Η «θεωρία των δύο άκρων» άρχισε να εμφανίζεται στο δημόσιο λόγο πριν από τις εκλογές του Μαΐου. Βασιζόταν σε μια σχετικά απλή και φαινομενικά ορθή διαπίστωση: ο διαφαινόμενος καταποντισμός των δύο μεγάλων κομμάτων που δέσποζαν στο χώρο του Κέντρου, θα οδηγούσε στην άνοδο των δυνάμεων που τοποθετούνταν σαφέστερα στον χώρο είτε της Δεξιάς είτε της Αριστεράς. Ωστόσο η διαπίστωση αυτή ήταν η αφετηρία για την προσπάθεια συσχέτισης των δύο άκρων, την απόπειρα, δηλαδή, να κατασκευαστεί μια βαθύτερη ταύτιση των δύο χώρων, της Αριστεράς και της Ακροδεξιάς. Η «θεωρία των δύο άκρων», λίγους μήνες μετά την εμφάνισή της, τείνει πλέον να μετατραπεί σε «κοινό τόπο», μια «αλήθεια», που επαναλαμβάνεται από δημοσιογράφους, πολιτικούς και διανοούμενους.
Το ιστορικό υπόβαθρο αυτής της θεωρίας βρίσκεται στις απόψεις που κυκλοφορούν εδώ και δεκαετίες και οι οποίες εξομοιώνουν τον ναζισμό και τον κομμουνισμό. Αρχικά, στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου, η εξομοίωση επιχειρήθηκε στο πλαίσιο του ερμηνευτικού σχήματος του «ολοκληρωτισμού», και μετά το 1989, στην κατασκευή μιας κοινής ευρωπαϊκής αφήγησης για τον 20ό αιώνα, η οποία να συμπεριλαμβάνει και τις πρώην κομμουνιστικές χώρες, μια αφήγηση καταδίκης τόσο του ναζισμού όσο και του κομμουνισμού, οι οποίοι προκάλεσαν στην Ευρώπη δεινά και καταστροφές. Η σύνδεση του Χίτλερ με τον Στάλιν ως των δύο «δεινών» της Ευρώπης του 20ού αιώνα είχε ως συνέπεια να απαξιωθούν όχι τόσο το σοβιετικό καθεστώς όσο οι ιδέες της επανάστασης και της κοινωνικής ισότητας. Επιπλέον, κάποιοι εξακολουθούν να ταυτίζουν την Αριστερά με τον Στάλιν και τα γκούλαγκ, παρά το γεγονός ότι η Αριστερά στο πέρασμα των δεκαετιών έχει μεταμορφωθεί μέσα από κριτική και διασπάσεις, την ώσμωση με κοινωνικά κινήματα, τη διάνοιξη νέων ιδεολογικών οριζόντων.
Στο έδαφος αυτών των σαθρών ιστορικών «αναλογιών», επιδιώκεται η συσχέτιση Αριστεράς και άκρας Δεξιάς σήμερα. Η συσχέτιση επικεντρώνεται σε δύο διαφορετικά ζητήματα: τον λαϊκισμό των αντιδράσεων κατά του Μνημονίου και τη βία. Ως προς το πρώτο, το επιχείρημα είναι ότι η κοινωνική δυσαρέσκεια και κινητοποίηση, όπως εκφράστηκε τα δύο τελευταία χρόνια με αποκορύφωμα το κίνημα των «πλατειών» και στην οποία καταλυτικό ρόλο είχε η Αριστερά, έδωσε την ευκαιρία στην άκρα Δεξιά να αρδεύσει δυνάμεις, επενδύοντας στον αντικοινοβουλευτισμό και τη λαϊκιστική απόρριψη του πολιτικού συστήματος. Κάτι τέτοιο απλώς δεν ισχύει. Όλοι γνωρίζουν ότι στις διαδηλώσεις κατά του Μνημονίου πρωταγωνίστησαν πρωτοβάθμια σωματεία, οργανώσεις της Αριστεράς, συνελεύσεις κατοίκων κλπ.· όλοι γνωρίζουν ότι στην πλατεία Συντάγματος εξελίχθηκε ένα πρωτόγνωρο εγχείρημα άμεσης δημοκρατίας και αυτο-οργάνωσης, ομόλογο με άλλα διεθνή όπως το Occupy· όλοι γνωρίζουν ότι η Χρυσή Αυγή είχε καταδικάσει τις «πλατείες» ως «επαναστατικό πανηγυράκι» και όσα μέλη της εμφανίστηκαν εκδιώχθηκαν από τους διαδηλωτές. Το επιχείρημα περί λαϊκισμού των κινητοποιήσεων που τροφοδοτεί τα άκρα, προσπαθεί να απονομιμοποιήσει συνολικά την κοινωνική διαμαρτυρία και ο «μη ευπρεπής» χαρακτήρας των αντιδράσεων αποτελεί το άλλοθι όλων εκείνων που θέλουν να υπονομεύσουν την ενεργοποίηση της κοινωνίας.
Η βία είναι ιστορικά καταστατικό στοιχείο της δράσης της άκρας Δεξιάς. Οι δολοφονικές επιθέσεις και τα πογκρόμ κατά μεταναστών το καλοκαίρι το επιβεβαίωσαν με τον πιο αδιάψευστο και τραγικό τρόπο. Πρόσφατο δημοσίευμα της Καθημερινής, ακολουθώντας πιστά τη «θεωρία των δύο άκρων», εξίσωσε πλήρως τη βία της άκρας Δεξιάς με αυτήν της Αριστεράς, και κατά συνέπεια την άκρα Δεξιά με την Αριστερά. Η πρόθεση ήταν σαφής: να απονομιμοποιηθεί η Αριστερά μέσα από την αναλογία της με τη Χρυσή Αυγή, και άρα να συμπεριληφθεί μαζί με την άκρα Δεξιά στις «επικίνδυνες» δυνάμεις: «Kουκουέδες, συρριζαίοι, χρυσαυγίτες — όλοι τους βλάπτουν τη δημοκρατία εξίσου», όπως έγραφε επί λέξει το συγκεκριμένο άρθρο. Η ταύτιση Αριστεράς και Χρυσής Αυγής με κοινό παρονομαστή τη βία, δεν αντέχει οποιασδήποτε σοβαρής κριτικής. Πολύ περισσότερο, όταν η βία παραμένει απροσδιόριστη και συνδέεται με την «ανομία» (άλλη μια έννοια του συρμού, που εξηγεί τα πάντα και τίποτα) για να μπορέσει να καλύψει πολύ διαφορετικές ενέργειες. Μπορεί η δολοφονία ενός ανύποπτου μετανάστη να εξομοιωθεί με την κατάληψη ενός πανεπιστημιακού κτιρίου;
Ωστόσο, το ουσιαστικό πρόβλημα δεν βρίσκεται στη διάκριση μεταξύ «καλής» ή «κακής» βίας αλλά στην ίδια την ταύτιση της Αριστεράς με τη βία. Και αυτό τη στιγμή που είναι γνωστό ότι, η χρήση βίας δεν συνιστά καταστατικό στοιχείο της δράσης ή της ιδεολογίας της Αριστεράς σε συνθήκες δημοκρατίας, και γι’ αυτό τον λόγο το ζήτημα της βίας έχει αποτελέσει διαχωριστική γραμμή στους κόλπους της.
Η βία της άκρας Δεξιάς βρίσκεται στον πυρήνα μιας ιδεολογίας μίσους, που καλλιεργεί τον εθνικισμό, τον ρατσισμό, τον αντισημιτισμό και την ομοφοβία. Μια ιδεολογία μίσους που δεν εκκολάφθηκε στις «πλατείες» αλλά μέσα από μια μακρά ιδεολογική διαδικασία στην οποία κυριάρχησαν στη δημόσια σφαίρα η πατροδικαπηλία, η ξενοφοβία, οι θεωρίες συνωμοσίας, ο σεξισμός. Μια ιδεολογία που μετατράπηκε σε πολιτική δύναμη σε μια συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία, όπου επικρατεί η ανεργία, η ανασφάλεια και η κατάρρευση του «παλαιού κόσμου». Από αυτήν την άποψη, οι ιδεολογικές συγγένειες της άκρας Δεξιάς δεν εντοπίζονται με το χώρο της Αριστεράς αλλά το χώρο της Δεξιάς. Ποια η διαφορά ανάμεσα στη ρητορική της Χρυσής Αυγής και σε απόψεις στον χώρο της Ν.Δ., όπως αυτή του Φαήλου Κρανιδιώτη, που καταγγέλει τους πανεπιστημιακούς ότι «κοπρίζουν τα ανθελληνικά σκατά τους μέσα στα μυαλά της νεολαίας» και καλεί σε «επανελλήνιση» της παιδείας (Κυριακάτικη Δημοκρατία, 2.9.2012); Το πρόβλημα με τη «θεωρία των δύο άκρων» δεν είναι ότι βασίζεται σε γενικεύσεις, απλουστεύσεις, αποσιωπήσεις και διαστρεβλώσεις σε ένα εγχείρημα απονομιμοποίησης της Αριστεράς. Το πρόβλημα είναι ότι εντάσσει τη Χρυσή Αυγή σε μια κανονικότητα που δήθεν προϋπάρχει, ότι αναζητά δικαιολογίες και αναλογίες για τη δράση της, ότι, τελικά, προετοιμάζει το έδαφος για τον επόμενο στόχο της Χρυσής Αυγής μετά από τους μετανάστες. Και αυτά, όντως, βλάπτουν την δημοκρατία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου