Δευτέρα 19 Μαρτίου 2012

"Ας πειθαρχήσωμεν": Συζητώντας για ιστορικές αναλογίες



Πριν λίγες εβδομάδες, ο Μανώλης Γλέζος ανέφερε σε τηλεοπτικό παράθυρο πως οι δηλώσεις του Λουκά Παπαδήμου για συμπαράταξη και πειθαρχία στα νέα μέτρα του θύμισε το μοτίβο «δουλειά, χαρά και εργασία» που επιβλήθηκε στους κατοίκους της Αθήνας τις πρώτες μέρες της γερμανικής κατοχής. Η θετική υποδοχή του σχολίου στα blogs –δηλαδή των δεικτών μιας «υποψιασμένης» κοινής γνώμης– μάλλον επιβεβαιώνει την ενεργοποίηση ενός είδους κοινωνικής μνήμης· η ενεργοποίηση των όρων «μαυραγορίτης», «δοσίλογος», «κατοχή», «Γερμαναράδες» συνιστούν μια τυπολογία συμπεριφορών και ταυτοτήτων με αντοχή στο χρόνο, καθώς η επικαιρότητα χαρίζει (ξανά) ένα αχανές πεδίο για, λιγότερο ή περισσότερο σοβαρές, αναδρομές στην ιστορική εμπειρία. Πόσο ιστορικά δόκιμες όμως είναι αυτές οι αναλογίες; Ας ξεκινήσουμε ξεχνώντας για λίγο τους «κακούς Γερμανούς»: Εκτός από πρωτεύουσα κατεχόμενη από τον Άξονα, η Αθήνα του 1941 ήταν και εργοτάξιο μιας αναγεννητικής προσπάθειας σε οριακά δύσκολες συνθήκες. επανδρωμένης με συνθήματα από αναχρονιστικά έως προγονολατρικά, ανέλαβε να φέρει σε πέρας μια δοτή κυβέρνηση που, σε άλλα συμφραζόμενα, θα θύμιζε περισσότερο στρατιωτική δικτατορία –επτά υπουργοί του Τσολάκογλου ήταν στρατιωτικοί– παρά «τεχνοκράτες». Η εκτελεστική και νομοθετική εξουσία συνέχισαν να εξελίσσονται, στο δοκιμαστικό σωλήνα μιας πολιτικής κατευνασμού και απόλυτης υποταγής στις διαταγές των Γερμανών. Ο εξουσιαστικός λόγος ήταν κούφιος και πατερναλιστικός. Πράξεις απείθειας, με κορυφαία την υποστολή της γερμανικής σημαίας στην Ακρόπολη μονογράφονταν ως συμπεριφορές «αναρχικές», «αχάριστες» (!) και αποδίδονταν σε «ξένους πράκτορες»[1]. Στην προπαγανδιστική εκστρατεία για μαζική πειθαρχία και υπακοή στο «Κράτος», δημοσιογράφοι και επιφυλλιδογράφοι –μουδιασμένοι κι οι ίδιοι– επιχειρούν να χρυσώσουν το χάπι σχολιάζοντας με ανακούφιση τη διεύρυνση του ωραρίου σε ταβέρνες, θέατρα και κινηματογράφους, ενώ η πρώτη κατοχική επιφυλλίδα του λογοτέχνη Σπύρου Μελά στην Καθημερινή (28.4.1941) ήταν αφιερωμένη στην «ταβέρνα» και τη συμβολή της «ρετσίνας στο έργον της ανασυγκροτήσεως. Μας φτιάνει το κέφι δια να δουλέψομεν. Και χωρίς κέφι δε γίνεται τίποτε». Αυτού του είδους η «διατεταγμένη αισιοδοξία» ήταν κοινός τόπος στις προσπάθειες ελέγχου των πληθυσμών (και κυρίως των αστικών) που υπέφεραν μαζικά και δυσφορούσαν κάτω από την ανυπαρξία επιλογών ελεύθερης έκφρασης, ακόμα κι αν αυτή είχε τη μορφή της ατομικής απαισιοδοξίας[2].

Τα επιχειρήματα κοινωνικής ευαισθησίας και συλλογικής υπευθυνότητας σε ένα context ξένης κατοχής πρέπει να ηχούσαν το ίδιο διαστρεβλωτικά με σήμερα. Δυο μέρες αργότερα, ο ίδιος επιφυλλιδογράφος ξιφουλκεί εναντίον της ατίθασης πιτσιρικαρίας των Αθηνών που ο πόλεμος είχε αποδιοργανώσει, προβάλλοντας την επιστροφή στις σχολικές αίθουσες ως ένα από «τα μεγάλα αγαθά της καταστάσεως»: «Θα γυρίσουν οι μικροί στα θρανία τους. Και οι μητέρες, οι καϋμένες οι μητερούλες, που τους στρίμωγναν στα καταφύγια ή τους κυνηγούσαν στους δρόμους θα βρουν επιτέλους την ησυχία τους [...] το θρανίο του μαθητού δεν αξίζει τόσο για τις γνώσεις που δίνει στο παιδί, όσο γιατί τα συνηθίζει να καταβάλλουν κάποια προσπάθεια. Οι πιτσιρίκοι όλον αυτόν τον καιρόν, το είχανε ρίξει στο ρεμπελιό. Η τροφή πούδιναν στη φαντασία τους ήτανε βομβαρδισμοί, μάχες, επιθέσεις σχέδια. Σ’ όλες τις συνοικίες παίζανε τον πόλεμο, καμμιά φορά με πραγματικούς τραυματίας». Στο γενικότερο «ρετουσάρισμα», στηλιτεύεται οτιδήποτε παραπέμπει σε «συλλογικότητα του δρόμου» (από τα παιδικά παιχνίδια ως τις διαδηλώσεις) και οι δρόμοι της πόλης γίνονται καθρέφτης της ομαλότητας και της πειθαρχίας. Στις κατεχόμενες πόλεις οι άνθρωποι περιμένουν στη στάση του τραμ, στην ουρά του συσσιτίου ή βαδίζουν βιαστικά κλεισμένοι στον εαυτό τους. Αυτό παρατήρησε και ο πιο διεισδυτικός επιφυλλιδογράφος εκείνων των ζοφερών ημερών, ο Κώστας Βάρναλης: «Δεν υπάρχουνε πια Αθηναίοι που να στέκουνε στη μέση του πεζοδρομίου και να συζητούν· ούτε γυναίκες να σταματούνε μπροστά στις βιτρίνες και να χαζεύουν. Κι αν υπάρχουν, βιάζονται κι αυτοί»[3]. Η κατήφεια αντιστοιχούσε σε ομαδική δήλωση νομιμοφροσύνης, πράγμα που εξηγεί γιατί το χιούμορ και τα ανέκδοτα θεωρήθηκαν ο πλέον αυτονόητος και διαδεδομένος τρόπος καθημερινής αντίδρασης[4].
            Στο επίπεδο της πολιτικής, οι πομπώδεις, ρηξικέλευθες διακηρύξεις της κατοχικής κυβέρνησης εξαντλήθηκαν σε καταδίκη της «προηγούμενης διοίκησης». Από τον διοικητικό μηχανισμό, τη σωματειακή ζωή και τα σύμβολα της κουλτούρας, ξηλώθηκε με παλαιοκομματικό ζήλο οτιδήποτε «μεταξικό». Αυτό που μοιάζει με ιδιότροπο «παραλάβαμεν χάος», ήταν ουσιαστικά ένα damnatio memoriae για οτιδήποτε θύμιζε πως η Ελλάδα είχε πρόσφατα αντισταθεί στους νυν κατακτητές της. Κατά τα άλλα, κάθε ντιρεκτίβα κατέτεινε σε μια γενική οπισθοδρόμηση της συλλογικής κοινωνικής έκφρασης και μια απονεύρωση της «πατριωτικής» συμπεριφοράς. Ο πατριωτισμός συρρικνώθηκε σε ρηχά κελεύσματα πειθαρχίας και θεσμοποιήθηκε με σειρά διαταγμάτων που μετέθεταν στους πολίτες ακέραια την ευθύνη για κάθε εκτροπή ή αναταραχή. Αυτό δεν είναι ορατό στο πλήθος των αυτονόητων απαγορεύσεων αλλά κυρίως των αγορανομικών διατάξεων που ποινικοποιούσαν την αισχροκέρδεια, τις αυθαίρετες ανατιμήσεις και τη συσσώρευση τροφίμων. Πριν ακόμα εμφανιστεί ο πραγματικός «βάρβαρος εχθρός» (η Αντίσταση), σε ύψιστη προδοσία αναγορεύτηκαν ο μαυραγοριτισμός και τα υπόγεια δίκτυα απόκτησης τροφίμων. Έτσι δρομολογήθηκε ένας ανειρήνευτος πόλεμος με τους «κυρίους υπαιτίους της καταστάσεώς μας» (όπως ανέφεραν οι αφίσες επικηρύξεων στους δρόμους) και για να λησμονηθεί ο βασικός παράγοντας απομύζησης των πόρων της χώρας και για να ανακυκλωθεί η  οργή μέσα στον λαό ή να στραφεί σε αποδιοπομπαίους τράγους. Οι δυνατότητες να πάρει στα σοβαρά ο απλός κόσμος αυτό το θέατρο σκιών έχανε έδαφος όσο αποκαλυπτόταν το αληθινό πρόσωπο της σκλαβιάς. Όταν τα αντικατοχικά αισθήματα, γαλβανωμένα μέσα στον εφιάλτη της πείνας που ενέσκηψε λίγους μόνο μήνες μετά την υποδούλωση, συγκρούστηκαν με την κλιμακούμενη τρομοκρατία, κάθε προσπάθεια κοινωνικού έλεγχου από Έλληνες και Γερμανούς εξατμίστηκε γιατί απλούστατα «η κοινωνία, πιασμένη σ’ ένα ολοκληρωτικό πόλεμο, είχε γίνει η ίδια πεδίο μάχης»[5].


[1] Πρωία, 31.5.1941, Η Καθημερινή, 1.6, 2.6, 16.6.1941.
[2] Για μια άλλη πόλη που υπέφερε από τον πόλεμο και την σκληρότητα του «ντόπιου» καθεστώτος της, βλ. Roger Moorhouse, Berlin at War. Life and Death in Hitlers capital 1939-45. Vintage Books, 2009, σ. 75 κ.έ.
[3] Κώστας Βάρναλης, Φέιγ-Βολάν της Κατοχής. Χρονογραφήματα (Επιλογή-επιμέλεια Γιώργος Ζεβελάκης). Καστανιώτης, Αθήνα 2007, σ. 179.
[4] Ενδεικτικά για την χιουμοριστική καθημερινότητα των Αθηναίων, Δ. Ψαθάς, Το χιούμορ μιας εποχής, Αθήνα 1946.
[5] Mark Mazower, Στην Ελλάδα του Χίτλερ. Η εμπειρία της κατοχής. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1994, σ. 15.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου