Eίχε μια βαθιά φωνή ο Μίμης Μπουκουβάλας. Σταθερή και γεμάτη συναίσθημα. Καλοκαίρι ήταν, πρόσφατα, μα δε θυμάμαι χρονιά όσο κι αν προσπαθώ. Η μια και μοναδική φορά που συναντηθήκαμε. Θυμάμαι τις μπλε πυτζάμες σου και τις παντόφλες να μην αφαιρούν τίποτα από την μοναδικότητα της στιγμής. Ήξερες ότι το άσπρο μουστάκι θα χάλαγε την αρχετυπική σου εικόνα και το είχες ξυρίσει από τότε που άσπρισες, μέσα σ' ένα κελί. Δεν ήθελα να βγούμε μαζί φωτογραφία. Η φωτογραφία νοθεύει την ηδονή της μνήμης. Ήθελα να σε θυμάμαι χωρίς εικόνα συγκεκριμένη. Ήθελα να προσθέτω και να αφαιρώ κατά βούληση.
Ξέρω καλά ποιον έχω απέναντί μου. Έναν από κείνους τους ηρωικούς τρελούς που στα 25 τους είχαν σπείρει με ιδρώτα τη γη, είχαν περάσει μήνες στην πρώτη γραμμή, είχαν περπατήσει μερικές χιλιάδες κορφές και είχαν μπει στην αγαπημένη τους πατρίδα επικεφαλής ενός επαναστατικού συντάγματος ιππικού. Όλος ο κάμπος δε σε χώραγε καπετάνιε. Και πώς θα ένιωθες άραγε καπετάνιε αντικρίζοντας τη λαοθάλασσα να σε αποθεώνει από το μπαλκόνι του ξενοδοχείου εκείνο το απόγευμα του Οκτώβρη; Να αποθεώνει το αντάρτικο ιππικό, ολοδικό σου δημιούργημα. Μήνες τη λαχταρούσες τη Λάρισα, την έβλεπες με τα κιάλια και ανυπομονούσες να φύγουν τα μαύρα τέρατα και να μπεις πρώτος με τους ιππείς σου, εμπροσθοφυλακή της μπαρουτοκαπνισμένης Ι Μεραρχίας. Στα 25 σου θρύλος και τραγούδι και ίνδαλμα. Δαφνοστεφανωμένος μα σεμνός. Πριν τους σκοτεινούς καιρούς. Πριν το ξύλο και τα βασανιστήρια, πριν τα εκτελεστικά τους αποσπάσματα, πριν τη Γυάρο, το Μακρονήσι, το Παρθένι της Λέρου και τα δεκαεννιά χρόνια φυλακή. Ποτέ σου δεν έπιασες μολύβι να τα γράψεις. Και τι να γράψεις; Το καμάρι των γεροστρατηγών που σε έλεγαν παιδί τους; Τον ίλαρχό σου τον Καραστάθη που επιτέθηκε στο γυμνό κάμπο, ίσα πάνω σε μια πυροβολαρχία των Ες-Ες και τη διέλυσε; Τον εφεδροελασίτη που μπήκε στην κατεχόμενη Καρδίτσα με μια χειροβομβίδα παίρνοντας μαζί του όλο το γερμανικό θάλαμο; Τα άλογά σας τα περήφανα που τώρα μετέφεραν αμερικάνικα εφόδια και τα καβάλαγε ο Σούρλας; Tα μαλλιά σου που είχαν ασπρίσει πριν κλείσεις τα 30; Κλαίω ρε Μπουκουβάλα. Κλαίω γιατί το έπιασα το σπάσιμο στη φωνή σου. Το ένιωσα. Ούτε μια φωτογραφία δε σου είχε απομείνει. Ένα γαμώτο σου αφήσαν όλα αυτά. Για σένα και για τον Ασπροπόταμο, τον Περονόσπορο, τον Βενιαμίν, τον Κόζιακα, τον Καρτσιώτη, τον ίλαρχο Καραστάθη, τον Γερασιμίδη, τον συνταγματάρχη Κασσάνδρα, το Σαράφη που σε λάτρευε, το Ζώκα, τον Βρατσάνο, τους ραψανιώτες, τους ξωμάχους της Θεσσαλίας, τους βοσκούς των Αγράφων...Την παρέα που μέσα στη θύελλα ύψωσε σπαθιά και σφυριά και δρεπάνια και επέμενε να τραγουδάει δυνατά είτε εδώ είτε στο επέκεινα, χωρίς να κόψει ποτέ το τραγούδι στη μέση: "Κορώνα, Ριζαριό, Μάχη της Κιάνας / οι καβαλάρηδες του Μπουκουβάλα...".
Καλό ταξίδι καπετάνιε. Χαιρετίσματα σε όλους.
Ξέρω καλά ποιον έχω απέναντί μου. Έναν από κείνους τους ηρωικούς τρελούς που στα 25 τους είχαν σπείρει με ιδρώτα τη γη, είχαν περάσει μήνες στην πρώτη γραμμή, είχαν περπατήσει μερικές χιλιάδες κορφές και είχαν μπει στην αγαπημένη τους πατρίδα επικεφαλής ενός επαναστατικού συντάγματος ιππικού. Όλος ο κάμπος δε σε χώραγε καπετάνιε. Και πώς θα ένιωθες άραγε καπετάνιε αντικρίζοντας τη λαοθάλασσα να σε αποθεώνει από το μπαλκόνι του ξενοδοχείου εκείνο το απόγευμα του Οκτώβρη; Να αποθεώνει το αντάρτικο ιππικό, ολοδικό σου δημιούργημα. Μήνες τη λαχταρούσες τη Λάρισα, την έβλεπες με τα κιάλια και ανυπομονούσες να φύγουν τα μαύρα τέρατα και να μπεις πρώτος με τους ιππείς σου, εμπροσθοφυλακή της μπαρουτοκαπνισμένης Ι Μεραρχίας. Στα 25 σου θρύλος και τραγούδι και ίνδαλμα. Δαφνοστεφανωμένος μα σεμνός. Πριν τους σκοτεινούς καιρούς. Πριν το ξύλο και τα βασανιστήρια, πριν τα εκτελεστικά τους αποσπάσματα, πριν τη Γυάρο, το Μακρονήσι, το Παρθένι της Λέρου και τα δεκαεννιά χρόνια φυλακή. Ποτέ σου δεν έπιασες μολύβι να τα γράψεις. Και τι να γράψεις; Το καμάρι των γεροστρατηγών που σε έλεγαν παιδί τους; Τον ίλαρχό σου τον Καραστάθη που επιτέθηκε στο γυμνό κάμπο, ίσα πάνω σε μια πυροβολαρχία των Ες-Ες και τη διέλυσε; Τον εφεδροελασίτη που μπήκε στην κατεχόμενη Καρδίτσα με μια χειροβομβίδα παίρνοντας μαζί του όλο το γερμανικό θάλαμο; Τα άλογά σας τα περήφανα που τώρα μετέφεραν αμερικάνικα εφόδια και τα καβάλαγε ο Σούρλας; Tα μαλλιά σου που είχαν ασπρίσει πριν κλείσεις τα 30; Κλαίω ρε Μπουκουβάλα. Κλαίω γιατί το έπιασα το σπάσιμο στη φωνή σου. Το ένιωσα. Ούτε μια φωτογραφία δε σου είχε απομείνει. Ένα γαμώτο σου αφήσαν όλα αυτά. Για σένα και για τον Ασπροπόταμο, τον Περονόσπορο, τον Βενιαμίν, τον Κόζιακα, τον Καρτσιώτη, τον ίλαρχο Καραστάθη, τον Γερασιμίδη, τον συνταγματάρχη Κασσάνδρα, το Σαράφη που σε λάτρευε, το Ζώκα, τον Βρατσάνο, τους ραψανιώτες, τους ξωμάχους της Θεσσαλίας, τους βοσκούς των Αγράφων...Την παρέα που μέσα στη θύελλα ύψωσε σπαθιά και σφυριά και δρεπάνια και επέμενε να τραγουδάει δυνατά είτε εδώ είτε στο επέκεινα, χωρίς να κόψει ποτέ το τραγούδι στη μέση: "Κορώνα, Ριζαριό, Μάχη της Κιάνας / οι καβαλάρηδες του Μπουκουβάλα...".
Καλό ταξίδι καπετάνιε. Χαιρετίσματα σε όλους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου