας, βιάστηκε και καταπατήθηκε η αυθεντία των νόμων, ανθρώπινων και θεικών. Βιάστηκε και σχεδόν καταλύθηκε επειδή έλειπαν αυτοί που θα εξέδιδαν και θα επέβαλλαν τους κανόνες. Πολλοί από αυτούς ήταν είτε νεκροί είτε άρρωστοι, όπως και οι υπόλοιποι πολίτες και τόσο στερημένοι από υπηρέτες ώστε ήταν ανίκανοι να εκτελέσουν οποιαδήποτε υπηρεσία. Κι έτσι ο καθένας έκανε μόνο ό,τι ήταν σωστό στα δικά του μάτια [...] Θα ήταν ανιαρό να αναπολήσω πώς πολίτης απέφευγε πολίτη, πως εξέλιπε κάθε αίσθημα οικειότητας ανάμεσα σε γείτονες, πώς οι συγγενείς κρατούσαν αποστάσεις και δε συναντιούνταν ποτέ ή έστω πολύ αραιά. Και αυτή η πικρή στενοχώρια κατακτούσε τόσο τα μυαλά ανδρών και γυναικών που, εξαιτίας του τρόμου, αδελφός αρνιόταν τον αδελφό, θείος τον ανηψιό, αδελφός την αδελφή και πολλές φορές άνδρας τη γυναίκα του. Και ναι, το αδύνατο να το πιστέψει κανείς, γονείς τα παιδιά τους -τα άφηναν μόνα και χωρίς φροντίδα, στη μοίρα τους, σα να ήταν ξένα...» (Βοκκάκιος, Δεκαήμερο).
Βασιλιάς Μάγκνους Β', Σουηδία: «Ο Θεός τιμωρεί εμάς τους ανθρώπους για τις αμαρτίες μας με τη μεγάλη τιμωρία του αιφνίδιου θανάτου. Οι περισσότεροι άνθρωποι στα δυτικά της χώρας μας είναι νεκροί. Τώρα ξεσπάει στη Νορβηγία και την Ολλανδία και πλησιάζει το βασίλειο μας»
Μεσαιωνική ιατρική: «Η πρόκληση αιμορραγίας ήταν σημαντικότερο κομμάτι της θεραπείας παρά της πρόληψης της ασθένειας. Το αίμα που εβγαινε από το σώμα του ασθενούς ήταν συνήθως μάυρο και πηχτό. Και ήταν ακόμα χειρότερο για τον ασθενή εάν αναδυόταν στην επιφάνεια μια πράσινη μούχλα. Ο Ιμπν Κατιμά συμβούλευε, κάπως άκαρδα, πως, εάν ο ασθενής λιποθυμούσε, έπρεπε να τον βρέξουν με παγωμένο νερό και να συνεχίσουν την θεραπεία. Πολλοί χειρούργοι έκαναν τομές απρόσεκτα για να βγάλουν το μολυσμένο αίμα. Ο Ιωάννης της Βουργουνδίας ήταν περισσότερο επιστημονικός. Πίστευε στην ύπαρξη κύστεων από όπου το δηλητήριο θα μπορούσε να αφαιρεθεί χωρίς πρόβλημα. Οι σατανικές αναθυμιάσεις, πίστευε, έμπαιναν στο αίμα από τους πόρους του δέρματος και μεταφέρονταν με το αίμα είτε στην καρδιά, είτε στο συκώτι είτε στον εγκέφαλο. Οταν χτυπάει την καρδιά η τομή πρέπει να γίνεται στην αντίστοιχη κύστη -στη μασχάλη. Εάν δε βρεθεί διέξοδος μεταφέρεται στο συκώτι και η τομή πρέπει να γίνει στην κοιλιακή χώρα. Έπειτα το δηλητήριο μετακινείται στον εγκέφαλο και πλέον χρειάζεται να γίνει τομή είτε πίσω από το αυτί είτε στο λαιμό. Κοινό και μοιραίο λάθος ήταν να γίνεται η τομή σε λάθος μέρος του σώματος. Οχι μόνο σπαταλιόταν πολύ καλό αίμα αλλά τα ζωτικά όργανα καταστρέφονταν συνήθως από το ακάθαρτο υγρό που χρησιμοποιούσαν για τις μεταγγίσεις» (Philip Ziegler, The Black Death. Pelican Books, 1969).
Σκωτία: «Το έτος 1350, εξαπλώθηκε στο βασίλειο της Σκωτίας, μια τόσο μεγάλη μεταδοτική ασθένεια, που κανένας άνθρωπος δεν είχε ξανακούσει, ούτε είχε καταγραφεί ποτέ στα βιβλία, από την αρχή του κόσμου μεχρι τον καιρό μας. Αυτά είναι για την ενημέρωση των κατοπινών ανθρώπων. Γιατί η πανούκλα χτύπησε με τέτοιο άγριο μένος που σχεδόν το ένα τρίτο της ανθρωπότητας λέγεται πως πλήρωσε το χρέος στη φύση. Το θέλημα του Θεού ήταν αυτό το κακό να οδηγεί σε ένα παράξενο και απευκατίο είδος θανάτου, εφόσον η σάρκα του αρρώστου έσκαγε και πρηζόταν και έφευγε από τη γήινη ζωή του μέσα σε δυο μέρες» (Chronicle of the Scottish Nation, Edinburgh 1872).
Ιρλανδία: «Κι εγώ, ο αδελφός Τζών Κλιν, του Τάγματος των Μικρών Αδελφών και της μονής του Κίλκεννυ, έγραψα σε αυτό το βιβλίο όλα τα αξιοσημείωτα πράγματα που συνέβησαν στην εποχή μου, που είδα με τα ίδια μου τα μάτια ή έμαθα από ανθρώπους αξιόπιστους. Και στην περίπτωση που αυτά τα αξιομνημόνευτα πράγματα εξαφανιστούν με το χρόνο και σβηστούν από τη μνήμη όσων θα μας διαδεχθούν, έχοντας δει όλα αυτά τα δεινά και όλον τον κόσμο, όπως τον ξέρουμε, να μπαίνει μέσα στη χούφτα του Διαβόλου, και νιώθοντας να είμαι ήδη ανάμεσα στους νεκρούς, περιμένοντας τον θάνατο να με επισκεφθεί, έγραψα με κάθε αλήθεια όλα τα πράγματα που άκουσα. Και, στην περίπτωση που το γραφτό χαθεί μαζί με το συγγραφέα και η δουλειά μαζί με τον εργάτη, αφήνω παραγγελία να συνεχιστεί το έργο αυτό, εάν κατά τύχη διασωθεί από την επιδημία έστω και ένας από τη γενιά του Αδάμ και συνεχίσει τη δουλειά μου» (Friar John Clyn, Annals of Ireland, Dublin, 1849).