Σύμφωνα με τον Εμίλ Ντυρκέιμ, η ενασχόληση με την κοινωνική μνήμη υπαγορεύεται από την ανάγκη κάθε κοινωνίας να επιδεικνύει και να επιζητεί μία αίσθηση συνέχειας με το παρελθόν. Η «συλλογική ενθύμηση» των κοινωνιών υποστασιοποιείται μέσα από μια αμφίδρομη διαδικασία: αφενός παρέχει τα απαιτούμενα πλαίσια κοινωνικής ταύτισης και με τη σειρά της μεταπλάθεται από τις τρέχουσες πολιτικές, κοινωνικές και πολιτισμικές πραγματικότητες, αφού –ασφαλώς– δεν έχει (και δεν θα είχε) νόημα να εξετάζουμε τη «μνήμη» και τα σύμβολα αν δεν αναγνωρίζαμε κάποια συνάφεια με το παρόν ή κάποια επίδραση σε ό,τι μας απασχολεί στην επικαιρότητα.
Τα εβδομηκοστά γενέθλια του «Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ)», στη συγκυρία μιας παρατεταμένης πολιτικής κρίσης, μας καλούν να στοχαστούμε πάνω στην αγωνία μιας προβληματισμένης (και προβληματικής;) κοινωνίας να βρίσκεται σε επαφή με το ηρωικό παρελθόν της θέτοντας ακατάπαυστα ερωτήματα πάνω σε αυτό. Το ΕΑΜ παρέμενε σταθερά σημείο αναφοράς τόσο στην συνθηματολογία της Αριστεράς όσο και στο κυνήγι μαγισσών της δεξιάς που στη δεκαετία του ’60 έβλεπε ακόμα και πίσω από τα πρώτα μνημόσυνα εκτελεσμένων αντιστασιακών, πιθανή «επανάληψη των δεκεμβριανών σφαγών». Είναι προφανές πως τα βίαια «σκισίματα» στο ιστορικό συνεχές, όπως οι πόλεμοι (και ιδίως οι εμφύλιοι) και οι επαναστάσεις, ανάγονται αυτόματα σε μύθους με ισόβια αντοχή στη συλλογική μνήμη. Όπως θα προσπαθήσουμε να αποδείξουμε και παρακάτω, πίσω από αυτή την αντοχή κρύβεται ένα είδος συλλογικού ανικανοποίητου, αφού «για εκείνους που γεννήθηκαν αργότερα, το παρόν μοιάζει σαν περίοδος πτώσης στην ανία μιας μετα-ηρωικής εποχής, σα μια παρατεταμένη κατάσταση κρίσης, σαν προσμονή –επιδιωκόμενη ή απευχόμενη– μιας νέας έκρηξης» .
Η αυθόρμητη γέννηση ενός εμβληματικού συνειρμού
Ο πρώτος εορτασμός του Πολυτεχνείου το 1974 γέννησε έναν ολόκληρο προβληματισμό σχετικά με τις πολιτικές και κοινωνικές συντεταγμένες της εξέγερσης. Η «αναζήτηση ταυτότητας» ενός γεγονότος που ήταν εξαιρετικά νωπό για να μη συγκινεί ή να μη διχάζει δεν ήταν αυτονόητη διαδικασία. Επιδιώκοντας να μεταφέρουν αυτούσιο το πολιτικό φορτίο της αντιδικτατορικής πάλης στο εξομαλυμένο σκηνικό της Μεταπολίτευσης, οι μοναδικοί εχέγγυοι φορείς του εορτασμού –οι φοιτητές–, αναζητούσαν, όπως και στην περίοδο της Χούντας, μέσα από ιστορικά παράλληλα και συνάφειες τον χρονικό εντοπισμό της έναρξης ενός αυτοδύναμου, υπερκομματικού, αριστερού κινήματος, ένα είδος δικαιωτικού μύθου και συνάμα έναν εναλλακτικό τρόπο μνημόνευσης. Στις θυελλώδεις συζητήσεις γύρω από τον προσφορότερο τρόπο εορτασμού της επετείου, οι αριστεριστές αμφισβήτησαν έντονα την διαλλακτική θέση της ΚΝΕ για μεταφορά του εορτασμού μια βδομάδα μετά, όπως είχε ορίσει η κυβέρνηση Καραμανλή σύμφωνα με το σχεδιασμό της για εκλογές ανήμερα (17 Νοεμβρίου 1974): «Εμείς λέγαμε ότι θα κάνουμε την Παρασκευή στις 15 του μήνα την επέτειο του Πολυτεχνείου διότι δεν είναι «κινητή γιορτή»…Γίνεται λοιπόν ένας τεράστιος καυγάς για το πριν ή το μετά…Είχαμε έδρα μας το Πολυτεχνείο, το κτίριο της Αρχιτεκτονικής. Νομίζω ότι εκεί τα δώσαμε όλα…Θεωρούσαμε ότι κλέβουνε τους νεκρούς […] Αποφασίσαμε η πορεία, για να συνδεθεί το Πολυτεχνείο με την Αντίσταση, να καταλήξει στο σκοπευτήριο της Καισαριανής. Την Παρασκευή στις 15 ήταν η τελευταία προεκλογική ομιλία του Καραμανλή στο Σύνταγμα κι εμείς ανεβαίναμε την Αλεξάνδρας και νομίζαμε ότι θα ήμασταν χίλιοι άνθρωποι. Θυμάμαι, καθόμουνα στο διάζωμα της Αλεξάνδρας για να κοιτάω από κάτω –ήτανε κι ανηφορίτσα– και ήτανε μεγάλη η χαρά μου γιατί μ’ όλο αυτό τον πόλεμο, ήμασταν καμιά εικοσαριά χιλιάδες –ήμασταν πολλοί. Και καταλήγουμε στο σκοπευτήριο. Ο Δημήτρης ο Καμπερίδης, με κείνη την ωραία του βαθιά φωνή, είπε τους νεκρούς. Και ξαφνικά (δεν ξέρω πώς τα ερμηνεύει η ιστορία, εγώ πίστευα πάντα στο αυθόρμητο των πραγμάτων) βγήκε αυτό το σύνθημα. Μπορώ να σου εγγυηθώ ότι δεν ήταν γραμμή κανενός…Λες και οι ψυχές ολωνών το βγάλανε. Κι άρχισε να φωνάζει από κάτω ο κόσμος –και θυμάμαι εγώ ήμουνα δίπλα στο Δημήτρη πάνω εκεί που διάβαζε τους νεκρούς– και βγήκε το σύνθημα «ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-Πολυτεχνείο». Εντελώς, εντελώς μόνο του! Τι να σου πω τώρα…Το υπέβαλε ο τόπος; το υπέβαλε η ώρα;…Δεν ξέρω…». Το σύνθημα «έπιασε». Το ίδιο και τα αντάρτικα που ήδη είχαν γίνει «must» στις φοιτητοπαρέες. Δεν ήταν απλώς ζήτημα αυτοπροσδιορισμού. Με τρεις λέξεις, η γενιά του Πολυτεχνείου μιλούσε (και) εξ ονόματος της γενιάς της Κατοχής –τότε θαμμένης κάτω από μια τριαντάχρονη επιβεβλημένη σιωπή– αναλαμβάνοντας με τη γενναιοδωρία και το νεανικό της «θράσος» να διεκδικήσει διαχρονικά την αποκατάσταση όλων όσων είχαν παλέψει για την δημοκρατία σε αυτό τον βασανισμένο τόπο.
Τα δύο συνδυασμένα ορόσημα της αριστερής κληρονομιάς ανασύρθηκαν εκ νέου από το χρονοντούλαπο κατά τη διάρκεια των κινητοποιήσεων εναντίον των βομβαρδισμών του ΝΑΤΟ στη Σερβία το 1999, οπότε και συμπληρώθηκε με βάση τη δεδομένη συγκυρία: «…Έτσι πολεμάμε του ΝΑΤΟ το σφαγείο». Σήμερα, το «ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-Πολυτεχνείο» αποτελεί ένα από τα πιο καθιερωμένα αλλά και διαπαραταξιακά συνθήματα της Μεταπολίτευσης, καθώς ακούγεται σε συγκεντρώσεις και πορείες όλου του αριστερού φάσματος, από την ΚΝΕ μέχρι τις αντιρατσιστικές ομάδες.
Ένα πηγάδι που υδροδοτείται μόνιμα…
Αρχές της δεκαετίας του ’80. Το βάρος του «καυτού» εμφυλιακού παρελθόντος αισθητό και στα φοιτητικά αμφιθέατρα όπου αντιπαρατίθενται από τη μια η «ΕΚΟΝ Ρήγας Φεραίος Β’ Πανελλαδική» ή/και η εξέλιξή τους, οι «Αριστερές Συσπειρώσεις» και λοιπές εξωκοινοβουλευτικές ομάδες, και από την άλλη η τότε ταχέως αναπτυσσόμενη ΔΑΠ-ΝΔΦΚ/ΟΝΝΕΔ, με Ρέιντζερς, Κένταυρους και λοιπές «ομάδες κρούσης». Όταν οι πρώτοι έβριζαν τους δεύτερους «ΔΑΠίτες-Χίτες-Ταγματασφαλίτες», οι δεύτεροι, παραδόξως για την κοινή λογική υιοθετούσαν το σύνθημα αυτό, για να τονίσουν αυτάρεσκα την ταυτότητα της «μαχητικής εθνικοφροσύνης», που οι πρώτοι τους απέδιδαν ως βρισιά και ως μομφή. Δηλαδή τα ΟΝΝΕΔόπουλα φώναζαν “Ζήτωσαν οι Χίτες, οι ταγματασφαλίτες, ζήτω η ΟΝΝΕΔ και οι ΔΑΠίτες“, και τα τοιαύτα και έπαιρναν την απάντηση «ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-Μελιγαλάς», σε μια ενδιαφέρουσα «γηπεδική» συνομιλία πάνω στην πρόσφατη (1982) απόφαση του ΠΑΣΟΚ να αναγνωρίσει επίσημα την ΕΑΜική Εθνική Αντίσταση .
Η γνωστή και μη εξαιρετέα μαζική σφαγή ταγματασφαλιτών και κατοίκων της μεσσηνιακής κωμόπολης του Μελιγαλά στις 17 Σεπτεμβρίου 1944 από τον ΕΛΑΣ, διέθετε όλες τις προϋποθέσεις συμβολοποίησης και ήταν αναπόφευκτο να αναδειχθεί σε διαχρονικό «τοτέμ» της δεξιάς παράταξης, κυβερνητικής ή μη, για ολόκληρες δεκαετίες. Η συμβολική δύναμη αυτού του «τοτέμ» άντεξε όσο άντεξε και η νομιμότητα ενός μετεμφυλιακού καθεστώτος έκτακτης ανάγκης. Η αναψηλάφιση του πρόσφατου παρελθόντος, έως τότε μονοσήμαντου και μονοδιάστατου, έφερε τα πρώτα ρήγματα στον απόλυτο μύθο και σήμανε την ταχεία συρρίκνωση της όποιας αποδεικτικής ισχύος του. Το νεόκοπο σύνθημα «ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-Μελιγαλάς» και οι αναφορές σε «Πηγάδες που δεν έκλεισαν ακόμα», αντιπροσωπεύουν ένα νέο επίπεδο σε αυτό που θα λέγαμε «αναζήτηση νοήματος»: Η επίσημη (κυβερνητική) διαδικασία ηθικής αποκατάστασης της ΕΑΜικής γενιάς συνοδεύτηκε από μια (υπερ)προβολή της «στιλπνότητας» και του δικαίου των αγώνων της τελευταίας, προτιμώντας να αφήσει στο σκοτάδι κάθε τι που θα πρόσβαλλε την ευρεία κοινωνική και πολιτική συναίνεση την οποία εν τέλει επιδίωκε αυτή η αποκατάσταση. Μετά το χάος μιας τριαντάχρονης (αυτό)λογοκρισίας που άφηνε περισσότερα ερωτηματικά για το τότε παρά για το τώρα, ο πρωτοπόρος εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας της Αριστεράς έπρεπε να θεσμοποιηθεί ως το ελάχιστο κοινό έδαφος πάνω στο οποίο θα όφειλαν έκτοτε να συνομιλούν τα πολιτικά κόμματα ή οι διάφορες κοινωνικές ομάδες. Όταν αυτή η συναίνεση κλονίστηκε, κλονίστηκε και η ανάγκη να αναφερόμαστε σε ένα πολιτικά «ορθό» παρελθόν. Αναζητώντας ήρωες και νομιμοποιημένους τρόπους έκφρασης μακριά από «ιερές αγελάδες» του παρελθόντος, η άκρα Αριστερά έκρινε πως η εγγενής, άρα δικαιολογημένη, βία ενός εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος –στην προκειμένη περίπτωση του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ– προσέφερε ένα νέο, μάλλον προνομιακότερο πεδίο άντλησης παραδείγματος, ένα ιδανικό ιδεολογικό οπλοστάσιο. Με άλλα λόγια, από τη στιγμή που η μνήμη της Εθνικής Αντίστασης δεν επαρκούσε πια ως πολιτικό επιχείρημα, «ανασύρεται από τη λήθη [ο εμφύλιος], διότι ως διαιρετικό γεγονός μπορεί να ενισχύσει μια πολιτική ταυτότητα η οποία θέλει να είναι ανταγωνιστική με το υπάρχον κοινωνικό-πολιτικό σύστημα, μπορεί να επιβεβαιώσει το επαναστατικό παρελθόν και να ευθυγραμμιστεί με τη σύγχρονη ριζοσπαστική ρητορική της» .
Τα γεγονότα του Μελιγαλά, «ταμπού» για τις μικρές κοινωνίες και ταυτόχρονα ναρκοπέδιο για την ιστορική επιστήμη, απογυμνώθηκαν από την νομοκατεστημένη ερμηνεία τους και φορτίστηκαν εντελώς διαφορετικά χωρίς ωστόσο να θιγεί καθόλου ο κεντρικός νοηματικός τους πυρήνας: η ανεξέλεγκτη βία. Για να δανειστούμε μια έκφραση του Αντώνη Λιάκου, το «επαναστατικό δίκαιο» του ΕΑΜ στην Κατοχή, ζήτημα ακόμα ορθάνοιχτο σε όλες τις ερμηνείες, μοιάζει σήμερα με μια από εκείνες τις «ιστορίες του παρελθόντος […] που πέθαναν βίαια και η εκδίκηση τις κρατά ζωντανές για χρόνια» . Ένα «παθητικό» στο παρελθόν της Αριστεράς που για χρόνια έθρεφε τον προπαγανδιστικό λόγο της αντιδραστικής δεξιάς δίνει ιστορικό άλλοθι για την ανάληψη «πολιτικής ευθύνης» σε ενδεχόμενες βίαιες εκτροπές του παρόντος. Το «ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-Μελιγαλάς» ίσως είναι κάτι παραπάνω από τεκμήριο έκπτωσης του σύγχρονου πολιτικού λόγου, είναι μια αναδρομική, ανορθόδοξη ίσως, εκδίκηση όσων αισθάνθηκαν κάποια στιγμή πολιτικά ηττημένοι, μια ρεβάνς για λογαριασμό των περιθωριοποιημένων γενεών της τελευταίας πεντηκονταετίας. Οι πιτσιρικάδες που επιλέγουν για ψευδώνυμο στο facebook ονόματα όπως «Kostas Meligalas» εντάσσονται σε μια νεανική κουλτούρα που αμφισβητεί την εκάστοτε εξουσία με χιούμορ, εικονοκλαστική διάθεση και αυτό που ένας ερευνητής θα ονόμαζε «πολιτιστικά αποθέματα του αποκλεισμού» .
Τα ανατρεπτικά παραδείγματα που ταξιδεύουν από μια φαινομενικά μακρινή εποχή φορτίζοντας μόνιμα τον δημόσιο λόγο (και ειδικά αυτόν του πεζοδρομίου), ενισχύουν μια υπόγεια «αντιδεξιά» ταυτότητα που δεν έχει μικρότερη αξία ή σημασία από την δράση ομάδων ή κομμάτων. Η χαρακτηριστικά μικρή ηλικία των ατόμων που εμπνέονται από συμβολικούς τόπους, όπως το αντάρτικο του ΕΛΑΣ, είναι βασική συνιστώσα μιας διαδικασίας καθαρά πολιτικής μέσα από την οποία τα υποκείμενα διαμορφώνουν και διαμορφώνονται συνεχώς. Όπως μέσα από την «φωτεινή» επίκληση του δημοκρατικού-συναινετικού «ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-Πολυτεχνείο», έτσι και μέσα από την «σκοτεινή», διχαστική επίδραση του «ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-Μελιγαλάς», αντιλαμβανόμαστε πως «μέσα από τη μεταβίβαση της μνήμης όλο και περισσότερα άτομα αισθάνονται ή φαντάζονται ότι μοιράζονται μια κοινή ταυτότητα στην οποία η απόσταση ανάμεσα στο γεγονός ή την εμπειρία και την αναπαράσταση ή αφήγηση του είναι αρκετά μικρή. Αυτή η διαδικασία έχει σαν αποτέλεσμα όλο και περισσότερα άτομα να θεωρούν εμπειρίες ή γεγονότα που συνέβησαν πολύ πριν αυτά ενταχθούν σε μια ομάδα ή συλλογικότητα ως κομμάτι του δικού τους παρελθόντος» . Μιλώντας θεωρητικά, η προβολή του «ενεργού» παρελθόντος στο παρόν αποδεικνύει πως η «κοινωνική μνήμη», με την αναπόφευκτη επιλεκτικότητα, τις μυθοπλασίες και το φαντασιακό της περιτύλιγμα καθορίζει πολιτικές στάσεις, πυροδοτεί αντιπαραθέσεις και ανασυνθέτει μόνιμα τόσο τη βιωμένη, όσο και την αντιληπτή εμπειρία των ανθρώπων. Πριν ακόμα το ΕΑΜ εγκατασταθεί στα μουσεία και τις σχολικές αίθουσες, επιστρέφει ως ζωντανό κύτταρο της σύγχρονης πολιτικής κουλτούρας, ακόμα και ως δεξαμενή ιδεών για την ανατροπή του συστήματος. Αν κάποτε ποινικοποιηθούν οι γενειάδες και τα στρατιωτικά χιτώνια, θα ισχυριστούμε πως, ναι, κάποτε η ιστορία επαναλαμβάνεται. Ως φάρσα;…