Η
κλιμάκωση της ένοπλης δράσης στην ανατολική Στερεά τον Ιούλιο του 1944, οδήγησε ακόμα
και το Σύνταγμα Ευζώνων Αθήνας, που δεν συνήθιζε να εκστρατεύει έξω από τα όρια
της πρωτεύουσας, να διεκδικήσει τον χώρο της Βοιωτίας στέλνοντας δυνάμεις να
ελέγξουν επίκαιρα σημεία στον κάμπο της Κωπαίδας. Στα μέσα Ιουλίου, ο 9ος
Λόχος του ΙΙΙ Τάγματος –πιθανόν ενισχυμένος και από άλλα τμήματα– είχε
εγκαταστήσει φυλάκια στα χωριά Τοπόλια (Κάστρο), Κόκκινο, Αλίαρτο, πιθανότατα
και στη Βρασταμίτα (Υψηλάντης). Η απόφαση του Ι/34 Τάγματος να απαντήσει στην
«προσβολή» των «γερμανοτσολιάδων» κατέληξε σε αιματηρές συμπλοκές για τους δεύτερους,
όπως στην επίθεση του 3ου Λόχου στο Κόκκινο στις 12 Ιουλίου[1]. Αν και ο αριθμός των 16 νεκρών
εχθρών που παραδίδει ο Γιώργος Μπουτσίνης δεν επιβεβαιώνεται, οι Εύζωνοι είχαν
απώλειες στη νυχτερινή μάχη[2]. Ωστόσο, οι εισβολείς δεν
εκτοπίστηκαν από την Τοπόλια. Όταν στις 20 Ιουλίου ξεκίνησαν γερμανικές
εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στην Πάρνηθα, το Ι/34 Τάγμα έκρινε πως είχε φτάσει
η στιγμή για μια εντυπωσιακή αντεπίθεση: «Μια και ο κάμπος έχει εξασθενίσει
από γερμανικές δυνάμεις λόγω των εκκαθαριστικών της Πάρνηθας, ευκαιρία είναι να
τους δώσουμε μερικά χτυπήματα εκεί, την ώρα που αυτοί θα κυνηγάνε φαντάσματα
στην Πάρνηθα»[3].
Η
ευκαιρία κρίθηκε ιδανική για όλο το 34ο Σύνταγμα το οποίο αποφάσισε
να πλήξει όσα χωριά του κάμπου δεν διέθεταν ισχυρές γερμανικές φρουρές. Όλες οι
διαθέσιμες δυνάμεις του Συντάγματος θα πραγματοποιούσαν συνδυασμένη νυχτερινή επιδρομή σε Τοπόλια, Βρασταμίτα και
Κριεκούκι. Για το χτύπημα στην Τοπόλια, «εκστράτευσαν» από την Πάρνηθα ο 2ος
και 3ος Λόχος μαζί με τη διοίκηση του Ι Τάγματος. Για την
επίθεση-αντιπερισπασμό στο Κριεκούκι, διατέθηκε ο νεοσυγκροτημένος 7ος
Λόχος του ΙΙ/34 που αδρανούσε «στρατοπεδευμένος» στο Καπαρέλι, με διοικητή τον
Ηλία Κονδύλη και καπετάνιο τον Βασίλη Βασιλείου (Μπότσαρη). Επειδή δεν υπήρχε
μεγάλη εμπειρία μάχης και λόγω της μεγάλης ανάγκης να παραμείνει καθηλωμένη η
ισχυρή φρουρά (600 άνδρες) για αρκετή ώρα, επικεφαλής της επιχείρησης ορίστηκε
ο «βετεράνος» Παναγιώτης Μηλιώτης (Σπάρτακος) που βρισκόταν στη διάθεση του
Συντάγματος[4]. Τη δυσκολότερη αποστολή, την
κατάληψη της Βρασταμίτας, όπου έδρευε μια γερμανική πυροβολαρχία, ανέλαβε το
ΙΙΙ/34 Τάγμα που για πρώτη φορά παρέτασσε το σύνολο της δύναμής του –9ος,
10ος και 11ος Λόχος–, μαζί με την Ομάδα Καταστροφών του
Συντάγματος και μια διμοιρία Εφεδρικού ΕΛΑΣ.
«Εκεί γερή μάχη έγινε. Ένα παιδί απ’ την Κοκκινιά,
Σταύρος λεγόμενος, γνώριζε τα γερμανικά και τους φώναξε με τηλεβόα «να
παραδοθούν οι Έλληνες…» και τέτοια, ξέρεις τώρα τα πατριωτικά ποια είναι:
«Εμείς θέλουμε την Ελλάδα μόνοι μας, δεν θέλουμε να ‘χουμε ξένους κατακτητές…»
και οι Τσολιάδες απάντησαν με πυρά. Η πρώτη σφαίρα πέτυχε τον Σταύρο, τον πήρε
στο λαιμό. Ήταν ο μόνος νεκρός που είχαμε. Μετά χτυπήσαμε το σχολείο απ’ το
κάτω μέρος. Κάναμε ένα «Γ»: οι μισοί από το επάνω μέρος που ήταν το προαύλιο, οι
μισοί απ’ την είσοδο. Και στην είσοδο
βρήκαμε μαζωμένους Τσολιάδες νεκρούς. Δεν πρέπει να ήταν από τα δικά μας
πυρά. Αυτούς πρέπει να τους σκότωσαν οι Γερμανοί. Γιατί συνήθως φεύγαν αυτοί
και οι Γερμανοί τους εκτελούσανε. Εκεί, απελευθερώσαμε από τα αυτοκίνητα των
Γερμανών και 12 κοπέλες. Μαζί και κάτι τρόφιμα, κάτι χοιρινά, που τα πήραμε»[5].
Σύνδεσμοι και γραπτές διαταγές
δεν υπήρξαν σε αυτή την επιχείρηση. Τα τρία σημεία ήταν αρκετά κοντά ώστε να
υπάρχει καλή ακουστική επαφή, ενώ από τις λοφοσειρές φαίνονταν οι φωτιές και τα
τροχιοδεικτικά πυρά. Αυτό και μόνο εξασφάλιζε τον συντονισμό και τις
πρωτοβουλίες των τμημάτων στον κάθε τομέα. Στο Κριεκούκι τα πράγματα
εξελίχθηκαν χωρίς προβλήματα, πλην του αστάθμητου ανθρώπινου παράγοντα: «Αρχίσαμε
να κατεβαίνουμε κατά τις 22.30. Είχαμε 12 ομάδες μάχης από τον 7ο
λόχο και από δυνάμεις του Ι Τάγματος που είχε αναλάβει να χτυπήσει μαζί με μας
από την ανατολική πλευρά (Πάρνηθα). Εγώ, με τον Κονδύλη και 10 άνδρες με οδηγό
το γραμματέα του Κριεκουκίου, τον Τάκη τον Μακρή προχωρήσαμε, μπήκαμε σε ένα
δρόμο και αρχίσαμε σιγά-σιγά να προχωρούμε. Εκεί δυστυχώς είχαμε ένα πρόβλημα
με τον οδηγό μας: σταμάτησε και δεν προχωρούσε. Άκουσα τον Κονδύλη να τον
παρατηρεί. Ρώτησα τι συμβαίνει και μου είπε ότι δεν προχωρεί γιατί φοβάται.
Μάλιστα ξάπλωσε κάτω. Εκεί ο Κονδύλης του έδωσε μερικές κλωτσιές και τον
μιμήθηκα ρίχνοντάς του κι εγώ κάνα-δυο. Τον ενημέρωσα ότι θα τον αναφέρω στην Περιφερειακή να πάρει
μέτρα εναντίον του». Η δειλία του Μακρή (επιβεβαιωμένη και από άλλους
αυτόπτες)[6] δεν επηρέασε την έκβαση της
μάχης. Ακολούθησε κλεφτοπόλεμος διάρκειας μίας περίπου ώρας στους δρόμους του
χωριού και λίγο μετά τα μεσάνυχτα, δόθηκε το σύνθημα της αποχώρησης, αφού η
φρουρά δεν διακινδύνευσε αντεπίθεση και τα πυρά στα δυτικά –στον τομέα του ΙΙΙ
Τάγματος– άρχιζαν να αραιώνουν[7].
Στη Βρασταμίτα, η μάχη είχε
ξεκινήσει λίγο νωρίτερα. Πρώτος μπήκε αθόρυβα στο χωριό ο παλαιότερος και πιο
ψύχραιμος αντάρτης του Τάγματος: «Κυκλώσαμε το χωριό, ξυπόλητοι, με τα
μαχαίρια στο χέρι. Θυμάμαι βγαίνω στην πλατεία να μπω μέσα στο θάλαμο που
κοιμόταν ο γερμανικός λόχος. [Σκοτώνω] το σκοπό, του παίρνω το ντουφέκι,
μπήκαμε μέσα. Ήταν όλο Έλληνες γαμώ το σταυρό τους! Ταγματασφαλίτες…«Σηκωθείτ’
απάνω ρε! Δε χορτάσετε ύπνο; Μη φοβόσαστε. Εδώ είναι το ΙΙΙ Τάγμα Λιβαδειάς.
Αντάρτες του ΕΛΑΣ!». Τους διώξαμε όλους ξεβράκωτους…Τα όπλα τους πήραμε μόνο.
Μετά πέσαμε στους Γερμανούς. Έγινε μύλος…»[8]. Η επίθεση ήταν μάλλον
ασυντόνιστη, επιβεβαιώνοντας πως το Τάγμα ποτέ πριν δεν είχε δοκιμάσει τις
δυνάμεις του σε μάχη εντός κατοικημένης περιοχής. Όταν η νύχτα έγινε μέρα από
τις γερμανικές φωτοβολίδες, περισσότερο από ένστικτο παρά από εμπειρία, οι
νεαρότεροι αντάρτες κρύφτηκαν στα σπαρτά, ενώ «όλοι μας φωνάζαμε μέσα στο
σκοτάδι το σύνθημα-παρασύνθημα Βαλάντος-Κρατερός για να μην σκοτωθούμε μεταξύ
μας»[9]. Αιχμή και τελικά καταλύτης της
επίθεσης ήταν η περίφημη Ομάδα Καταστροφών του 34ου, με επικεφαλής
τον Χαράλαμπο Αρκουμάνη (Τρομάρα) που είχε αναλάβει να πλήξει το οίκημα της
γερμανικής διοίκησης, τα πολυβολεία και όσα σπίτια δε μπορούσαν να καταληφθούν
με άλλο τρόπο[10]. Η Ομάδα χρησιμοποιούσε, εκτός
των άλλων, αυτοσχέδια εκρηκτικά που μοιράζονταν στους μαχητές ελλείψει
χειροβομβίδων και αποδείχτηκαν μάλλον χρήσιμα: «Ο Τρομάρας είχε φτιάσει κάτι
βαρελότα τέτοια –δυναμίτια– και μας τα ‘χε δώσει στα χέρια με φυτίλια και με το
τσιγάρο τ’ ανάβαμε και τα πετάγαμε. Ξέρεις τι γινόταν εκείνο το βράδυ στη
Βρασταμίτα; Θα βούλωνες τ’ αφτιά σου να μην άκουγες…»[11]. Όταν η μάχη είχε πια κριθεί, η
Ομάδα Καταστροφών ανατίναξε τέσσερα
γερμανικά πυροβόλα που είχαν εγκαταλειφθεί από τους χειριστές τους, ρίχνοντας
χειροβομβίδες στους σωλήνες. Ο επίλογος της Μάχης της Βρασταμίτας ήταν πέντε
νεκροί αντάρτες: «Ο Νίκος, ένα μελαχρινό παλικάρι γύρω στα 25 κρεοπώλης από
την Κοκκινιά χτυπήθηκε ανάμεσα στα μάτια του και έπεσε μπροστά μου σε μια γωνιά
σπιτιού σε κάποιο δρομάκι. Και ο Κώστας, Κωπαίδας ήταν το ψευδώνυμό του, από
την Πετρομαγούλα ή τη Σκριπού, γύρω στα 40. Τον χύπησε σφαίρα ντουμ-ντουμ στην
κοιλιά και του έβγαλε τα εντόσθια έξω. Τον παρηγορούσα ώσπου να έλθουν οι
τραυματιοφορείς. Δε θα ξεχάσω ποτέ τα λόγια του: Σουλιώτη, άσε με μένα, πάρε
μόνο το ντουφέκι μου να το δώσεις σε άλλον να συνεχίσει τον αγώνα»[12]. Ο «Νίκος» της παραπάνω
μαρτυρίας ήταν ο αθηναίος Νίκος Κρεούζης και η καταγωγή του δεν ήταν από την
Κοκκινιά αλλά από τα Νέα Σφαγεία (Ταύρος)[13]. Σκοτώθηκαν επίσης ένας
διμοιρίτης-ανθυπολοχαγός της Σχολής Εφ. Αξιωματικών του ΕΛΑΣ από την Λιβαδειά
με ψευδώνυμο «Διάκος»[14] και ο Αντώνης Μικροπαντρεμένος,
από το συνοικισμό της Λιβαδειάς που τραυματίστηκε από ριπή στο λαιμό και πέθανε
από αιμορραγία λίγο αφότου μεταφέρθηκε με το μουλάρι του γερο-Βλάση στον Άγιο
Σεραφείμ[15]. Στους νεκρούς παραλίγο να ήταν
και ο Τρομάρας που δέχτηκε μια σφαίρα στο στόμα και δε μπορούσε να δεχτεί τροφή
για αρκετό διάστημα[16].
«Την άλλη μέρα, στις 10.00 κινήθηκαν από την πλευρά
της Θήβας δυο γερμανικά αυτοκίνητα με στρατό. Δεν επρόκειτο μάλλον για
οργανωμένη επιχείρηση. Τους αντιμετωπίσαμε στο Καπαρέλι και τους αναγκάσαμε να
συμπτυχθούν. Μάλιστα θυμάμαι μια ιστορία και γελάω ακόμα: Ένας πιτσιρίκος με
τουφέκι πιο μεγάλο απ’ το μπόι του έτρεχε προς τους Γερμανούς. «Πού πας ρε;»
τον ρωτάω. «Ένας Γερμανός έχει ρολόι, θα πάω να του το πάρω». Γέλασα. «Κάτσε
κάτω μη σε δείρω!». Στο τέλος της μάχης μου έκανε και παράπονο για το ρολόι που
έχασε!…»[17].
Στην τριπλή επιχείρηση, η
γερμανική πλευρά είχε 8 νεκρούς –από τους οποίους 7 Γερμανοί και ένας Ιταλός–
και 27 τραυματίες, ενώ για τους ταγματασφαλίτες αναφέρθηκαν 5 νεκροί, 10 τραυματίες και
3 αγννούμενοι[18]. Θα πρέπει να δεχτούμε ως πιο
αξιόπιστη την ελληνική καταμέτρηση που καταμέτρησε 12 νεκρούς Ευζώνους, μεταξύ των
οποίων ο ανθυπολοχαγός Παντελής Φακιδιάρης και δύο ανθυπασπιστές[19].
[1] Μπουτσίνης, ό.π., 374, μαγνητοφωνημένη συνέντευξη
Σταύρου Αραπάκη (Ι/34 Τάγμα, 3ος Λόχος).
[2] ΓΕΣ/ΥΣΑ, Αρχείο Συντάγματος Ευζώνων Ασφαλείας
Αθηνών, Φ=40, Βιβλίο Ημερησίων Διαταγών Συντάγματος, Η.Δ.Σ., 22.8.1944,
9.9.1944, 18.9.1944, 27.9.1944, 29.9.1944. Οι παραπάνω αναφορές αφορούν
μεταθανάτιες προαγωγές τεσσάρων οπλιτών –οι τρεις του 9ου Λόχου– που
σκοτώθηκαν «εις τας επιχειρήσεις Κωπαίδας τη 12-7-44»
[3] Μπουτσίνης, ό.π,, 374.
[4] Παναγιώτης Μηλιώτης, Σπάρτακέ μ’ καλέ…Οι
αναμνήσεις ενός στρατιώτη του ΕΛΑΣ από το αντάρτικο της ανατολικής Ρούμελης.
Αλεξάνδρεια, 2006…
[5] Μαγνητοφωνημένη συνέντευξη Σταύρου Αραπάκη (Ι/34
Τάγμα, 3ος Λόχος).
[6] Μαγνητοφωνημένη συνέντευξη Βασίλη Λασκαρίδη
(ΕΠΟΝ, Π.Ε. του ΚΚΕ Θηβών) / Προφορική μαρτυρία Μπάμπη Καλατζή (ΕΠΟΝ Βοιωτίας).
[7] Μηλιώτης, ό.π.,
[8] Μαγνητοφωνημένη συνέντευξη Νίκου Καλοπήτα (ΙΙΙ/34
Τάγμα, καπετάνιος 9ου Λόχου).
[9] Δημήτρης Μπουζούκας (Σουλιώτης), «Αναμνήσεις από
τον ΕΛΑΣ». Εθνική Αντίσταση, τχ. 36 (Ιούλιος 1983), 38-49.
[10] Προσωπικό αρχείο, Γραπτή μαρτυρία Χαράλαμπου
Αρκουμάνη (Τρομάρα), χ.η. / Μαγνητοφωνημένη συνέντευξη Γιάννη Αρκουμάνη
(Διάκου) (ΙΙΙ/34, 10ος Λόχος).
[11] Μαγνητοφωνημένη συνέντευξη Δημήτρη Γουργιώτη
(Απόλλωνα) (ΙΙΙ/34 Τάγμα, 10ος Λόχος).
[12] Μπουζούκας, ό.π.
[13] Δημήτρης Σούτος, Η συμβολή των Ταυριωτών στον
εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα….1996?....
[14]Λευτέρης-Τριαντάφυλλος Παπάζογλου, Αναμνήσεις
σε τρίτο πρόσωπο. Το χρονικό ενός φυλακισμένου 1946-1961. Αθήνα 1981, 20.
Το ψευδώνυμο του (πιθανότατα το όνομά του να ήταν και τότε άγνωστο) είχε δοθεί
σε έναν από τους θαλάμους των Φυλακών Λιβαδειάς το 1946 από τους κρατουμένους,
στην πλειοψηφία τους παλιούς αντάρτες του Τάγματος.
[15] Βασίλης Αντ. Σκαπέτης (Βλάσης), Αντάρτικες
μνήμες Αττικής και Βοιωτίας. Θήβα 1988, σ. …/ Μαγνητοφωνημένη συνέντευξη
Δημήτρη Γουργιώτη (Απόλλωνα).
[16] Προσωπικό αρχείο, Γραπτή μαρτυρία Χαράλαμπου
Αρκουμάνη (Τρομάρα), χ.η./ Μαγνητοφωνημένη συνέντευξη Γιάννη Αρκουμάνη (Διάκου)
(ΙΙΙ/34, 10ος Λόχος).
[17] Μηλιώτης, ό.π.,
[19] ΓΕΣ/ΥΣΑ, Αρχείο Συντάγματος Ευζώνων Ασφαλείας
Αθηνών, Φ=40, Βιβλίο Ημερησίων Διαταγών Συντάγματος, Η.Δ.Σ., 1.9.1944.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου