Όποτε έβρεχε, έκαναν μάθημα κάτω από τους κοκοφοίνικες. Στο κοριτσάκι όμως άρεσε να χορεύει στη βροχή κι αυτός την καμάρωνε στο άσπρο της νυχτικό, το ξέστηθο. Γελούσε μα δεν το δειχνε. Είναι παράξενο μα δεν θυμόταν πώς κι από πού είχε εμφανιστεί μπροστά του ζητώντας του να την διδάξει όσα ήξερε. Μπορεί να την ξέβρασε η θάλασσα, μπορεί να πρόβαλλε μέσα από την άμμο. Άγνωστο. Θυμάται μόνο την καιρική συγκυρία. Βραδινή νηνεμία. Και ξαφνικά μια γυμνή αστραπή, όσο για αυτό ήταν σίγουρος.
Γόνιμο και ανήσυχο μυαλό το κοριτσάκι, πολύ μπροστά από την ηλικία του. Με μάτια που έκλειναν ονειροπόλα, όποτε έγερνε το κεφάλι προς τα πίσω. Το γέλιο του ειλικρινές και γάργαρο. Πόσο του άρεσε και πόσο γελούσε όποτε οι λέξεις χτυπούσαν στα μεγάλα της δόντια, κάθε φορά που είχαν το, διασκεδαστικό και για τους δύο, μάθημα ορθοφωνίας.
Την χάζευε που μπουσούλαγε στην ακροθαλασσιά. Όλη μέρα μπουσούλαγε η μικρούλα. Καμιά φορά ξεκινούσε από το λόφο και κατέβαινε με τα τέσσερα, η άμμος έτσουζε τις παλάμες και τα γόνατά της κι έκλαιγε. Τότε την έπαιρνε αγκαλιά και της χάιδευε τα μικρά εγκαύματα. Μετά την κοίμιζε, αυτή πεταγόταν και τον φώναζε "μαμά" κι αυτός την έσειε μαλακά, μέχρι να ηρεμήσει.
Έτρωγαν πράγματα που έβγαιναν από την θάλασσα. Και καρπούς. Έτρωγαν και κοιμούνταν μόνο όποτε πεινούσαν και νύσταζαν, όχι όποτε έπρεπε. Η θάλασσα αντηχούσε μέσα τους. Μια ζωή τη θυμάται να κολυμπάει μέσα του, μόνο μια εικόνα εξωτερικού θαλασσινού μπάνιου θυμάται. Δε στέγνωναν ποτέ οι δυο τους, γίνονταν μόνιμα λίμνη, ποτάμι, καταρράκτης, σταγόνες, ωκεανοί, το δέρμα και των δύο έμοιαζε με κορμούς δέντρων που επέπλεαν πάνω σε ένα υδάτινο σκελετό.
Στην καλύβα τακτοποιημένα τα βιβλία σε ράφια φτιαγμένα από ξύλα που είχε ξεβράσει η θάλασσα, της διάβαζε ατελείωτα. Ακόμα κι όταν δεν την έβλεπε, της διάβαζε. Εκείνη του έμαθε να πλένει τα δόντια του, να τρώει με το πηρούνι και να απαντά στο τηλέφωνο. Το βράδυ έκαναν δυνατό έρωτα, εφάρμοζε στο σώμα της απόλυτα, οι δαγκωματιές της στο λαιμό του παιδικές, το χέρι της τρυφερό, το αίμα της άλικο και τα δάκρυά της αλμυρά. Όλα στη θέση τους, στον υπερθετικό βαθμό. Δεν χρειάστηκε να μάθει τίποτε πάνω στο σώμα της. Το ήξερε ήδη. Λες και γεννήθηκε για να το ξέρει. Το πιο όμορφο, ανεξήγητο πράγμα της ζωής του: να την ικανοποιεί στο έπακρο. Όχι ότι ήταν δύσκολο. Σώμα πληθωρικό και διψασμένο. Νευρώδες. Σεμνό κι αυτάρεσκο μαζί. Ζημιάρικο. Μια μέρα καβάλησε έναν ιππόκαμπο, μπούκαρε στην καλύβα και έσπασε ένα βάζο, εκείνος πάτησε τα γυαλιά και κόπηκε άσχημα. Εκείνη γελούσε με την καρδιά της, πάλι χωρίς υποψία δόλου στο βλέμμα το καθάριο. Το μάλωσε και το χτύπησε πολύ εκείνη τη μέρα το κοριτσάκι, του έβαλε κακό βαθμό και το τρόμαξε τόσο πολύ που εκείνο εξαφανίστηκε για καιρό. Είδε κι έπαθε να το φέρει πίσω, τη βρήκε τυχαία πάνω σε μια πρόχειρη σχεδία να προσπαθεί να δραπετεύσει. Της ζήτησε συγνώμη και το εννοούσε. Μάθαινε κι αυτός. Δεν ήθελε να την κάνει σαν αυτόν, ήθελε να πετύχει να συμβαδίζει το μυαλό της με την ηλικία της, ήθελε να της εμπνεύσει όσα του φαίνονταν συνεκτικά στοιχεία της ζωής, ήθελε να ανοίξει την ψυχή του διάπλατα και να της μάθει ό,τι ήξερε, ό,τι πίστευε, όλα τα σωστά και τα λάθη, να τα λιώσει σε μια εύπεπτη φρουτόκρεμα. Να την ταίσει να μεγαλώσει και να πατήσει στα πόδια της. Να πιστέψει επιτέλους στον εαυτό της. Τον εκνεύριζε πόσο υποτιμούσε τον εαυτό της, δεν του άρεσε να τη νιώθει ευάλωτη, στενοχωριόταν. Δυνατή την ήθελε, να πατάει στη γη και να χοροπηδάει ευτυχισμένη.
Παλιάς κοπής δάσκαλος: δύσκολος και αμείλικτος στα σκασιαρχεία. Ασχολιόταν μόνο με όσους είχαν ελπίδα, δεν έχανε τον χρόνο του με ξοφλημένους. Είχε κάτι από Περίανδρο Κρασάκη και Γιάννη Κορδάτο, τρυφερός ιδεολόγος και διεστραμμένος, για όσα ήξερε καλά, αμφέβαλλε, για όσα αγνοούσε μιλούσε με στόμφο. Παρόλ' αυτά το κοριτσάκι τον άκουγε με θαυμασμό. Όσα ξέρω θα στα μάθω, της έλεγε. Γι αυτό ήρθες εξάλλου...
Της επέστρεψε την κατανόηση και με το παραπάνω. Έσκυβε το κεφάλι μετανιωμένος που δεν τα κατάφερνε να φτιάξει ούτε μια βαρκούλα της προκοπής, ούτε έναν κυματοθραύστη για την παλίρροια, ούτε μια απόχη για τις μπλε πεταλούδες που ευδοκιμούσαν στην πίσω μεριά του νησιού, μέσα στο λιβάδι με τις παπαρούνες. "Άντε μωρέ δάσκαλε, άχρηστος είσαι...". Όμως της έφτιαξε ξυλοπόδαρα, αυτή περπατούσε πάνω τους γελώντας σα παιδί, μικρότερο κι από αυτό που ήταν. Σκουντουφλούσε κι έπεφτε φοβισμένη μα ευτυχισμένη στην αγκαλιά του και γελούσαν παρέα. Είχε το νου του. Νύχτα-μέρα το νου του, την παρακολουθούσε. Του άρεσε να τη σκεπάζει με μεγάλα φύλλα όποτε έκανε κρύο, είχε τον ύπνο του λαγού πλάι της. Έδιωχνε υπομονετικά τα κουνούπια και τα φίδια, έβαζε φρουρά από λεμούριους με τα τεράστια μάτια πάνω στα δέντρα. Το πρωί έσπαγε καρύδες και την τάιζε. Αν του πάθαινε τίποτα, θα τρελαινόταν. Ήταν δυνατός γιατί ένιωθε υπεύθυνος. Κι ένιωθε υπεύθυνος γιατί το αγαπούσε το μαθητούδι του. Καμιά φορά, ενώ μιλούσε με τα Τουκάνο, νόμιζε πως την είχε από μωρό κοντά του. Δεν θυμόταν τίποτα απ' τα πριν.
Μάθαινε και μεγάλωνε πολύ γρήγορα η καλή του μαθήτρια. Παγωμένος ο χρόνος κι όμως μεγάλωνε, ο ήλιος την έτρεφε, το δέρμα της ψεροψήθηκε κι έγινε χάλκινο. Ήθελε να μάθει τα πάντα για το ερημονήσι, την χλωρίδα και την πανίδα, τα φυτά, τη φορά του ανέμου, τι υπάρχει σε κάθε μία από τις κατευθύνσεις του ορίζοντα. Άρχισε να παρακολουθεί με προσοχή τη θάλασσα μήπως φανεί κανα σημάδι, παρατηρούσε με λαχτάρα τυχόν σμήνη πουλιών -σημάδι για πλοίο ή κάποιο ναυαγό. Αραίωσαν τα μαθήματα, το μυαλό της πετούσε αλλού. Δεν τον άφηνε πια να της χτενίζει τα μαλλιά, δεν του μιλούσε με τον προσήκοντα σεβασμό, δεν έφτιαχναν κάστρα στην άμμο ούτε μάζευαν αστερίες και κοχύλια. Είχε μια θλίψη στο βλέμμα της, κοιτούσε τις αλυσίδες στα ποδαράκια της και μελαγχολούσε. Η χαριτωμένη κίνηση που έκανε με τα χείλια της δεν ήταν πια δείγμα έρωτα αλλά λύπης. Μια μέρα θύμωσε όταν της είπε ότι στο νησί δεν υπήρχαν καθρέφτες. Ήθελε να έχει ιδία αντίληψη του πόσο μεγάλωσε, χούφτωνε απορημένη τα στήθη της για να βεβαιωθεί, μετά κοιμόταν ικανοποιημένη αλλά μόνιμα ανησυχη. Ο χαμένος παράδεισος που κάποτε ευλογούσε και προσευχόταν για τη σωτηρία του, ήταν πια χειρότερος κι από το ile du diable της γαλλικής Γουιάνας. Κι ο γοητευτικός δασκαλάκος με τα βιβλία, τις ιστορίες, τις ευαισθησίες και τις χαριτωμένες του αδιαλλαξίες είχε μεταμοφωθεί σε έναν αδίστακτο δεσμοφύλακα που δε νοιαζόταν παρά μόνο για το σιωπητήριο και το εγερτήριο, να σπάνε καλά τις πέτρες τους και να σκύβουν τα ξυρισμένα τους κεφάλια σε κάθε Appelplatz.
Μια μέρα τον ρώτησε θυμωμένη "γιατί με κρατας φυλακισμένη; γιατί δε θες να μεγαλώσω και να φύγω;" και του έδειξε συνοφρυωμένη την ανατολή. Εκείνος, που ισορροπούσε την έλλειψη ταξιδιωτικών εμπειριών με μια αρρωστημένη διαίσθηση, δεν είπε λέξη (δεν ήξερε και να απαντήσει εξάλλου). Μπήκε στην καλύβα, χτένισε τα μαλλιά του αλά δεκαετία του 40, ξυρίστηκε, έσιαξε τα γυαλιά του, φόρεσε τις ρεντιγκότες και το καλό του γιλέκο και κατέβηκε στην παλιά προκυμαία, τη μοναδική του νησιού. Δεν μιλούσε, ήταν ήρεμος, μόνο μια σκέψη περνούσε από το μυαλό του. Όταν ήταν μικρός, είχε ελευθερώσει ένα καναρίνι από το κλουβάκι του και δεν συγχώρεσε ποτέ στον υπερευαίσθητο πατέρα του αυτή την άστοχη επιλογή δώρου. Πόνεσε για τον καλό του φίλο αλλά δεν μπορούσε να συμβιβαστεί με την ιδέα της σκλαβιάς. Σε κανέναν και για κανένα λόγο. Η μισή του ζωή ξέχειλη από ιστορίες που μιλούσαν για Ελευθερία, η άλλη μισή ένας αιματηρός και άγονος αγώνας για την Αγάπη. Αγαπημένοι του ήρωες οι απανταχού απελπισμένοι και μόνιμα ερωτευμένοι επαναστάτες. Την πήρε απαλά από το χέρι, την ανέβασε σε ένα βραχάκι και της έπαιξε κουκλοθέατρο. Της θύμισε τα μαθήματά τους, εκείνη ένευε. Θυμόταν. Ίσως ήταν συγκινημένη, ίσως και όχι. Στο αριστερό του χέρι φόρεσε την κούκλα-γάντι με τα κόκκινα μαλλιά, το πλατύ χαμόγελο και το ρουζ στα μάγουλα, στο δεξί μια μελαχρινή, με χαμηλωμένα μάτια και ασθενικό μειδίαμα (είχε προσέξει πολύ να μην του ξεφύγει η μολυβιά). Έφερε τα χέρια του κοντά, η Αγάπη κι η Ελευθερία άγγιξαν τις μύτες τους και πετάχτηκε χρυσόσκονη. "Είναι αδελφούλες. Κι η ένωσή τους είναι η μαγικότερη ένωση του κόσμου" της εξήγησε. Ο ευτυχέστερος άνθρωπος που περπατά στη γη είναι αυτός που έχει κρυφοκοιτάξει, έστω και για δευτερόλεπτα, την μαγική αυτή ένωση. Που κάνει τους αδειανούς αιώνες που μεσολαβούν στο ενδιάμεσο να αξίζουν.
Την πήρε στην αγκαλιά του. Τη βοήθησε να απαλλαγεί από τη σάκα, τα μολύβια και τα τετράδια που δεν της χρειάζονταν πια...Ακούμπησε το δέρμα της, ήταν στεγνό, το χέρι του δεν κυλούσε πια. Τα κύματα άφριζαν, σα να συντονίζονταν με τους ήχους της καρδιάς του. Απορροφώντας και το τελευταίο παιδικό της τράνταγμα, τη βοήθησε να ακουμπήσει προσεκτικά τα ποδαράκια στο νερό, πάγωσαν τα δαχτυλάκια της και τινάχτηκε τρομαγμένη. Με την υπομονή του (εκείνη την φοβερή επιμονή και προσήλωση) την έσπρωξε μαλακά στο νερό. Και το κοριτσάκι άρχισε να πλατσουρίζει, να ανοίγει ξαφνικά κάτι χέρια που του φάνηκαν τεράστια και να απομακρύνεται με απλωτές και μεγάλη ταχύτητα προς το άγνωστο. Νηρηίδες την συντρόφευσαν, ένα σιγανομουρμούρισμα πάνω από τα κύματα την αποχαιρέτησε. Ένα κορίτσι όμορφο και σπάνιο, που πέρασε όλες τις εξετάσεις στον πόνο, το αίμα και το κλάμα, χανόταν προς το μέρος της πολύβουης ανθρωπότητας, στον πολιτισμένο κόσμο με τους ήχους, τα φώτα του και την τρέλα του. Ελεύθερη και δυνατή. Πανέμορφη. Χωρίς βαρίδια. Χωρίς Βαστίλλη. Χωρίς ανάθεμα. Χωρίς τα χείλη τα σφιγμένα.. Η θάλασσα έκλεισε την πόρτα πίσω της επιστρέφοντας μόνο σιωπή σε μια παλινδρομική κίνηση που κι αυτή μετά από λίγο έσβησε. Έμεινε με τα μάτια καρφωμένα στον ορίζοντα για ώρες. Θα το πλήρωνε ακριβά, μα το ήθελε. Ο κόσμος δεν έμελλε να τελειώσει με πάταγο αλλά με λυγμό. Ο ήλιος πίσω του βασίλεψε. Το ίδιο και η καρδιά του σκορπιού.
Το βράδυ εκείνο δεν έκλεισε μάτι...Κρύωνε. Έβλεπε την αστροφεγγιά και καρδιοχτυπούσε μήπως της συμβεί κάτι. Θύμωνε με τη μικροπρέπειά του όταν προσπάθησε να οραματιστεί μια μποτίλια με γράμμα, σημάδι ότι είχε ναυαγήσει, να τρέξει να τη σώσει. Η πρωινή δροσιά τον λύτρωσε, του έφερε τον ήχο των βημάτων της να βαδίζουν σε στεριά. Μίκρυνε η ένταση, όλο και μίκραινε...Είχε φτάσει. Σηκώθηκε αργά, μπήκε στην καλύβα, πάτησε στις μύτες να φτάσει το πάνω-πάνω ράφι -εκείνο που δεν επέτρεπε ούτε στη φίλη του τη σοφή χελώνα να δει-, κατέβασε ένα μικρό μπουκαλάκι (το είχε βρει κάποτε στο βραχώδη όρμο, το έσωσε από βέβαιο σπάσιμο και το φύλαγε για εξαιρετικές περιπτώσεις), και για πρώτη φορά έκλαψε με δάκρυα περηφάνιας. 24 καρατίων περηφάνια. Διάφανη. Τα υπόλοιπα δάκρυα είναι εγωιστικά (το ξέρει), έχουν χρωστικές ουσίες, είναι νοθευμένα με εγωισμό και φόβο και πόνο και ντροπή. Φύλαξε τις πολύτιμες σταγόνες στο μπουκάλι, το σφράγισε, το τοποθέτησε κανά στο ράφι. Σε κάποια απόσταση από τα άλλα.
Έμεινε μόνος του. Τα γένια του είχαν μεγαλώσει, η ψυχή του αλλιώτεψε. Κλεινόταν στην καλύβα του με τις ώρες. Ξεκίνησε τη σοβαρή ψιλοκουβέντα με τον εαυτό του. Σπουδές, διατριβή, σπίτι, δουλειά, οικογένεια, γκόμενες, φίλοι, πάρτυ, παιδιά, σκυλιά, γατιά, μπάρμπεκιου τα σαββατοκύριακα, εκατομμύρια μηχανές, οθόνες και στεγαστικά δάνεια να τυραννάνε τη ζωή μας. Θα τρώμε όποτε πρέπει, θα κοιμόμαστε όποτε πρέπει, θα σηκώνουμε χέρι για να μας δώσουν το λόγο, θα περιμένουμε στην ουρά, θα πληρώνουμε σε ταμεία, θα πλένουμε τα δόντια μας κάθε βράδυ, απαραίτητα καλημέρα στους γείτονες κι ένα σωρό ακόμα από αυτά τα ανούσια πράγματα που υφαίνουν τον χρόνο τον ψεύτη τον κανονικό...
Δεν είναι και τόσο άσχημα. Φοβάται μόνο τι θ' απογίνει το νησί. Θα το εντοπίσουν κάποτε, θα φτιάξουν ακτοπλοικές γραμμές, αυτοκινητοδρόμους, αεροδρόμια, τουριστικά καταστήματα με ανταλλακτικά για κινητά, θα κατεβαίνουν τα κοπάδια με χαβανέζικα πουκάμισα. Θα βρουν οπωσδήποτε την καλύβα, θα ψάξουν τα πράγματά του, θα ανακαλύψουν την κάβα με το ρούμι και θα κοροιδέψουν τα ανορθόγραφα τσιτάτα πάνω στα μπουκάλια. Θα ανακαλύψουν, φευ, και το αποστακτήριο των δακρύων, θα τα δοκιμάσουν και θα τα βρουν ξινά, αλμυρά ή πικρά. Θα σκοτώσουν τη σοφή του χελώνα, θα κυνηγήσουν Τουκάνο και Βούκερους και θα ανάψουν φωτιά με τις σημειώσεις του για να ψήσουν μπριζόλες στην άμμο. Θα αρχίσει από το μηδέν, θα σπουδάσει ξανά τη ζωή, αυτή τη φορά στη σωστή της σειρά. Αυτή τη φορά δεν θα γεννηθεί απευθείας δάσκαλος, θα γίνει μαθητής, θα μεγαλώσει κανονικά και με όνειρα κανονικά, θα εκδόσει τη σχετική άδεια ασκήσεως επαγγέλματος και μετά θα εποικίσει ξανά, μόνος, ένα-ένα όλα τα μικρά και μεγάλα νησιά του μυαλού του.
Γόνιμο και ανήσυχο μυαλό το κοριτσάκι, πολύ μπροστά από την ηλικία του. Με μάτια που έκλειναν ονειροπόλα, όποτε έγερνε το κεφάλι προς τα πίσω. Το γέλιο του ειλικρινές και γάργαρο. Πόσο του άρεσε και πόσο γελούσε όποτε οι λέξεις χτυπούσαν στα μεγάλα της δόντια, κάθε φορά που είχαν το, διασκεδαστικό και για τους δύο, μάθημα ορθοφωνίας.
Την χάζευε που μπουσούλαγε στην ακροθαλασσιά. Όλη μέρα μπουσούλαγε η μικρούλα. Καμιά φορά ξεκινούσε από το λόφο και κατέβαινε με τα τέσσερα, η άμμος έτσουζε τις παλάμες και τα γόνατά της κι έκλαιγε. Τότε την έπαιρνε αγκαλιά και της χάιδευε τα μικρά εγκαύματα. Μετά την κοίμιζε, αυτή πεταγόταν και τον φώναζε "μαμά" κι αυτός την έσειε μαλακά, μέχρι να ηρεμήσει.
Έτρωγαν πράγματα που έβγαιναν από την θάλασσα. Και καρπούς. Έτρωγαν και κοιμούνταν μόνο όποτε πεινούσαν και νύσταζαν, όχι όποτε έπρεπε. Η θάλασσα αντηχούσε μέσα τους. Μια ζωή τη θυμάται να κολυμπάει μέσα του, μόνο μια εικόνα εξωτερικού θαλασσινού μπάνιου θυμάται. Δε στέγνωναν ποτέ οι δυο τους, γίνονταν μόνιμα λίμνη, ποτάμι, καταρράκτης, σταγόνες, ωκεανοί, το δέρμα και των δύο έμοιαζε με κορμούς δέντρων που επέπλεαν πάνω σε ένα υδάτινο σκελετό.
Στην καλύβα τακτοποιημένα τα βιβλία σε ράφια φτιαγμένα από ξύλα που είχε ξεβράσει η θάλασσα, της διάβαζε ατελείωτα. Ακόμα κι όταν δεν την έβλεπε, της διάβαζε. Εκείνη του έμαθε να πλένει τα δόντια του, να τρώει με το πηρούνι και να απαντά στο τηλέφωνο. Το βράδυ έκαναν δυνατό έρωτα, εφάρμοζε στο σώμα της απόλυτα, οι δαγκωματιές της στο λαιμό του παιδικές, το χέρι της τρυφερό, το αίμα της άλικο και τα δάκρυά της αλμυρά. Όλα στη θέση τους, στον υπερθετικό βαθμό. Δεν χρειάστηκε να μάθει τίποτε πάνω στο σώμα της. Το ήξερε ήδη. Λες και γεννήθηκε για να το ξέρει. Το πιο όμορφο, ανεξήγητο πράγμα της ζωής του: να την ικανοποιεί στο έπακρο. Όχι ότι ήταν δύσκολο. Σώμα πληθωρικό και διψασμένο. Νευρώδες. Σεμνό κι αυτάρεσκο μαζί. Ζημιάρικο. Μια μέρα καβάλησε έναν ιππόκαμπο, μπούκαρε στην καλύβα και έσπασε ένα βάζο, εκείνος πάτησε τα γυαλιά και κόπηκε άσχημα. Εκείνη γελούσε με την καρδιά της, πάλι χωρίς υποψία δόλου στο βλέμμα το καθάριο. Το μάλωσε και το χτύπησε πολύ εκείνη τη μέρα το κοριτσάκι, του έβαλε κακό βαθμό και το τρόμαξε τόσο πολύ που εκείνο εξαφανίστηκε για καιρό. Είδε κι έπαθε να το φέρει πίσω, τη βρήκε τυχαία πάνω σε μια πρόχειρη σχεδία να προσπαθεί να δραπετεύσει. Της ζήτησε συγνώμη και το εννοούσε. Μάθαινε κι αυτός. Δεν ήθελε να την κάνει σαν αυτόν, ήθελε να πετύχει να συμβαδίζει το μυαλό της με την ηλικία της, ήθελε να της εμπνεύσει όσα του φαίνονταν συνεκτικά στοιχεία της ζωής, ήθελε να ανοίξει την ψυχή του διάπλατα και να της μάθει ό,τι ήξερε, ό,τι πίστευε, όλα τα σωστά και τα λάθη, να τα λιώσει σε μια εύπεπτη φρουτόκρεμα. Να την ταίσει να μεγαλώσει και να πατήσει στα πόδια της. Να πιστέψει επιτέλους στον εαυτό της. Τον εκνεύριζε πόσο υποτιμούσε τον εαυτό της, δεν του άρεσε να τη νιώθει ευάλωτη, στενοχωριόταν. Δυνατή την ήθελε, να πατάει στη γη και να χοροπηδάει ευτυχισμένη.
Παλιάς κοπής δάσκαλος: δύσκολος και αμείλικτος στα σκασιαρχεία. Ασχολιόταν μόνο με όσους είχαν ελπίδα, δεν έχανε τον χρόνο του με ξοφλημένους. Είχε κάτι από Περίανδρο Κρασάκη και Γιάννη Κορδάτο, τρυφερός ιδεολόγος και διεστραμμένος, για όσα ήξερε καλά, αμφέβαλλε, για όσα αγνοούσε μιλούσε με στόμφο. Παρόλ' αυτά το κοριτσάκι τον άκουγε με θαυμασμό. Όσα ξέρω θα στα μάθω, της έλεγε. Γι αυτό ήρθες εξάλλου...
Της επέστρεψε την κατανόηση και με το παραπάνω. Έσκυβε το κεφάλι μετανιωμένος που δεν τα κατάφερνε να φτιάξει ούτε μια βαρκούλα της προκοπής, ούτε έναν κυματοθραύστη για την παλίρροια, ούτε μια απόχη για τις μπλε πεταλούδες που ευδοκιμούσαν στην πίσω μεριά του νησιού, μέσα στο λιβάδι με τις παπαρούνες. "Άντε μωρέ δάσκαλε, άχρηστος είσαι...". Όμως της έφτιαξε ξυλοπόδαρα, αυτή περπατούσε πάνω τους γελώντας σα παιδί, μικρότερο κι από αυτό που ήταν. Σκουντουφλούσε κι έπεφτε φοβισμένη μα ευτυχισμένη στην αγκαλιά του και γελούσαν παρέα. Είχε το νου του. Νύχτα-μέρα το νου του, την παρακολουθούσε. Του άρεσε να τη σκεπάζει με μεγάλα φύλλα όποτε έκανε κρύο, είχε τον ύπνο του λαγού πλάι της. Έδιωχνε υπομονετικά τα κουνούπια και τα φίδια, έβαζε φρουρά από λεμούριους με τα τεράστια μάτια πάνω στα δέντρα. Το πρωί έσπαγε καρύδες και την τάιζε. Αν του πάθαινε τίποτα, θα τρελαινόταν. Ήταν δυνατός γιατί ένιωθε υπεύθυνος. Κι ένιωθε υπεύθυνος γιατί το αγαπούσε το μαθητούδι του. Καμιά φορά, ενώ μιλούσε με τα Τουκάνο, νόμιζε πως την είχε από μωρό κοντά του. Δεν θυμόταν τίποτα απ' τα πριν.
Μάθαινε και μεγάλωνε πολύ γρήγορα η καλή του μαθήτρια. Παγωμένος ο χρόνος κι όμως μεγάλωνε, ο ήλιος την έτρεφε, το δέρμα της ψεροψήθηκε κι έγινε χάλκινο. Ήθελε να μάθει τα πάντα για το ερημονήσι, την χλωρίδα και την πανίδα, τα φυτά, τη φορά του ανέμου, τι υπάρχει σε κάθε μία από τις κατευθύνσεις του ορίζοντα. Άρχισε να παρακολουθεί με προσοχή τη θάλασσα μήπως φανεί κανα σημάδι, παρατηρούσε με λαχτάρα τυχόν σμήνη πουλιών -σημάδι για πλοίο ή κάποιο ναυαγό. Αραίωσαν τα μαθήματα, το μυαλό της πετούσε αλλού. Δεν τον άφηνε πια να της χτενίζει τα μαλλιά, δεν του μιλούσε με τον προσήκοντα σεβασμό, δεν έφτιαχναν κάστρα στην άμμο ούτε μάζευαν αστερίες και κοχύλια. Είχε μια θλίψη στο βλέμμα της, κοιτούσε τις αλυσίδες στα ποδαράκια της και μελαγχολούσε. Η χαριτωμένη κίνηση που έκανε με τα χείλια της δεν ήταν πια δείγμα έρωτα αλλά λύπης. Μια μέρα θύμωσε όταν της είπε ότι στο νησί δεν υπήρχαν καθρέφτες. Ήθελε να έχει ιδία αντίληψη του πόσο μεγάλωσε, χούφτωνε απορημένη τα στήθη της για να βεβαιωθεί, μετά κοιμόταν ικανοποιημένη αλλά μόνιμα ανησυχη. Ο χαμένος παράδεισος που κάποτε ευλογούσε και προσευχόταν για τη σωτηρία του, ήταν πια χειρότερος κι από το ile du diable της γαλλικής Γουιάνας. Κι ο γοητευτικός δασκαλάκος με τα βιβλία, τις ιστορίες, τις ευαισθησίες και τις χαριτωμένες του αδιαλλαξίες είχε μεταμοφωθεί σε έναν αδίστακτο δεσμοφύλακα που δε νοιαζόταν παρά μόνο για το σιωπητήριο και το εγερτήριο, να σπάνε καλά τις πέτρες τους και να σκύβουν τα ξυρισμένα τους κεφάλια σε κάθε Appelplatz.
Μια μέρα τον ρώτησε θυμωμένη "γιατί με κρατας φυλακισμένη; γιατί δε θες να μεγαλώσω και να φύγω;" και του έδειξε συνοφρυωμένη την ανατολή. Εκείνος, που ισορροπούσε την έλλειψη ταξιδιωτικών εμπειριών με μια αρρωστημένη διαίσθηση, δεν είπε λέξη (δεν ήξερε και να απαντήσει εξάλλου). Μπήκε στην καλύβα, χτένισε τα μαλλιά του αλά δεκαετία του 40, ξυρίστηκε, έσιαξε τα γυαλιά του, φόρεσε τις ρεντιγκότες και το καλό του γιλέκο και κατέβηκε στην παλιά προκυμαία, τη μοναδική του νησιού. Δεν μιλούσε, ήταν ήρεμος, μόνο μια σκέψη περνούσε από το μυαλό του. Όταν ήταν μικρός, είχε ελευθερώσει ένα καναρίνι από το κλουβάκι του και δεν συγχώρεσε ποτέ στον υπερευαίσθητο πατέρα του αυτή την άστοχη επιλογή δώρου. Πόνεσε για τον καλό του φίλο αλλά δεν μπορούσε να συμβιβαστεί με την ιδέα της σκλαβιάς. Σε κανέναν και για κανένα λόγο. Η μισή του ζωή ξέχειλη από ιστορίες που μιλούσαν για Ελευθερία, η άλλη μισή ένας αιματηρός και άγονος αγώνας για την Αγάπη. Αγαπημένοι του ήρωες οι απανταχού απελπισμένοι και μόνιμα ερωτευμένοι επαναστάτες. Την πήρε απαλά από το χέρι, την ανέβασε σε ένα βραχάκι και της έπαιξε κουκλοθέατρο. Της θύμισε τα μαθήματά τους, εκείνη ένευε. Θυμόταν. Ίσως ήταν συγκινημένη, ίσως και όχι. Στο αριστερό του χέρι φόρεσε την κούκλα-γάντι με τα κόκκινα μαλλιά, το πλατύ χαμόγελο και το ρουζ στα μάγουλα, στο δεξί μια μελαχρινή, με χαμηλωμένα μάτια και ασθενικό μειδίαμα (είχε προσέξει πολύ να μην του ξεφύγει η μολυβιά). Έφερε τα χέρια του κοντά, η Αγάπη κι η Ελευθερία άγγιξαν τις μύτες τους και πετάχτηκε χρυσόσκονη. "Είναι αδελφούλες. Κι η ένωσή τους είναι η μαγικότερη ένωση του κόσμου" της εξήγησε. Ο ευτυχέστερος άνθρωπος που περπατά στη γη είναι αυτός που έχει κρυφοκοιτάξει, έστω και για δευτερόλεπτα, την μαγική αυτή ένωση. Που κάνει τους αδειανούς αιώνες που μεσολαβούν στο ενδιάμεσο να αξίζουν.
Την πήρε στην αγκαλιά του. Τη βοήθησε να απαλλαγεί από τη σάκα, τα μολύβια και τα τετράδια που δεν της χρειάζονταν πια...Ακούμπησε το δέρμα της, ήταν στεγνό, το χέρι του δεν κυλούσε πια. Τα κύματα άφριζαν, σα να συντονίζονταν με τους ήχους της καρδιάς του. Απορροφώντας και το τελευταίο παιδικό της τράνταγμα, τη βοήθησε να ακουμπήσει προσεκτικά τα ποδαράκια στο νερό, πάγωσαν τα δαχτυλάκια της και τινάχτηκε τρομαγμένη. Με την υπομονή του (εκείνη την φοβερή επιμονή και προσήλωση) την έσπρωξε μαλακά στο νερό. Και το κοριτσάκι άρχισε να πλατσουρίζει, να ανοίγει ξαφνικά κάτι χέρια που του φάνηκαν τεράστια και να απομακρύνεται με απλωτές και μεγάλη ταχύτητα προς το άγνωστο. Νηρηίδες την συντρόφευσαν, ένα σιγανομουρμούρισμα πάνω από τα κύματα την αποχαιρέτησε. Ένα κορίτσι όμορφο και σπάνιο, που πέρασε όλες τις εξετάσεις στον πόνο, το αίμα και το κλάμα, χανόταν προς το μέρος της πολύβουης ανθρωπότητας, στον πολιτισμένο κόσμο με τους ήχους, τα φώτα του και την τρέλα του. Ελεύθερη και δυνατή. Πανέμορφη. Χωρίς βαρίδια. Χωρίς Βαστίλλη. Χωρίς ανάθεμα. Χωρίς τα χείλη τα σφιγμένα.. Η θάλασσα έκλεισε την πόρτα πίσω της επιστρέφοντας μόνο σιωπή σε μια παλινδρομική κίνηση που κι αυτή μετά από λίγο έσβησε. Έμεινε με τα μάτια καρφωμένα στον ορίζοντα για ώρες. Θα το πλήρωνε ακριβά, μα το ήθελε. Ο κόσμος δεν έμελλε να τελειώσει με πάταγο αλλά με λυγμό. Ο ήλιος πίσω του βασίλεψε. Το ίδιο και η καρδιά του σκορπιού.
Το βράδυ εκείνο δεν έκλεισε μάτι...Κρύωνε. Έβλεπε την αστροφεγγιά και καρδιοχτυπούσε μήπως της συμβεί κάτι. Θύμωνε με τη μικροπρέπειά του όταν προσπάθησε να οραματιστεί μια μποτίλια με γράμμα, σημάδι ότι είχε ναυαγήσει, να τρέξει να τη σώσει. Η πρωινή δροσιά τον λύτρωσε, του έφερε τον ήχο των βημάτων της να βαδίζουν σε στεριά. Μίκρυνε η ένταση, όλο και μίκραινε...Είχε φτάσει. Σηκώθηκε αργά, μπήκε στην καλύβα, πάτησε στις μύτες να φτάσει το πάνω-πάνω ράφι -εκείνο που δεν επέτρεπε ούτε στη φίλη του τη σοφή χελώνα να δει-, κατέβασε ένα μικρό μπουκαλάκι (το είχε βρει κάποτε στο βραχώδη όρμο, το έσωσε από βέβαιο σπάσιμο και το φύλαγε για εξαιρετικές περιπτώσεις), και για πρώτη φορά έκλαψε με δάκρυα περηφάνιας. 24 καρατίων περηφάνια. Διάφανη. Τα υπόλοιπα δάκρυα είναι εγωιστικά (το ξέρει), έχουν χρωστικές ουσίες, είναι νοθευμένα με εγωισμό και φόβο και πόνο και ντροπή. Φύλαξε τις πολύτιμες σταγόνες στο μπουκάλι, το σφράγισε, το τοποθέτησε κανά στο ράφι. Σε κάποια απόσταση από τα άλλα.
Έμεινε μόνος του. Τα γένια του είχαν μεγαλώσει, η ψυχή του αλλιώτεψε. Κλεινόταν στην καλύβα του με τις ώρες. Ξεκίνησε τη σοβαρή ψιλοκουβέντα με τον εαυτό του. Σπουδές, διατριβή, σπίτι, δουλειά, οικογένεια, γκόμενες, φίλοι, πάρτυ, παιδιά, σκυλιά, γατιά, μπάρμπεκιου τα σαββατοκύριακα, εκατομμύρια μηχανές, οθόνες και στεγαστικά δάνεια να τυραννάνε τη ζωή μας. Θα τρώμε όποτε πρέπει, θα κοιμόμαστε όποτε πρέπει, θα σηκώνουμε χέρι για να μας δώσουν το λόγο, θα περιμένουμε στην ουρά, θα πληρώνουμε σε ταμεία, θα πλένουμε τα δόντια μας κάθε βράδυ, απαραίτητα καλημέρα στους γείτονες κι ένα σωρό ακόμα από αυτά τα ανούσια πράγματα που υφαίνουν τον χρόνο τον ψεύτη τον κανονικό...
Δεν είναι και τόσο άσχημα. Φοβάται μόνο τι θ' απογίνει το νησί. Θα το εντοπίσουν κάποτε, θα φτιάξουν ακτοπλοικές γραμμές, αυτοκινητοδρόμους, αεροδρόμια, τουριστικά καταστήματα με ανταλλακτικά για κινητά, θα κατεβαίνουν τα κοπάδια με χαβανέζικα πουκάμισα. Θα βρουν οπωσδήποτε την καλύβα, θα ψάξουν τα πράγματά του, θα ανακαλύψουν την κάβα με το ρούμι και θα κοροιδέψουν τα ανορθόγραφα τσιτάτα πάνω στα μπουκάλια. Θα ανακαλύψουν, φευ, και το αποστακτήριο των δακρύων, θα τα δοκιμάσουν και θα τα βρουν ξινά, αλμυρά ή πικρά. Θα σκοτώσουν τη σοφή του χελώνα, θα κυνηγήσουν Τουκάνο και Βούκερους και θα ανάψουν φωτιά με τις σημειώσεις του για να ψήσουν μπριζόλες στην άμμο. Θα αρχίσει από το μηδέν, θα σπουδάσει ξανά τη ζωή, αυτή τη φορά στη σωστή της σειρά. Αυτή τη φορά δεν θα γεννηθεί απευθείας δάσκαλος, θα γίνει μαθητής, θα μεγαλώσει κανονικά και με όνειρα κανονικά, θα εκδόσει τη σχετική άδεια ασκήσεως επαγγέλματος και μετά θα εποικίσει ξανά, μόνος, ένα-ένα όλα τα μικρά και μεγάλα νησιά του μυαλού του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου