Έχω ένα χόμπυ που αγγίζει τα όρια της πρέζας: την προφορική ιστορία. Αισθάνομαι περισσότερο ικανός ιστορικός πίσω από ένα ανοιχτό μαγνητόφωνο απ' ό,τι ένας οδηγός της Φορμουλα 1 μπροστά στο τιμόνι. Οι ειδικοί θα πουν ότι η προφορική ιστορία αποτέλεσε μια πραγματική έκρηξη στις ιστορικές σπουδές, εκδημοκράτισε εκ θεμελίων τις κοινωνικές επιστήμες, επαναπροσδιόρισε ριζικά το αντικείμενο και τα ερωτήματα της έρευνας και άλλα σωστά. Σε ό,τι με αφορά, οι συνεντεύξεις καλύπτουν τη ζωτική μου ανάγκη, όχι μόνο να επικοινωνώ άμεσα με τις πηγές αλλά και να τις διαμορφώνω. Καμία εμπειρία επαφής με το ιστορικό παρελθόν δεν είναι τόσο αδιαμεσολάβητη, τόσο άμεση και τόσο αλληλοδραστική όσο η καταγραφή προφορικών μαρτυριών. Εκτός από την μοναδική ευκαιρία που σου παρέχει μια unter vier Augen συνομιλία, να εισπνεύσεις την ατμόσφαιρα και το κλίμα της εποχής που μελετάς, αποτελεί μια εξόχως αμοιβαία διαμορφωτική εμπειρία. Η διαφορά με το γραπτό κείμενο είναι πως δεν διαβάζεις μόνο εσύ την πηγή, σε διαβάζει κι εκείνη. Τη σημαδεύεις, την αναδεύεις, τη συγκινείς, δυνατότητα που κανένα βιβλίο (ακόμα και ημερολόγιο) δε μπορεί να δώσει...Η μνήμη του ανθρώπου δεν είναι στατική, ενίοτε ούτε καν σταθερή. Υποστασιοποιείται και παίρνει ζωή, μορφή και σχήμα μέσα από το δικό σου ενδιαφέρον (και την αντοχή) να την ανακινήσεις, ενώ ταυτόχρονα και οι δικές σου αναζητήσεις διαμορφώνονται μέσα από ένα μονοπάτι που άνοιξες μεν στο μυαλό του άλλου αλλά δεν ορίζεις απόλυτα. Κι εδώ είναι η ομορφιά του. Αν υπεισέλθουμε δε στα ενδότερα, θα πρέπει να μιλήσουμε για εκείνες τις ακαθόριστες υπαρξιακές συντεταγμένες που συνωμοτούν ώστε μια Α-"θέληση για πληροφορία" να συναντήσει μια Β-"θέληση για μνήμη", εφόσον κανείς δε ντύνεται ρόλους, είτε του πληροφορητή, είτε του "συνεντευκτή" αν δεν έχει προσωπικό κίνητρο να το κάνει. Η συνάντησή τους ισοδυναμεί με μια σχέση ερωτική. Όσο ανοίγουν κι οι δύο πλευρές τα χαρτιά τους, τόσο μεγαλύτερη ώσμωση προκύπτει.
Η γνωριμία μου με την Εσθήρ Κοέν δεν κράτησε πάνω από ένα τέταρτο της ώρας. Η υγεία της δεν επέτρεπε μακροσκελείς αφηγήσεις για την κόλαση του Άουσβιτς από την οποία επέζησε (ήθελα να σκέφτομαι πως τα μάτια της ήταν ορθάνοιχτα εξαιτίας του Μπίρκεναου κι όχι των απανωτών εγκεφαλικών). Κρίμα γιατί η γλώσσα του σώματος απέπνεε ειλικρίνεια, βαθιά ανάγκη για επικοινωνία. Έμοιαζε απ' αυτές τις γυναίκες που δεν τις πιάνει το μάτι σου, καπάτσα και εύστροφη που απλώς είχε την ατυχία να γεννηθεί Εβραία και να μεγαλώσει σε μια κωλοεπαρχιακή ελληνική πόλη που την πλάκωσε ο Ναζισμός το 1943. Κατανόησα, δεν επέμεινα και πήγα να κλείσω την κάμερα όταν την είδα να συμμαζεύει το στόμα της, να τεντώνει προς το μέρος μου την παλάμη σαν τροχονόμος και ένα νεύμα του κεφαλιού -κάτι θέλει να πει. Τέντωσε το μπράτσο για να φαίνεται το τατουάζ με τον αριθμό και με πεντακάθαρη φωνή, ακόμπιαστη, μου έδωσε την μικρότερη σε μέγεθος συνέντευξη που πήρα ποτέ: "Έχω ένα εγγόνι. Μου είπε μια μέρα: "Γιαγια, αυτό στο χέρι σου δε σε πονάει; Θα στο βγάλω εγώ". Και πήρε ένα σαπούνι κι άρχισε να το τρίβει. "Μπαμπά, η ζωγραφιά απ' το χέρι της γιαγιάς δε βγαίνει" απογοητεύτηκε". Έκλεισα την κάμερα με ανάμικτα συναισθήματα. Σα να ήθελα να μην υπήρχε σύμβαση καταγραφής ούτε τεκμήριο απ' αυτό το στιγμιότυπο.
Επί ένα χρόνο τον είχα τρελάνει τον άνθρωπο. Μεγαλοπρεπέστατο το "σχόλασμά" που μου έκανε ένα απόγευμα στα γραφεία των αντιστασιακών της Κοκκινιάς. Η πρώτη μας γνωριμία. Πρόσωπο σαν κόντρα-πλακέ, μισόκλειστα μάτια, χρυσά δόντια (σπάνιο για κομμουνιστή) και μακρόσυρτη φωνή, μάγκικη: "Παλικάρι μου, πήγαινε βρες καναν επονίτη...αυτά που έκανα εγώ στην Κατοχή σε λέγονται..." και το δάχτυλο να κάνει αυτάρεσκα τη χειρονομία της σκανδάλης. Εκτελεστής της ΟΠΛΑ. Κοκκινιά 1944. Δεκαέξι χρόνια φυλακή. Με απέφευγε πάντα, θυμότανε...Κλεινότανε περισσότερο στον εαυτό του, τι να θέλει τώρα αυτό το πιτσιρίκι. Κανένας άλλος παλιός του σύντροφος δεν ήταν σε θέση να του αλλάξει γνώμη. Τι ξέραν αυτοί εξάλλου; Και μια μέρα, μετά από ένα ολόκληρο χρόνο, η τελευταία μου τηλεφωνική κρούση απελπισίας "κλείδωσε" με το κομμουνιστοπειραιώτικο φιλότιμο του Θεόδωρου Ξηροτάγαρου. Εκείνο το βράδυ, σε ένα σπιτάκι στην παλιά Κοκκινιά, ένιωσα σαν ημερολόγιο. Τα είπε όλα. Δεν κράτησε τίποτα. Κι ούτε καν ασχολήθηκε με μαλακισμένα μαγνητόφωνα και δεκαετίες κανόνων σιωπής και omerta και πολιτικές ορθότητες και δημοσιεύσεις. Δεν ήταν εξομολόγηση, δεν έσπασε η φωνή. Αλλά ένοιωσε τη μοναξιά του και την εκροή της να με τραντάζουν. Ήταν η μοναξιά ενός πολεμιστή που όσο νιώθει το τέλος να 'ρχεται, τόσο του λείπουν αυτιά που να τον καταλαβαίνουν. Πού πήγαν όλοι οι φίλοι μου, σα να 'λεγε. Εικαστική λεπτομέρεια: Είχε την πλάτη κολλημένη στον τοίχο, "συνήθειο από τότε". Συγχώρα με Ξηροτάγαρέ μου, τό είπα και τότε φεύγοντας από την ΚΟΒα, το λέω και τώρα, δεν ήθελα να στριμώξω την ψυχή σου σε ένα χαζοβιβλίο. Και τώρα που δεν υπάρχεις πια και βλέπω τα λόγια σου σαν άψυχα τυπογραφικά στοιχεία, θυμάμαι το χαμόγελό σου. Αυτό το βαθύ. Με νόημα. Και για λίγους.
Ξανθιά ήταν τότε. Και λεπτοκαμωμένη. Αστική τάξη με ρίζες στην επαρχία, περιουσία και μόρφωση απ' τις καλόγριες. Ρουφηγμένη στη δίνη μιας τρελής και ηρωικής εποχής. Μέσα στο δεκεμβριανό αγιάζι του '42, σε μια τσοπανοκαλύβα δεκάδων χαροκαμένων από το Μικρό Χωριό Ευρυτανίας, η κατανυκτική (αλά Βηθλεέμ) έμπνευση της στιγμής τη μεταμόρφωσε σε λαική μούσα κι οδήγησε το χέρι της να σκαρώσει σε ένα χασαπόχαρτο ένα συμπαθητικό εμβατήριο που κάποτε θα τραγουδούσαν όλες οι μεραρχίες του ΕΛΑΣ: "Βαριά στενάζουν τα βουνά κι ο ήλιος σκοτεινιάζει / το δόλιο το Μικρό Χωριό και πάλι ανταριάζει..." Αργότερα ερωτεύτηκε τον καπετάνιο της μεραρχίας, έναν Κρητίκαρο μέχρι εκεί απάνω και μια γενειάδα μέχρι το στήθος. "Είμαι κομμουνιστής. Θα δυστυχήσεις μαζί μου. Έχεις ένα μήνα καιρό να αποφασίσεις". Χωριάτικος γάμος στο Καρπενήσι, πέντε παπάδες, ο γαμπρός σε άσπρο άλογο, Ελασίτες να παίζουν κρητική λύρα. Πρώτη νύχτα γάμου τζίφος, ο καπετάνιος προτίμησε να καβαλήσει τη νύχτα και να χτυπήσει τους Ιταλούς. Δεν είχα σκοπό να μαγνητοφωνήσω όλη τη ζωή της Ναυσικάς Φλέγγα αλλά υποκύπτω πάντα στους έρωτες με την πρώτη ματιά. Πέντε κασέτες (με καλλιγραφικά γράμματα στις ετικέτες, μερακλίδικα) εγκλώβισαν την αφήγηση μιας γυναίκας με την αντοχή της Πηνελόπης: 14 χρόνια περίμενε τον άντρα της να γυρίσει από τη μεγάλη σοβιετική πατρίδα. Ήταν στο λιμάνι, φυλλομέτραγε τους επιβάτες που κατέβαιναν και τον γνώρισε από μακριά. Εδώ το υφάδι της αφήγησης είναι τόσο κινηματογραφικό που καταλήγει παραμυθικό. Αν δεν αποστασιοποιηθείς έγκαιρα, την πάτησες. Είναι κάποιου είδους καμπή: απορροφάσαι επικίνδυνα στη σαγήνη της μαρτυρίας, ερωτεύεσαι αυτά που ακούς. Η συγκίνηση και ο θαυμασμός στο κλέος, τον ηρωισμό και την αγνότητα περασμένων εποχών παραμονεύει για να σε ξεκάνει: θα σε ξεστρατίσει επιστημονικά και θα σε υπονομεύσει ψυχικά. Αλλά πώς να μη συγκινηθείς και πώς να μην σιχτιρίσεις την λιγόψυχη εποχή σου όταν σου λέει πως δεν τους πίστεψε όταν τη βασάνισαν ψυχολογικά με ένα δήθεν πρωτοσέλιδο μιας δήθεν εφημερίδας που έλεγε πως ο Λευτεριάς σκοτώθηκε στη Μάχη της Καρδίτσας και το κεφάλι του κρεμάστηκε στην πλατεία, όταν δεν έστησε κώλο ακόμα κι αφού της έσπασαν το όμορφο πρόσωπο με γροθιές οι ασφαλίτες του Πειραιά. Θυμάμαι τη στιγμή. Είχε αφοσιωθεί στη ροή του ίδιου της του λόγου, είχε σχεδόν ξεχάσει την παρουσία μου, αλλά στο τελευταίο σημείο έκανε παύση, γύρισε, με κοίταξε κατευθείαν στα μάτια και έβγαλε ένα "από 25 χρονών είμαι χωρίς δόντια παλικάρι μου...". Πέρασα το κατώφλι της μονοκατοικίας στην Πεύκη αρκετές φορές, της έφερα τα απομαγνητοφωνημένα κείμενα δεμένα σε σπιράλ, με τίτλο "Όμορφη σαν Πρωτομαγιά" (το ψευδώνυμό της στην ΕΠΟΝ). Πληρώθηκα σε δάκρυα. "Δεν περίμενα να ξαναφανείς παιδί μου. Όσοι έρχονται εδώ για συνεντεύξεις, δεν δίνουν ξανά σημεία ζωής". Στη βεράντα πίνω βυσσινάδα. Διαβάζω τα ερωτικά τους γράμματα, αλλά σταματάω όταν νιώθω πως παραβιάζω άλλους κόσμους. Πρέπει να βάζεις φρένο στα παραμύθια. Αλλιώς θα σε συντρίψει ο ρεαλισμός της εποχής σου. Και η δική σου ιστορία δεν θα αφορά κανέναν.
Αυτός είσαι!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή